Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Ταξίδια στην Αθήνα part 3


Λόφος

Το ιδιαίτερα δύσκολο με το να μεταφράζεις ένα βιβλίο για συνταγές μαγειρικής είναι να αντισταθείς στην πείνα και στο να δοκιμάσεις να μαγειρέψεις κάτι με όλα αυτά τα υλικά. Άσε θα σταματήσω. Θα βγω να πάρω λίγο αέρα και να περάσω από το μπακάλικο της γειτονιάς να δοκιμάσω να πάρω τίποτα να μαγειρέψω. Ντύνομαι βιαστικά με ένα μπλε τζιν που χα πεταμένο στον καναπέ. Το καλό είναι ότι η μέρα σχετικά είναι καλή. Με ήλιο και με ικανοποιητική θερμοκρασία. Ας ανέβω λίγο στο Στρέφη. Ο λόφος έχει ένα πολύ ωραίο μέρος λίγο πιο χίπστερ από το γηπεδάκι και την ταράτσα του Αστέρα. Στρίβεις όπως πάει το δρομάκι δίπλα στην παιδική χαρά του Εξωστρεφή και έχει ένα χωμάτινο δρομάκι που ανεβαίνει πιο ψηλά ανάμεσα από κάτι συστάδες πευκοειδών δέντρων. Εκεί κάπου ανοίγεται ένα κενό με πιάτο την Αθήνα.

Ανέβηκα νομίζω λίγο δυσκολότερα από την άλλη φορά. Είχα καιρό να βγω από το σπίτι μάλλον. Κάθισα για λίγο μέχρι που κάτι άρχιζε να μυρίζει. Κάποιος μαγείρευε κάτι. Σίγουρα με μοσχοκάρυδο. Υλικό που χα δει σίγουρα στις συνταγές μαγειρικής του 1800. Βασικά ήταν ένα πολύ ωραίο κέικ μυλόξυδου που είχε μοσχοκάρυδο. Σαν αυτά που έφτιαχνε η Λόρι Ο’ Ντονελ και προσπαθούσε να σερβίρει στον άντρα της. Αν δεν ξέρετε τη Λόρι Ο’ Ντονελ δεν θα σας κακοχαρακτηρίσω. Μάλλον δεν υπήρχε σαν πρόσωπο αλλά αντιπροσωπεύει ένα μάτσο από νοικοκυρές που έχουν μείνει με αυτό το όνομα στη συλλογική μνήμη κάποιων Ιρλανδών. Και λέω κάποιον γιατί πιθανόν το όνομα αλλάζει ανάλογα την οικογένεια που διηγείται την ιστορία στα μικρά παιδιά της. Εμένα μου την διηγήθηκε ο φίλος μου ο Τζον. Ένας μαύρος Κούριερ στο Λονδίνο που έμενα στα φοιτητικά μου χρόνια και τύχαινε να μένει στο διπλανό διαμέρισμα. Ο Τζον μικρός είχε μεγαλώσει σε ανάδοχη οικογένεια Ιρλανδών και η γιαγιά συνήθιζε να λέει την ιστορία της Λόρι Ο ‘ Ντονελ.

Η Λόρι μεγάλωσε στη Βοστώνη. Κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι που οι γονείς της την έδωσαν σε ένα σχετικά ευκατάστατο γαιοκτήμονα από το Κολοράντο. Η Λόρι ήταν ένα παιδί που στα 14 της έφυγε από την πολύβουη Βοστώνη για το απομονωμένο Κολοράντο. Εκεί η Λόρι μπορούμε να πούμε με ασφάλεια πως δεν προσαρμόστηκε ποτέ. Έκανε τα συζυγικά της καθήκοντα απρόθυμα και απλά περίμενε να πεθάνει από φυσικά αίτια ο άξεστος άντρας της. Το ζήτημα είναι πως ο άντρας της παρόλο το προχωρημένο της ηλικίας τους δεν έλεγε με τίποτα να αποδημήσει. Έτσι η Λόρι αποφάσισε να βοηθήσει και αυτή κάπως. Έβαζε μικρές αλλά ικανές δόσεις από κουράριο, τη λεγόμενη βατραχοτοξίνη στο κέικ που έφτιαχνε για τον άντρα της. Στην ιστορία του Τζον το κουράριο το προμηθευόταν από ένα πλανόδιο Ινδιάνο έμπορο που πηγαινοερχόταν στα Midwest, αλλά αυτό ελέγχεται.

