Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Η εποχή των ερωτημάτων



Ήταν όμορφα εκείνες τις μέρες. Δύσκολα στο σύνολο τους, αλλά είχαμε ακόμα το θάρρος να γελάμε  Και να κλαίνε ακόμα. Ξεγελάγανε μίζερες καταστάσεις με την ευρηματικότητα μας και τη φαντασία της νεανικότητας μας. 

Σαν τώρα είναι Τσικνοπέμπτη που δεν υπήρχαν λεφτά για τίποτα. Όχι μόνο για κρέας, δεν υπήρχαν λεφτά ούτε για ρεύμα. Και όμως εμείς έπρεπε να ψήσουμε. Γι  αυτό τριγυρνάγαμε από σπίτι σε σπίτι και από ταξιτζή σε ταξιτζή. Και τι  πουλάγαμε ; Τα αστεία μας, την ιστορία μας. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν πως πουλάγαμε  κάτι καινούργιο, την προθυμία μας να ακούσουμε. Να αφουγκραστούμε τη μοναξιά τους. Να πιούμε από το κρασί τους, να ακούσουμε, τις ανιαρές πολλές φορές ιστορίες τους  και να επαινέσουμε το ψήσιμό  τους. Και τα καταφέρναμε  πολύ καλά. Γυρίσαμε σπίτι μου εγώ κι Αφροδίτη στις έξι το πρωί και από τις 12 το προηγούμενο μεσημέρι είχαμε περάσει από όλη την Αθήνα και είχαμε γευτεί τις ιστορίες κάθε Αθηναίου και είχαμε πιεί κάθε τους παράπονο. 

Περνάγανε ωραία τότε, όμορφα. Είχαμε γνωριστεί σε μια συναυλία, όταν ακόμα άρεσε και στους δυο μας το Σκα. Τώρα, χειμώνιασε αρκετά για να μην έχουν παγώσει τα μεγάφωνα. Για να μην έχει σωπάσει κάθε μελωδία. Έδειχνε χαρούμενη και χόρευε χωρίς να δείχνει αρμονική. Πεταγόταν αριστερά και δεξιά παρέα με το κοτσιδάκι που χε στα μαλλιά της και χαμογελούσε συνεχώς στην παρέα της. Το πώς τελικά βρεθήκαμε μαζί είναι μια πολύ κοινή ιστορία. Ακόμα όμως, θυμάμαι εκείνο το κοριτσάκι με τις μαύρες μπότες και το βυσσινί παντελόνι, το μαύρο της μακό και την καφέ της τσάντα.

Περνάγαμε πάντα όμορφα όταν ήμασταν μαζί. Από το ποτό που βγαίναμε να πιούμε μέχρι τις βόλτες που κάναμε σε διάφορα πάρκα κατά καιρούς, ακόμα και στη δουλεία όταν οι σκέψεις μας περιπλέκονταν σε μια άλλη στιγμή της ημέρας που θα ήμασταν και πάλι μαζί. Αλλά στιγμή σαν εκείνη που πάντα μετά το σεξ ξάπλωνε στο στήθος μου και ξεκινάγαμε κουβέντα επί παντός επιστητού που διαρκούσε με τις ώρες δεν υπήρχε.

Αρνούνταν συνεχώς, να ισχυριστεί πως δεν μ αγαπά. Πάντα το έλεγε, όπου και αν βρισκόταν και το πίστευε. Αλλά νομίζω, πως αγάπη, σημαίνει να μισείς και λίγο τον άλλο. Εκείνη δεν μπορούσε τότε να με μισήσει. Δεν ξέρω ακριβώς πως το λένε αυτό. Συνέχιζα λοιπόν, να κάνω τις βλακείες μου και αυτή αντί να με απομακρύνει, προσπαθούσε να με σφίξει ακόμα πιο κοντά της . με βούταγε ακόμα πιο πολύ στον εθισμό μου να την πληγώνω.