Για κακή τύχη όμως της Λόρι, ο άντρας της ήταν πάρα πολύ τυχερός σε αντίθεση με το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό. Καθώς πάντα κάποιος δοκίμαζε από το κέικ πριν φτάσει στον άντρα της και ο άντρας της υποψιαζόταν ότι κάποιος ήθελε να τον δηλητηριάσει μιας και οι μαύροι σκλάβοι που δοκίμαζαν το ψωμί έπεφταν ο ένας μετα τον άλλο νεκροί. Η Λόρι έριχνε το φταίξιμο σε άλλα φαγητά που είχαν πάνω στο τραπέζι και παράλληλα με τον σκλάβο που χε δοκιμάσει πριν και είχε πέσει νεκρός έπεφτε πάντα και κάποια από τις υπόλοιπες μαγείρισσες νεκρή ανάλογα με το φαγητό που χε υποδείξει η Λόρι. Μια φορά όμως κατάφερε και πέρασε το κέικ στον άντρα της χωρίς να δοκιμάσει κανείς. Ο άντρας της έφαγε και η Λόρι άρχιζε να φωνάζει «Σε σκότωσα, επιτέλους σε σκότωσα». Δυστυχώς όμως για εκείνη ο άντρας της επέζησε γιατί είχε μπερδέψει το μπουκαλάκι της μαγειρικής σόδας με το κουράριο με αποτέλεσμα τελικώς η Λόρι να χάσει το κεφάλι της και ο καταπιεστικός άντρας της να επιζήσει. Πιθανώς να βρήκε κάποια άλλη 14χρονη για να παντρευτεί.

Εντάξει φτάνει όμως η πρωινή ονειροπόληση. Θα πάω μέχρι το σούπερ μάρκετ να πάρω υλικά να φτιάξω κέικ με μυλόξυδο και μοσχοκάρυδο. Αν και θα μπορούσε να το κάνω πιο μοντέρνο χρησιμοποιώντας μηλίτη και χρησιμοποιώντας λιγότερη μαγειρικής σόδα λόγω του ανθρακικού. Και πολύ να βάλω βέβαια άντε να φουσκώσω λίγο παραπάνω. Το να κατέβεις από αυτό το σημείο του λόφου που σας είπα ίσως είναι λίγο πιο δύσκολο από το ανέβασμα γιατί τα χαλίκια γλιστράνε πολύ σε τέτοιες περιπτώσεις.

Λοιπόν. Μαγειρική σόδα, αλεύρι, μηλίτης, ζάχαρη, βούτυρο, μοσχοκάρυδο. Καλά είμαστε. Οι διάδρομοι του σούπερ μάρκετ θεωρώ ότι είναι το καλύτερο σημείο για να αποδεικνύεις το status symbol σου εντός εργατικής τάξης. Διότι ένα και συνήθως πας με φόρμα και αθλητικά το τι έχει το καλάθι είναι ο απόλυτος οδηγός προσωπικού στυλ. Άσε που πάτα βλέπεις κάποιον γνωστό από την γειτονιά που θες να δώσεις καλή εντύπωση. Για αυτό πάντα παίρνω κάτι σαν παρμεζάνα ή San Pellegrino. Άσχετο αν είναι εξαιρετικά προϊόντα. Παράλληλα είναι ότι πιο κοντινό μπορεί κάποιος να πάρει σε διακοποδάνειο στην σημερινή εποχή που οι διακοπές γίνονται διαδραστικά μπροστά σε ένα λαπτοπ. Χαιρετάω και τους μπάτσους στη γωνία που για κάποιο λόγο πλέον έχουν γίνει μια γνωστή ενοχλητική μεν αλλά συνεχώς παρούσα εικόνα στην γειτονιά. Κάτι σαν τα cd που χει κρεμάσει ο απέναντι για να διώχνει τα περιστέρια ή αυτή την γλάστρα στην άκρη του μπαλκονιού της πολυκατοικίας μεταξύ Ερεσού και Μπενάκη που πάντα πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα πέσει σε κάποιο κεφάλι.

Γυρίζω σπίτι και το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι έχει πάει σχεδόν μεσημέρι και δεν έχω προχωρήσει καθόλου ούτε με το κέικ ούτε με τη μετάφραση. Αλλά και από την άλλη νιώθω πολύ άβολα που πλέον μετα από τόσους μήνες παρουσίας χαιρετάω τους μπάτσους. Άσχετα αν αυτοί με χαιρετάνε πρώτοι. Τείνουν από την κανονικότητα να περάσουν στην καθημερινότητα. Πράγμα που θα ναι ένα δηλητηριώδες έλκος σε αυτή τη γειτονιά. Ίσως πρέπει να κάνω κάτι σαν τη Λόρι Ο ‘Ντονελ. Ας είναι τα όλα μου η ζάχαρη, το βούτυρο το αλεύρι και τη μαγειρική σόδα. Θα βάλω 4 μπουκάλια μηλίτη και 3 κουταλάκια μαγειρικής σόδας ή saleratus όπως το έλεγαν στη συνταγή της Λόρι. Θα πάω στους μπάτσους κέικ.

Ξεκινάμε. Τα βάζω όλα στο μίξερ και για κάποιο λόγο από το ραδιόφωνο παίζει Αντελ. Θα το υποστώ και θα συνεχίσω με την συνταγή για γαστρεντερικά μπάτσων. Το ζήτημα είναι να βρω μια καλή ατάκα για να τους κάνω να το φάνε. Θα συστηθώ σαν Αμποτ Κωστέλο. Εντάξει όχι δεν γίνετε αυτό. Ίσως κύριος Καβούρης. Αυτό μπορεί να πιάσει. Το κέικ μπήκε στο φούρνο και έχει πάει μεσημέρι. Ήδη οι ακτίνες του ήλιου που ανακλώνται σε αυτά τα ρημαδόCD του απέναντι αρχίζουν και γίνονται ενοχλητικές. Θα δω λίγο από τον χτεσινό john Oliver στο YouTube μέχρι να περάσουν 40 λεπτά. Βέβαια θα το τσεκάρω ανά πεντάλεπτο γιατί με τόσο ανθρακικό που έχει το μείγμα παίζει να φουσκώσει όσο σχεδόν όλη η χωρητικότητα του φούρνου.