Μικρή εκείνη ήθελε να γίνει κτηνίατρος και είχε μάλιστα ένα σκυλάκι πλέον, τη Νέλλυ που χοροπήδαγε μαζί του σε όλο το διαμέρισμα. Τελικά, είχε γίνει δικηγόρος, ή ακόμα σπούδαζε, όπως και γω. Και κάθε φορά που αγόρευε υπερασπιζόταν εμένα. Εγώ ήμουν πάντα εξαρχής αθώος και ο εαυτός της πάντα κατηγορούμενος.

Το πρόβλημα μας, πάντως δεν νομίζω πως ήταν η εμμονή της να περνάμε από δίκη κάθε μας καθημερινή πλεονεξία. Ήμασταν και οι δυο πολύ καλοί στο να ακούμε. Να ακούμε τον κόσμο γύρω μας. Μας έμοιαζε το θρόισμα των φύλλων, ομιλία και η ομιλία θρόισμα φύλλων.
Για αυτό με τα πολλά, το κάναμε επάγγελμα. Ξέρεις για κάνα εξτραδάκι. Ήταν που θέλαμε να πάμε διακοπές και το καλοκαίρι, δεν θυμάμαι ακριβώς που. Κάμπινγκ σίγουρα. Γαύδο, Ηρακλειά, ένα από τα δύο νομίζω.

Στην αρχή ήταν εύκολο. Ξεκινήσαμε από τη σπιτονοικοκυρά μας, είχε χάσει το γιο της σε ένα αυτοκινητιστικό. Θλιβερό. Αλλά έπρεπε να το ακούσουμε και έπρεπε να απαντήσουμε στο γιατί. Είχαμε τζάμπα φαί, ποτό και καπνίζαμε όσο θέλαμε αλλά έπρεπε να απαντάμε σε κάθε γιατί. Και το λυτρωτικό «δεν ξέρω» ήταν απαγορευμένο. Το είχαμε θέσει από την αρχή. Δεν θα υπεκφεύγουμε. Δεν θα λυτρωνόμαστε εμείς πριν να λυτρωθούν οι άλλοι. Οι μόνες μας στιγμές ξεγνοιασιάς θα ήταν οι ματιές που θα μπορούσαμε να ρίξουμε μεταξύ μας, τα δευτερόλεπτα που περνούν πριν περάσει το Haig από το ποτήρι, στον ουρανίσκο και το σάλιωμα στα ασημί rizla. Ά ! Και φυσικά, άθεοι γαρ, δεν υπήρχε το στήριγμα του θεού. Δεν μπορούσαμε να αποδώσουμε τις κακουχίες του κόσμου σε μια παράλογη υπόθεση περί θεϊκού σχεδίου. Έπρεπε να δικάσουμε τον κόσμο και να τον βγάλουμε λογικό, παρά την παράλογη δομή του.

Οφείλαμε να αποδώσουμε λογικότητα σε μια παράλογη ζυγαριά ζωής και θανάτου και τα καταφέρναμε αρκετά καλά στην αρχή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να σου πω πως σε μια γυναίκα που είχε πηδήξει ο άντρας της από το μπαλκόνι, πιαστήκαμε από την περιγραφή της και αποδώσαμε το γιατί στην απάντηση, πως αφού ήμαστε ένα σακί με αίμα και κόκκαλα, εγκλωβίζουμε την διάνοια μας σε αυτό το σακί, για αυτό η διάνοια του άντρα της ήταν πλέον ελεύθερη από την αδυσώπητη θνητότητα του ασβεστίου και των αιμοσφαιρινών του σακιού από δέρμα που έκρυβε ανείπωτες φοβικές υπεκφυγές. Ναι, τέτοια ήταν η κυνικότητα μας στην αρχή.

Μια άλλη φορά είχαμε επισπευτεί ένα ζευγάρι στο γενικό λαϊκό, την ώρα που η κόρη τους ήταν στην εντατική, αφού είχε τραυματιστεί βαριά σε τροχαίο. Έτσι λοιπόν, στη θλίψη τους είχαμε αποδώσει την μη απόδοση οργής και μίσους στον κόσμο. Και αυτό συνέβαινε τους είχαμε πει γιατί ήταν κλεισμένοι μέσα σε ένα κουτί καταστολής. Ένα άσπρο τετράγωνο κουτί που σε κοίμιζε ενώ εσύ ήθελες να μείνεις ξύπνιος. Μια δομή ενορχηστρωμένου εξουσιαστικού στρουκτουραλισμού. Οπότε, το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να βγουν έξω για ένα τσιγάρο μαζί μας. Και πράγματι έδειχναν ευτυχισμένοι εκείνα τα εφτά λεπτά που μείναμε έξω από την είσοδο των επειγόντων και βλέπαμε να καταφτάνουν άλλα δύο ασθενοφόρα με νεκρούς.  

Το πρόβλημα μας, λοιπόν, ήταν το εξής : ενώ δικάζαμε αρκετά καλά τον κόσμο και πάντα είχαμε τα νομικά εργαλεία να τον βρούμε λογικό, να ναι καλά η ιστορία της γνώσης για αυτό, όλο λιγόστευε ο χρόνος. Οι κουβέντες που πιάναμε στο κρεβάτι ήταν βραχύβιες και αχανείς μόνο με την έννοια πλέον, της λογικής, το συναίσθημα όλο και οριοθετούσε τον εαυτό του. Ήμασταν μια κινούμενη κατάφαση. Το σεξ γινόταν όλο και πιο γκρίζο καθώς τα γεννητικά μας όργανα αδυνατούσαν τώρα να βρουν τις ερωτήσεις των ερωτογενών περιοχών μας για να δώσουν απάντηση. Είχαμε απαλλαγεί από κάθε ερώτημα μας. Λεφτά πάντως είχαμε. Ένοχα μεν γιατί η δουλειά μας ήταν ακριβώς όπως όλες οι άλλες. Ρυπογόνα και βλαβερή αλλά μπορούσαμε να πάμε στο κάμπινγκ.

Για να σου δώσω τελικά, να καταλάβεις, δεν ήμασταν ούτε ο δρόμος της φωτιάς, ούτε η μοναξιά. Ήμασταν το τηλέφωνο σε όλο αυτό. Και μιας και είμαστε εδώ στο τέλος, να σου πω πως τα παρατήσαμε και διώξαμε ο ένας τον άλλο. Εγώ, κρίθηκα επιτέλους ένοχος και η Αφροδίτη επιτέλους βρήκε τον εαυτό της αθώο.

Όμως, όπως όλα τα τηλέφωνα έπρεπε κάποιος να μας συνδέσει με τους υπόλοιπους. Και εμείς ήμασταν η πληρωμένη απάντηση μιας ερωτηματικής κοινωνίας. Η κινούμενη απάντηση μιας ερώτησης που πλέον αδυνατούσε να τεθεί. Και κάθομαι εδώ μπροστά από τη σκηνή με την Αφροδίτη να κοιμάται εντός της, με μόνο φως το φεγγάρι και τα κουνούπια να κάνουν πάρτι. Θέλω να σε ρωτήσω λοιπόν. Μπορείς να μου πεις μια ερώτηση να σε ρωτήσω ;  Είναι το μόνο ερώτημα που δεν έχω απάντηση. Πες μου σε παρακαλώ γιατί θέλω να πάω και γω μέσα στη σκηνή, να ξαπλώσω και να κοιμηθώ στο στήθος της Αφροδίτης μου.


Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Περι σύγκρουσης



Η απεμπόληση μιας λογικής εξορθολογισμού του κόσμου, τον τελευταίο καιρό έχει δημιουργήσει μια βιαστική θεώρηση του. Η κυρίαρχη αφήγηση της εποχής συναντά μια βασική γραμμή του λανθασμένου αυτού προτύπου. Δομικά λοιπόν, για οποιαδήποτε αστική θεώρηση, η βία θεωρείτε προϋπάρχον κακό. Είτε λοιπόν, φορτώνεται στα άκρα, είτε οι αστέρες του φακού διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους για να αποδείξουν πως ο γάιδαρος πετάει όταν το μοναδικό μονοπώλιο της βίας το κράτος ξεπερνά τον εαυτό, και σοκάρει ακόμα και τη λεγόμενη κατ’ ευφημισμόν μεσαία τάξη ή όπως πραγματικά είναι την τάξη των νοικοκυραίων.

Όμως επειδή είπα πολλά, θέλω να ξεκαθαρίσω πως δεν θέλω καν να αναφερθώ στην ανιστόρητη θεωρία των άκρων ή στη βία σαν άμεσο εξουσιοδοτημένο όργανο της κρατικής καταστολής και εν καιρώ της καπιταλιστικής καταπάτησης κάθε δικαιώματος στη ζωή, τη γη και την ελευθερία. Ούτε καν δεν θέλω να αναφερθώ στο όνειρο του μισκροαστισμού των νοικοκυραίων.
Απλά ο στόχος αυτού του κειμένου είναι να υπενθυμίσει μια πολλή σημαντική πτυχή αυτού του κόσμου που ενορχηστρωμένα εξοβελίζεται από την κυρίαρχη αφήγηση. Τη σύγκρουση.
Άκουσα τον Galleano να δίνει μια πολύ όμορφη απάντηση για το που χρησιμεύει η ουτοπία. Λέει : « η ουτοπία είναι σαν τον ορίζοντα. Όσο πιο κοντά πας εκείνος τόσο απομακρύνεται. Σε αυτό λοιπόν χρησιμεύει, στο να περπατάς». Και θέλω να πω πως δεν είναι μόνο αυτή η χρησιμότητά της . η ουτοπία είναι ο ορίζοντας. Και ο ορίζοντας είναι η σύγκρουση ουρανού και θάλασσας. Η ουτοπία είναι σύγκρουση και η σύγκρουση είναι εκείνη που σε παρακινεί να περπατάς. Με μόνη πυξίδα τον ίδιο το δρόμο οφείλεις να περπατάς.

Όσο διαλεκτικά μαρξιστικό και να ακούγεται αυτό, η σύγκρουση είναι η κινητήριος δύναμη της ιστορίας και πολύ περισσότερο είναι στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και γενικότερα της φύσης στο μέτρο όπου δημιουργεί εύθραυστες αταξίες, άρα αυξάνει την εντροπία των κοινωνιών, άρα καταστρέφει, άρα δημιουργεί, άρα περπατάμε στο χρόνο.

Όμως για να είμαστε ακόμα περισσότερο ακριβείς τι γίνεται στο μέτρο μιας πανοπτικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας του θεάματος. Το κράτος οφείλει να τροφοδοτεί το θέαμα, το μάτι αλλιώς η σκέψη της αστικής εκδικητικότητας μπορεί να ατονήσει και κατ επέκταση ο εργάτης να εξεγερθεί.

Για αυτό λοιπόν, για το κράτος η σύγκρουση σημαίνει βασανισμός. Είτε στις σκληρές του μορφές (βλέπε Νταμιάν ), είτε στις πλέον σύγχρονες πρακτικές αποστέρησης αισθήσεων (βλέπε λευκά κελιά, Γκουαντάναμο) είτε στην πιο απλή σύγκρουση του με τους ίδιους τους αντιφρονούντες πολίτες το(βλέπε Σκουριές ). Όπως λέει ο Φουκώ : « Το βασανιστήριο θα πρέπει να παράγει πόνο καταμετρημένο με ακρίβεια αν είναι δυνατόν, μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, μέρος μιας ιεροτελεστίας που στιγματίζει και καταδεικνύει το θρίαμβο της «δικαιοσύνης». Στις υπερβολές των βασανιστηρίων επενδύει μια ολόκληρη «οικονομία της εξουσίας»».