Την ίδια εκείνη στιγμή της μεσημεριανής βαρεμάρας προσγειώθηκε στο μπαλκόνι ένα περιστέρι που μάλλον κατέφυγε στο απέναντι μπαλκόνι λόγω των απωθητικών cd του απέναντι. Ποτέ στην Αθήνα δεν προσγειώνονται κοράκια όπως στη Βαλτιμόρη ή στον ώμο του συμπατριώτη της Ο ’Ντονελ του Καχαλέιν. Σηκώθηκα να το διώξω και να βγάλω το κέικ που ήταν πλέον έτοιμο. Το έβαλα σε μια ωραία πιατέλα. ¨Έκοψα ένα μεσαίο κομμάτι για να δείξω ότι το έχω δοκιμάσει και κίνησα για να τους το πάω στη γωνία της Σπ. Τρικούπη. Βγαίνοντας έξω ο ήλιος των 4 με τύφλωσε λίγο. Αλλά συνέχισα σχετικά ατάραχός μόνο ενοχλημένος ελαφρώς από τον τόσο ήλιο. «Γεια σας παιδιά ! Σας έφερα λίγο κέικ με μηλίτη.» «Με τι ;» αποκρίθηκαν. «Δοκιμάστε θα σας αρέσει» ανταπάντησα. Ξεκίνησαν να τρώνε και τους άρεσε μάλλον. Ήταν πιο εύκολο από όσο νόμιζα τελικά. «Ευχαριστούμε κ. Καβούρη» Είπαν μασουλώντας

Ας πούμε ότι έκανα το καθήκον μου σήμερα. Μπορώ να ανέβω ανάλαφρα την ανηφόρα για το σπίτι και τη μετάφραση τώρα. Αφήνοντας τον ήλιο των 4 πίσω μου.

Τέλος

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Ταξίδια στην Αθήνα Part 2


Θάλασσα (2)


Είναι παρα πολύ άσχημο αυτό το συνήθειο που έχω αναπτύξει να κοιμάμαι πάνω στο βιβλίο. Το χειρότερο πράγμα με αυτό τον τύπο ύπνου είναι το ιδιαίτερα βίαιο ξύπνημα πάνω στο σκληρό συνήθως σαγρέ χαρτί. Α ! Τουλάχιστον το είχα αφήσει σε καλή συνταγή. Στη σελίδα 39 παρουσιαζόταν ένα Gumbo με πεσκανδρίτσα, μύδια, καβούρι και γαρίδες. Το απαύγασμα της κρεολέ κουζίνας. Πιάτο που μάλιστα με κάποιες παραλλαγές είχα γευτεί σε ένα αδιανόητα όμορφο, όσον αφορά τη γεύση και όχι τη διακόσμηση, εστιατόριο κρεολέ κουζίνας στην παλιά συνοικία των αλχημιστών στη Πράγα, λίγο πιο κάτω από το υποτιθέμενο σπίτι-τουριστική ατραξιόν του Κάφκα. Βέβαια πιθανότατα, οι γαρίδες εκεί ήταν τύπου Βlack Tiger από κάποιο ιχθυοτροφείο της ανατολικής Ινδίας που θα έχει διώξει από τα σπίτια του κάπου στους 100.000 αυτόχθονες και αντίστοιχα η ψίχα από τα καβούρια θα ταν από αυτά τα μπλε που είναι φτηνά., σε αντίθεση με τις περιγραφές του βιβλίου που μιλούν για γαρίδες και καβούρια από τον κόλπο της Νέας Ορλεάνης. Βέβαια το Cajun και το πιπέρι καγιεν ήταν παρόντα άρα δεν υπήρχε περίπτωση να μην είναι νόστιμο. Και ήταν, πιθανότατα από τα καλύτερα πιάτα που έχω φάει ποτέ.