Και αυτό συμβαίνει γιατί το κράτος οφείλει να καπιταλιστικοποιήσει και τον ανθρώπινο πόνο από τη μία αλλά και γιατί όταν σε μια κοινωνία η δικαιοσύνη έχει γίνει θέαμα, τότε είναι αναγκαίο να τροφοδοτείται και αυτό το θέαμα , γιατί αν δεν γίνει αυτό η κοινωνία μπορεί να ζητήσει πραγματική δικαιοσύνη και τότε η μόνη απάντηση του κράτους θα είναι η καταστολή. Αλλά η καταστολή προϋποθέτει σύγκρουση και η σύγκρουση κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι διεργασίες μπορεί να επιφέρει, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός καταστολής, το θέαμα είναι απών.

Γι αυτό λοιπόν, η μόνη απάντηση σε μια κοινωνία που βυθίζεται στο λήθαργο του θεάματος είναι η δημιουργία μια άλλης οικονομίας. Είναι επείγουσα λοιπόν, η ανάγκη για μια κατάτμηση από τα κάτω των ανθρωπίνων σχέσεων. Μια οικονομία της αλληλεγγύης που στο μέτρο του δυνατού δεν θα είναι ακόμα μία αντιδομή στις δομές της εξουσίας αλλά μια αντιθεαματική θεώρηση και οπτική στην ίδια την κοινωνία.

Υ.Γ. Αύριο, στη μία, όλοι προπύλαια, αλάνια !

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Τι σου κάνω μάνα μου !

Το να πρωτομπαίνεις σε μια κατοικία και το πρώτο αισθαντικό επιφώνημα που ακούς από τους δίπλα να είναι το "τι σου κάνω μάνα μου" σου προκαλεί μια έκπληξη μπορεί να πει κανείς, για το ότι ακόμα η σεξουαλική ηλικία και νοοτροπία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας αντανακλά την ίδια ακριβώς νοοτροπία των νηπιακής σεξουαλικής ηλικίας Γκουσγκουνικών βιντεοκασετών. Και είναι τόσο δυνατή η έκπληξη που σε κάνει τελικώς να αναρωτιέσαι, δεν κατάφερε τίποτα τόσα χρόνια το εντέχνως υπερβολικά προβεβλημένο ελληνικό lifestyle να μας μάθει ; Το ίδιο άξεστοι επαρχιώτες βαλκάνιοι μείναμε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες αυτού του μέγα σεξουαλικού δασκάλου Πέτρου Κωστόπουλου ή του άλλου γκουρού των σεξουαλικών αποδόσεων Θέμου Αναστασιάδη που και τον Γουόρεν Μπιτι θα σήκωναν από τον τάφο για να τον προκαλέσει σε μονομαχία με αντικείμενο το ποιος είναι ο πιο γαμιάς.

Τέλοσπάντων αιδώς αργίοι που δεν καταφέρατε μετά από τόσα χρόνια ευρωπαϊκού εκσυχρονισμού να αλλάξετε τις βάναυσες και σοδομικές συνήθειες σας, άκου εκεί τι σου κάνω μάνα μου ; Πραγματικά ποιο ανώμαλο κεφάλι πρωτοσκέφτηκε αυτή την έκφραση ; δηλαδή γατί να αποκαλείς το έπαθλο του κυνηγιού σου, μάνα σου, μιας και το πιστεύεις σαν άντρας πως είσαι κυνηγός και πως το δόρυ σου, είναι το όπλο σου και όχι φυσικά ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι, που σκέφτεσαι, που νοιάζεσαι και που ερωτεύεσαι. Πιστεύεις αλήθεια ότι κάθε είδους νεοτερικό αντικείμενο το οποίο μπορεί να εκληφθεί ως προέκταση του πέους σου σύμφωνα με τα esquirικά πρότυπα μπορεί να καλύψει τον πανάρχαιο τρόπο ανταλλαγής αρωμάτων, γεύσεων σε ένα φιλί και γενικότερα ορμονικών ανταλλαγών κατά την όλη ερωτική διαδικασία και μιλάμε από το ΄ρωτο ποτό άντρακλα, βρωμοκοπάς πως θες σεξ.