Επίσης εκείνο που πραγματικά είναι πολύ ενδιαφέρον να μελετηθεί είναι ποσό πιθανό είναι να ξυπνώ πάνω σε ένα βιβλίο με συνταγές του 18ου αιώνα που πρέπει να μεταφράσω και πάνω σε μια συνταγή της κρεολέ κουζίνας ακριβώς περίπου μισή ώρα πριν οι Pelicans διαλέξουν στο νούμερο ένα του Draft του ΝΒΑ το ταλέντο με το μεγαλύτερο hype από το ντραφτάρισμα του Λεμπρόν Τζειμς το 2003. Ενώ ακόμα περισσότερο συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι στην προηγούμενη συζήτηση που είχαμε, είχαμε σταματήσει τη διήγηση της ιστορίας επάνω στο πλοίο που ξεκίναγε από την Μαρσάλα για το Γιβραλτάρ με επιβάτες τον ναύαρχο Nigel και την Victoria Wellesley. Θα μου πείτε τώρα τι σχέση έχουν αυτά με την Νέα Ορλεάνη και το Gumbo. Πέρα από το γεγονός πως το Gumbo είναι μια κατεξοχήν θαλασσινή συνταγή πρέπει να αναφερθεί πως η ιστορία αυτού του ταξιδιού είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα καθώς πάνω στο καράβι υπάρχει και ο ναύτης Βιτζέντζο Καλάμπρια. Μόνο που αυτό δεν ήταν το πραγματικό του όνομα και μόνο που αυτός δεν ήταν απλά ένας ναύτης.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το να λες μια καλή ιστορία σημαίνει πως συνήθως έχεις κάλους χαρακτήρες και αντίστοιχα αυτός που ακούει την  ιστορία ξέρει σχεδόν τα πάντα για αυτούς. Ήρθε η ώρα λοιπόν, να σας αποκαλύψω τα εξής. Ο καλός μας ναύαρχος θα θέλε να γυρίσει σώα την καλή μας Βικτώρια πίσω στο Λονδίνο και να την παντρευτεί με προφανές αντάλλαγμα την ανέλιξη του στα στρατιωτικά και πολιτικά κλιμάκια της Αυτοκρατορίας. Αλλά επίσης, γιατί ήθελε να κρύψει και το γεγονός πως ο πραγματικός του πόθος δεν ήταν ούτε η Βικτώρια ούτε κάποια άλλη γυναικά αλλά ο παιδικός του φίλος ο Άρθουρ Κάνιγκαμ,  πλέον ένας επίσης καταξιωμένος συνταγματάρχης που είχε σταλθεί να διοικεί κάποια επαρχία των Ινδιών και είχαν να μιλήσουν, πόσο μάλλον να βρεθούν παρα, μα πάρα πολύ καιρό. Ο Nigel σχεδόν είχε ξεχάσει αυτό το παρελθόν και αυτό το κομμάτι του εαυτού του, μέχρι τη στιγμή που ανέβηκε σε εκείνη τη γαλέρα που τους πρόσφερε ο Γκαριμπαλντι και αντίκρυσε τον ναύτη Βιτζέντζο. Σε όλο το υπόλοιπο ταξίδι ο Ναιτζελ όσο πιο διακριτικά μπορούσε θα τον φλέρταρε, μακριά από το βλέμμα της δούκισσας και το ευτυχές για εκείνον ήταν πως και ο ναύτης ανταποκρινόταν. Μάλιστα δεν ήταν λίγα τα βράδια που κοιτούσε παρέα με τον ναύτη τους χάρτες του ταξιδιού τους στην καμπίνα του καπετάνιου.

Ο Βιτζέντζο τον είχε συνεπάρει με διηγήσεις από τα ταξίδια του και κυρίως από την Νέα Ορλεάνη και πιο συγκεκριμένα τον συνεπήρε όταν του εκμυστηρεύτηκε την πραγματική ιστορία του ποιος ήταν και ποια ήταν η οικογένεια του. Ο Βιτζέντζο δεν γεννήθηκε Σιμόνε αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι δεν γεννήθηκε Καλάμπρια αλλά, Παγκανίνι. Ο Βιτζέντζο ή Σιμόνε αν προτιμάται ήταν γιος του Αχχιλίνο Παγκανίνι άρα εγγονος του διασημότερου βιολιστή της ιστορίας, του Νικολό Παγκανίνι. Αυτό από μόνο του θα έκανε την ιστορία μας πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία αλλά γίνεται ακόμα καλύτερη.

 Ο Σιμόνε στα 14 του μόλις χρόνια εν μέσω της φρενίτιδας για το πτώμα του Παγκανίνι που η καθολική εκκλησία δεν άφηνε να θαφτεί μιας και ως γνωστών ήταν δούλος του Σατανά έφυγε για το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης μόλις ένα χρόνο μετα το θάνατο του παππού του και 20 χρόνια πριν από την γνωριμία του με τον Nigel, για να βρει τον άνθρωπο που τους έδωσε αυτό το πλοίο για να πάνε στο Γιβραλτάρ και που την ώρα της γνωριμίας των δύο εραστών καταλάμβανε το Παλέρμο, τον Τζουσεπε Γκαριμπαλντι. Βλέπετε πέρα από τον πόλεμο για τη σωρό του Παγκανίνι που τέλειωσε με παρέμβαση της Μαρίας Λουΐζας 5 χρόνια μετα το θάνατο του, υπήρξε και ένας κρυφός ακήρυχτός πόλεμος για ένα υλικό ζήτημα. Το il cannone το αγαπημένο βιολί του Παγκανίνι, κατασκευασμένο από τον  Guarneri del Gesù, ήταν ο πόθος κάθε αριστοκράτη της εποχής. Οπότε ο Αχχιλίνος γνώριζε πως δεν θα άφηναν παρα την τεράστια περιουσία τους κανέναν από την οικογενεια του σε ησυχία με αυτό το βιολι στα χέρια τους.

Για αυτό συμφώνησε με τον φίλο του Γκαριμπαλντι να του στείλει τον γιο του στο Μοντεβιδέο όπου εκείνος μαχόταν στον εμφύλιο της χώρας, σε ένα εμφύλιο που μόνο ο Ομπντουλιο Βαρέλα που θα χρειαζόταν περίπου 80 χρόνια ακόμα για να γεννηθεί, θα μπορούσε να αποσοβήσει. Ο Γκαριμπαλντι δεν ήξερε τι θα έφερνε μαζί του ο μικρός Σιμόνε. Ο Σιμόνε κουβαλούσε μαζί του 2 βιολιά. Το Il cannone αλλά και ένα Stradivari εξίσου όμορφο και πιθανότερα καλύτερο από το Il cannone και με μόνη τους διαφορά όχι κάποια υπογραφή μιας και δεν ήθελε κανέναν να γνωρίζει ότι διέφεραν αλλά το σήμα του Stradivari πάνω από το εργας΄τηριο του στην Κρεμόνα, έναν λαξευμένο στο εσωτερικό καλούπι πελεκάνο.

Το ζήτημα είναι όμως πως ο Σιμόνε δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στο Μοντεβιδέο. Με το που αποβιβάστηκε στο Μπουένος Άιρες και πριν διασχίσει τον Ρίο Γκράντε απήχθη από έναν ναύτη του πληρώματος του καραβιού που τον μετέφερε. Με αυτόν τον ναύτη ο μικρός Σιμόνε σε ένα πριν ακόμα το ανακαλύψουμε σύνδρομο της Στοκχόλμης δέθηκε μαζί του σε τέτοιο βαθμό και έζησε μαζί του μια δεκαετία σχεδόν στις φυτείες καπνού της Νέας Ορλεάνης όπου κατέφυγαν. Το μόνο που τον συνέδεε με το παρελθόν του ήταν αυτά τα δύο βιολιά που μάλιστα δεν είχε την παραμικρή ιδέα πως να τα χρησιμοποίηση, μιας και δεν διδάχτηκε ποτέ ούτε από τον περίφημο παππού του ούτε από κάποιον άλλο. Μάλιστα όταν έφτασε στην ηλικία των 20 μην θέλοντας να έχει καμία σχέση με την ιταλική του κληρονομιά και γοητευμένος από το πως ζούσαν οι σκλάβοι στις εκβολές του Μισισιπή τα πέταξε και τα δύο στον ποταμό μην ξέροντας πως σε κάποια δημοπρασία των Sotheby’s σήμερα θα έσπαγαν κάθε πιθανό και απίθανο φράγμα.

Όλες αυτές οι διηγήσεις του Σιμόνε αλλά προφανώς και το παρουσιαστικό του ανάβαν όλο και πιο πολύ τον καημένο μας τον ναύαρχο. Και αυτό τον έκανε όλο και πιο απρόσεκτο. Όταν μάλιστα επίτηδες δήθεν χάθηκε από την πορεία του με σκοπό να παρατείνει το ταξίδι και τη συντροφιά του Σιμόνε, μια πορεία που τους έφτασε έξω από το Αλγέρι αντι για το Γιβραλτάρ όλοι υποπτευθήκαν, μεταξύ τους και η αγαπημένη του Βικτώρια πως κάτι συνέβαινε. Τότε, η δούκισσα αποφάσισε να επέμβει. Ένα βράδυ πήγε δήθεν για ύπνο για να τους πιάσει στα πράσα όταν ακολουθήσε τον άντρα της στην καμπίνα του καπετάνιου με τον Σιμόνε Μετα από αυτό το συμβάν μια μέρα πριν φτάσουν στο Γιβραλτάρ  η Βικτώρια Wellesley απείλησε ευθέως τον ναύαρχο Nigel πως θα αποκάλυπτε το μυστικό του και τον ανάγκασε να της υποσχεθεί πως με το που έφταναν στο Γιβραλτάρ θα έδιωχνε τον Σιμόνε από το πλοίο με την κατηγορία της απείθειας και της ανταρσίας.

Αυτό όμως, που δεν κατάλαβε ποτέ η δούκισσα ήταν πως το πάθος του, για λίγο μέλλοντα συζύγου της, ήταν πολύ δυνατότερο. Για αυτό ο Nigel πήρε τον Σιμόνε αλυσοδεμένο μέχρι το διοικητήριο του Γιβραλτάρ για να τον παραδώσει, μόνο που στον δρόμο χάθηκαν, λάδωσαν κάποιους Ισπανούς φρουρούς των συνόρων και πέρασαν στην Ισπανία από εκεί το μόνο σχέδιο που είχαν ήταν κάπως να φτάσουν σε ένα λιμάνι και να επιβιβαστούν σαν μέλη του πληρώματος σε κάποιο πλοίο για την Νέα Ορλεάνη με σκοπό εκεί να χαθούν στο πολύβουο και πολύχρωμο Mardi Gras.

Συνεχίζεται...