Και στην προκειμένη αυτό είναι και το αιώνιο πρόβλημα των περισσοτέρων που ασπάζονται κάθε είδους απάνθρωπη τακτική με σκοπό να πηδήξουν. Ένα πρόβλημα που έγκειται όμως και στον γυναικείο δουλοπρεπισμό πολλές φορές που υποκύπτει στην γοητεία μιας ηλίθιας ιεροτελεστίας αντρικής σοδομικής ανωτερότητας. Και δεν μιλάω για κάτι παρα φύσιν αλλά για μια αλλότρια διαδικασία όπου τα ξαναμμένα εφηβα αγοράκια προσεγγίζουν τα ναι μεν ωριμότερα κοριτσάκια αλλά σε δεινότερη κοινωνική θέση γιατί όπως και να το κάνουμε η ισότητα ακόμα είναι μύθος με τρικ τα οποία ουσιαστικά αποξενώνουν τον ερωτισμό και προβάλουν μια υποχρέωση που δεν έχει να κάνει με μια πραγματική σχέση αλλά με μια ιδέα ενός πιο αφηρημένου αφερέγγυου τις περισσότερες φορές σχεδίου που οδηγεί στην εκπλήρωση μιας κατά τα φαινόμενα άστοχης διείσδυσης, άστοχης γιατί δεν είναι μια διείσδυση που οδηγεί σε μια περαιτέρω ερωτική ή εγκεφαλική σχέση και αυτό γιατί τις περισσότερες φορές εδώ που τα λέμε δεν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις απλώς οδηγεί σε μια εν μέρει εκτόνωση μιας πίεσης αλλά μιας πίεσης που δεν έρχεται από τα δικά σου θέλω αλλά από τις προσταγές του περίγυρου σου.

Τρανότερο παράδειγμα οι πρώτες συνήθως διακοπές με την παρέα σου σε νησιά συνήθως μετά τις πανελλήνιες όπου ορδές καυλωμένων μετά-έφηβων καταυθάνουν με απόλυτο σκοπό να πηδήξουν και με τελικό αποτέλεσμα να μην γίνεται ποτέ τίποτα Και δεν γίνεται ποτέ τίποτα γιατί πάντα η προσέγγιση καταδεικνύεται προβληματική διότι πολύ απλώς οι άνθρωποι πλέον και ακόμα περισσότερο τα αγόρια αυτής της ηλικίας έχουν μεγαλώσει με μια λαθεμένη απενοχοποίηση προτύπων. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τα κορίτσια. Η δήθεν απενοχοποίηση της διαδικάσίας του σέξ μέσα απο περιοδικά όπως το nitro ή το cosmopolitan γίνεται με ταυτόχρονη ενοχοποίηση της αθωότητας και ταυτόχρονη ανάδειξη κοινωνικών προτύπων που αναθεματίζουν την οποιαδήποτε αντίδραση στους θεσμούς βλέπε αντισεξισμός, φεμινισμός και επιδοκιμάζουν οποιαδήποτε υποταγή σε θεσμούς όπως η πατριαρχεία με την επίδειξη καταναλωτικών προτύπων βλέπε η νέα φεράρι.