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Ταξίδια στην Αθήνα


Θάλασσα (1)



Σήμερα, έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς για να κατέβω μέχρι τον Πειραιά. Είναι αδιανόητο, πως το 2019 υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι που τους είναι τόσο δύσκολο να στείλουν ένα απλό e-mail σε ένα συνεργάτης τους. ‘Έπρεπε να πάω μέχρι τα γραφεία τους. Στον Πειραιά. Σκέφτομαι πως για το «εξτραδάκι» των μεταφράσεων βάζω τον εαυτό μου σε μια πολύ πιεστική σύγχρονου τύπου ρουτίνα. Σαν αυτή του Νόρτον περίπου στο Fight club. Βέβαια να μια δίκαιος δεν νομίζω ότι ό μέσος τύπος του σύγχρονου εργαζόμενου ανεξαρτήτως θέσης στην παραγωγική αλυσίδα είναι ακριβώς σαν αυτή που περιγραφόταν στην ταινία. Δεν είμαστε τόσο εξαρτημένοι από τα έπιπλα του Ικεα, τα διαφημιστικά φυλλάδια και τα χιλιάδες ppm καφεΐνης ( εντάξει, αυτό ίσως να ισχύει). Για εμένα, η ρουτίνα μας είναι μεταξύ αυτής της κατάστασης και σε μια ακόμα πιο προλεταριακού τύπου κατάσταση αβεβαιότητας. Η οποία, ειδικά στην Αθήνα, καταλήγει σε μια μουντάδα, αμιγώς υπαρξιστική.  Ζούμε στις «μύγες» και το πρόβλημα είναι πως το γνωρίζουμε. Το παράδειγμα, που κάπως μας φέρνει κοντά στην ταινία είναι οι συνεχόμενες διαδρομές. Όχι, προφανώς σε πτήσεις εσωτερικού σαν τον Νόρτον αλλά σε ότι πιο αντίστοιχο έχουμε σε πτήσεις εσωτερικού στην ίδια την πόλη, τον ηλεκτρικό.

Ο ηλεκτρικός είναι περίπου, δύο αυτοκτονίες τον μήνα, κάποιες εκατοντάδες τρένα και βαριεστημένοι επιβάτες. Ξανά, πάλι δυο αυτοκτονίες, κάποια εκατοντάδες τρένα και μερικοί ίσως λίγο πιο ζωηροί επιβάτες. Πάλι δυο αυτοκτονίες και η εναλλαγή του καιρού και των εποχών μέσα από τα τούνελ και το αίθριο που διαπερνούν τα πορτοκαλί-γκρι τρένα.

Το πρόβλημα και του ηλεκτρικού και όλων αυτών είναι πως η ρουτίνα του Αθηναίου δεν μπορεί να περιγραφεί έτσι ελαφρά την καρδία. Μπορεί να περιγράφει μόνο από μια βαθιά επίγνωση ματαιότητας αλλά και παράλληλα με την επίγνωση της ελαφρότητας αυτού του ίδιου του συλλογισμού. Ο σύγχρονος Αθηναίος αποδέχεται την ζωή σαν μια θάλασσα πραγμάτων που έρχονται και παρέρχονται, χωρίς κανένα νόημα. Το χειρότερο σε όλο αυτό όμως είναι, πως ενώ το γνωρίζει όλο αυτό, στις φουρτούνες, στην νηνεμία ή στον απλό κυματισμό αυτής της θάλασσας επιλέγει απλώς να επιπλέει φορώντας τα μπρατσάκια του.

Και αυτό δεν είναι μαι αξιολογική κρίση για τους άλλους, εγώ πρώτος το κάνω. Ας με κοιτάξουμε από μακριά να με αναλύσουμε. Σπούδασα δημοσιογράφος για να μεταφράζω από αγγλικά και γαλλικά βιβλία ταξιδιών ή μαγειρικής η και τα δύο στις περιπτώσεις του συγχωρεμένου του Μπουρντεν, από τις εκδόσεις «Ταξίδι». Ανιαρές περιγραφές συνταγών είναι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου και σκεφτείτε ότι αυτό που κρατώ στο χέρι μου, είναι το μόνο σχετικά ενδιαφέρον βιβλίο 2 χρόνια τώρα. «Συνταγές μαγειρικής» ο τίτλος. Υπότιτλος: « Από το 1750 έως το 1900». Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό πως υπάρχει ολόκληρο βιβλίο για τις γαστρονομικές συνήθειες των ελαχίστων πλουσίων εκείνης της εποχής, διότι για τον απλό λαό του βασιλείου των δύο Σικελιών της Γαλλίας ή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, λίγο μουχλιασμένο ψωμί, λαρδί και καμιά ελιά θα ήταν υπεραρκετές.

Το κυρίαρχο ζήτημα όμως, με αυτά τα βιβλία όταν είναι να μεταφραστούν είναι πως απαιτούν έναν λίγο πιο ιδιαίτερο σχεδιασμό για την μετάφρασή τους. Λόγω της πιθανής προσπάθειας του συγγραφέα τους να μιμηθεί το στυλ της εποχής που περιγράφει ή ακόμα χειρότερα, να χρησιμοποιήσει λέξεις που έχουν να χρησιμοποιηθούν από τότε. Τελοσπάντων, εγώ θα κάνω την γνωστή μου ιεροτελεστία πριν ξεκινήσω την μετάφραση. Θα βάλω να φτιάξω καφέ. Την πρώτη φορά, πρέπει να μείνεις πάνω από το βιβλίο όσο περισσότερη ώρα μπορείς, άρα η συγκέντρωσή καφεΐνης στο αίμα σου είναι ιδιαίτερα σημαντική. Γι’ αυτό συνήθως επιλέγω έναν σκέτο black eye. Γαλλικός με δύο δόσεις espresso. Οι φήμες λένε, ότι πήρε το όνομα του από το σχήμα που εμφανίζεται στην επιφάνεια του καφέ όταν χύνεται ο espresso στον Γαλλικό. Να πως την αλήθεια μου, εγώ δεν το πρόσεξα ποτέ αυτό. Ίσως κάποιο μπουκωμένο με Adderall νέρντουλο του Harvard να το βάφτισε έτσι κάποια στιγμή για αδιευκρίνιστους λόγους και να παρέμεινε έτσι.

Το δεύτερο πράγμα που γίνετε μετά τον καφέ, είναι η προσεκτική τοποθέτηση ενός σημειωματάριου στα αριστερά του βιβλίου. Η εναπόθεση ενός στυλό Bic  με δαγκωμένο το καπάκι πάνω του και η αναζήτηση στο YouTube  μιας playlist του Coltrane. To τελευταίο, ο Coltrane δεν είναι απαραίτητος, ούτε το είδος αυτό της μουσικής. Απαραίτητη, είναι η έννοια της νοσταλγίας μιας άλλης εποχής. Ας πούμε ο Λεξ ή γενικά το χιπ χόπ της σύγχρονης εποχής όσο σημαντικό ή ασήμαντο και αν είναι, είναι το πνεύμα αυτής της εποχής. ¨Όταν ξεκινάτε με ένα project να μην δουλεύετε τόσο κοντά στο zeitgeist. H πραγματικότητα δεν θα σας αφήσει να αφοσιωθείτε στο ίδιο το έργο.  Ο Coltrane  δεν μου αρέσει γιατί είμαι πιο κουλτουροθρεμμένος από τον μέσο Αθηναίο ούτε γιατί έχω πιο προπονημένο αυτί, αλώστε και εγώ με κουτάκια μπύρας σε Live την βγάζω. Αλλά μου αρέσει γιατί μπορεί να δημιουργήσει έναν τέτοιο κυματισμό νοσταλγίας μιας εποχής που προφανώς δεν έχω ζήσει αλλά μπορώ να φανταστώ που ανεπαίσθητα καταστέλλει όλες εκείνες τις περιοχές του εγκεφάλου μου που ασχολούνται με το σήμερα. Ενώ, παράλληλα αφήνει και διεξόδους για όταν πρέπει να ξεχυθεί και να αποτυπωθεί η πραγματικότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Coltrane παίζει το ρόλο της βαλβίδας στη χύτρα ταχύτητας.

Η αμέσως, επόμενη κίνηση είναι να διαβάσω τυχαία μερικές σελίδες από το βιβλίο. Πρέπει να πάρω το σφυγμό του πριν το πετσοκόψω, βλέπετε. Ενώ, σίγουρα ένα βιβλίο που αναφέρεται σε έργα τέχνης σεφ του 18ου αιώνα σίγουρα ΄θέλει  ένα σωρό εξετάσεις πριν αρχίσει να μεταφράζεται. Ξέρετε οι σεφ είναι οι πιο υποτιμημένοι καλλιτέχνες. Αλλά, με πλήρη πλέον συνενοχή τους μιας και έχουν περάσει τόσα και τόσα χρόνια από την εμφάνιση της τέχνης τους.

Ενώ, λοιπόν, είναι καλλιτέχνες στην πραγματικότητά έχουν συμβατικές σχέσεις μισθωτού καθ’ όλη την διάρκεια της καριέρας τους. Ως καλλιτέχνης δεν μπορείς να βασίζεις το ταλέντο σου πάνω στις υποσχετικές νυν, πρώην ή επόμενων αφεντικών. Οι καθημερινοί άνθρωποι ζουν τη ζωή τους και δουλεύουν βάσει των συστάσεων. Η αλυσίδες του συγχρόνου ανθρώπου προφανώς είναι ο μισθός αλλά το μέταλλο από το οποίο φτιάχνονται αυτές οι αλυσίδες συνήθως είναι οι συστάσεις. Οι συστατικές επιστολές από τα μεσαιωνικά Guilds ακόμα, ως και την προϋπηρεσία που ζητάει ένα τυχαίο ποτάδικο της Ιπποκράτους είναι το μέταλλο από το οποίο τα αφεντικά φτιάχνουν τις αλυσίδες για τους δούλους τους.

Για να επανέλθω όμως στους σεφ, το πρόβλημα με αυτούς είναι ότι μετράνε την αποτελεσματικότητα τους βάση της ανέλιξής τους, άρα συστατικών επιστολών, είτε αυτές προέρχονται από τον καρδινάλιο Ρισελιέ, την Μινέικο Βασάκι ή τον Έκτορα Μποτρίνι. Άξιοι της μοίρας του προφανώς. Θα υπάρχει πάντα όμως το ερώτημα, τι θα γίνονταν αν δεν δούλευαν συνεχώς σαν μισθωτοί. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε σε συζητήσεις που αφορούν τη σημαντικότητα της ανθρωπότητας παρέα στην γκέρνικα και 2 συμφωνίες του Σoστακόβιτς για την Ντιναμό Αγ. Πετρούπολης ένα σεβίτσε ξιφία ;

Έχω αρχίσει όμως και σκέφτομαι υπερβολικά πολλές πληροφορίες και δεν έχω καν ανοίξει το βιβλίο. Βεβαία μην φανταστείτε κανέναν κανονικό βιβλίο προς το παρόν. Τυπωμένες σελίδες είναι με το υδατογράφησα του εκδοτικού οίκου σε καθεμία μα καθεμία από αυτές, λες και θα κλαπούν υπερπολύτιμες συνταγές όπως η γνωστή από τον Αστερίξ τον Γαλάτη ήδη «Φραγκόκοτα με σύκα». Σελίδα 13, μοσχάρι Ουελινγκτον, το χει κάνει και με ιδιαίτερη επιτυχία ο Gordon Ramsey.

Από ότι διαβάζω μπορώ να σας πω πως το κυρίαρχο πρόβλημα με το wellington είναι η στατικότητα του, σαν το στέγαστρο του Καλατράβα ας πούμε, μιας και για τον απλό λαό το μείγμα φουα γκρα και άγριων μανιταριών της κανονικής συνταγής που λειτουργεί σαν κόλλα στήριξης μεταξύ της ζύμης και του κρέατος, που καλό είναι επίσης να είναι ένα ιδιαίτερα παχύ φιλέτο, είναι στην τελική σχεδόν απαγορευτικό και κατά καιρούς αντικαθίσταται στην καλύτερη από προσούτο Πάρμας και στην χειρότερη από ζαμπόν Νίκας. Για αυτό κυρίαρχα σπάνια η κρουστά, η συγκολλητική γέμιση των μανιταριών ή το ίδιο το φιλέτο μένουν στη σωστή θέση. Βέβαια το πιο ενδιαφέρον με αυτό το πιάτο είναι η ιστορία του. Η οποία ιστορία είναι η εξής. Ο καλός σεφ του 1ου δούκα του wellington του Arthur Wellesley, όχι προφανώς του υπαλλήλου στο υπουργείο μαγείας, αλλά του στρατηγού που ηγήθηκε του συνασπισμού 7 κρατών που έστειλαν μια για πάντα τον Ναπολέοντα στην εξορία της Αγίας Ελένης, στο Βατερλό ( μουσική ABBA στο background), δημιούργησε αυτό το πιάτο για να μοιάζει στις καλογυαλισμένες μπότες του στρατηγού.

Η αλήθεια όμως, αγαπημένοι μου συνδαιτημόνες στη μετάφραση αυτού του βιβλίου είναι πως πρέπει να γνωρίζεται πως η καλύτερη ιστορία που έχει σχέση με αυτό το πιάτο είναι της εγγονής του δούκα από τον γιο του Charles. Η οποία βρέθηκε μαζί με τον ναύαρχο Nigel στη Μαρσάλα κατά την εκστρατεία των χιλίων του Γκαριμπαλντι ( που ανάθεμα και αν ήταν 500), οι οποίοι κατέφθασαν στην Μαρσάλα με τα δύο πλοία, Λομπάρντο και Πιεμόντε με σκοπό την κατάκτηση της Σικελίας. Μάλιστα, αν και όχι ακριβώς Ιταλοί ακόμα ήδη είχαν μια ιδιαίτερη αγάπη στο στυλ και τη μόδα οπότε έρχονται όλοι μαζί σαν ποδοσφαιρική ομάδα ντυμένοι με κόκκινες μπλούζες και γκρι σορτσάκια.

 Όταν λοιπόν , το Πιεμόντε αποβιβάζει του Γκαριμπαλντίνους που κατάγονταν κυρίως από την Λομβαρδία τα πλοία των Σουηβών αρχίζουν και κανονιοβολούν. Εκεί μέσα στην γενικότερη αφλογιστία του το Στρόμπολι, το πολεμικό πλοίο των Σουηβών πετυχαίνει και κόβει στα δύο τον σκύλο της κυρίας Wellesley που για άγνωστο λόγο βόλταρε στο λιμάνι. Τότε, ο ναύαρχος Nigel αποφασίζει να επιβιβαστεί στα πλοία των Σουηβών και να τους εγκαλέσει για διεθνές διπλωματικό επεισόδιο, με αποτέλεσμα να  δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους πρώην καρμπονάρους νυν ποδοσφαιριστές του Γκαριμπαλντι να πατήσουν το πόδι τους στο λιμάνι και μέσα στο σαββατοκύριακο εκείνο να κηρύξουν δικτατορία στη Σικελία στο όνομα του Βιτόριο Εμμανουέλε του 2ου.

Η ιστορία όμως του ναυάρχου Nigel και της Βικτόρια Wellesley συνεχίζεται με την άμεση αναχώρησή τους, προσφορά του ίδιου του Γκαριμπαλντι, για την Αγγλία με ενδιάμεσο σταθμό το Γιβραλτάρ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ολόκληρη ιστορία που θα δούμε αργότερα…


Συνεχίζεται…