Όμως το πρόβλημα δεν θα λυνόταν αν διά μαγείας εκδιώκονταν απο την κυρίαρχη αφήγηση αυτού του είδους οι μεταμοντέρνες πρακτικές. Το πραγματικό φαινόμενο το οποίο πρέπει να εξαλειφτεί είναι η υπεραναπλήρωση . Η ψυχολογική διαδικασία που κάνει τα μεν αγοράκια να καταφεύγουν στα γυμναστήρια να λαδώνουν και να ξυρίζουν τα μπούτια τους να ψελλίζουν κανα ούγκ και να θεωρούν την βαναυσότητα προς τις γυναίκες όχι απλώς ανεκτή αλλα αναγκαία. Απο την άλλη όμως έχουμε και τα κοριτσάκια που ξέχασαν να αναζητούν τον πρίγκιπα γιατί πλέον τους προσφέρεται στη τηλεόραση με τον Σουλειμάν για παράδειγμα και αναλώνονται στο πως θα αποκτήσουν τον νοικοκύρη μιας και σε αυτές έγινε μια μικροαστική πλύση εγκεφάλου που απενοχοποίησε τον αστό και έκανε τον εργάτη ποιο λούμπεν απο ότι ήταν. Για να σας το δώσω να το καταλάβετε καλύτερα δείτε την αρχική μορφή του κόμη δράκουλα (αστού) και δείτε και την σημερινή μορφή του βρυκόλακα μέσα απο ιδιάζουσες τουλάχιστον καλλιτεχνικές πτυχές όπως το twilight  και το vampire diaries.

Τελικώς, σε μια Μπουκοφσκική αποστροφή θα μπορούσαμε να πούμε πως ο άνθρωπος προόδευσε και ξέφυγε απο την ζωική του μοίρα όταν πρωτοείχαμε το φαινόμενο του women on top, αν προσέξετε τα περισσότερα ζώα χρησιμοποιούν μονάχα μια στάση κατα την αναπαραγωγική τους διαδικασία και αυτή είναι συνήθως το καβαλίκεμα του θηράματός τους σε αντίθεση με την φαντασία που έχουν αναπτύξει οι άνθρωποι στον συγκεκριμένο τομέα. Μια φαντασία που λογικά τους έκανε και να απολαμβάνουν το σεξ μιας και όλα τα υπόλοιπα ζώα πλην των δελφινιών το κάνουν μόνο για αναπαραγωγικούς λόγους. Και μιας και λογικά θα ήταν η γυναίκα εκείνη που πρώτη θα απαίτησε την αλλαγή στάσης θεωρώ πως και τώρα εκείνες είναι που πρώτες οφείλουν να απαιτήσουν την αλλαγή όχι σεξουαλικής στάσης αλλα την αλλαγή της κυρίαρχης ιστορικής αφήγησης. Με άλλα λόγια νομίζω πως η εποχή μας χρειάζεται λιγότερες Αφροδίτες και περισσότερες Ντιάνες και λιγότερους Άρηδες και περισσότερους Άπολλωνες. ( ναι ρε, γουστάρω τον Παζολίνι )

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Ωδή στον Μπέιν

 

Ξαναείδα το τελευταίο Μπάτμαν και βασικά προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι να γράψω μιας και η αλήθεια είναι ότι το λάτρεψα ακόμα περισσότερο, αλλά όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές κάπου κολλάς και δεν ξέρεις τι να γράψεις. Και εκεί που καθόμουν και κοίταζα το ταβάνι, γνωστή τακτική σε στιγμές φαντασιακής ξηρασίας, ξάφνου περνά μια μύγα και άλλη μία και μετά από λίγο τρίτη τέταρτη πέμπτη έκτη, κανονική επίθεση. Λες και ο άρχοντας των μυγών έστελνε ένα σημάδι. Ναι, για τον Βεελζεβούλ, θα γράψω, για τον σατανά και το κακό.

Και ποιος καλύτερος για να κάνεις τη σύνδεση με τον Μπάτμαν από τον Μπέιν, τον απόλυτα πιο ολοκληρωμένο κακό, των τελευταίων Μπάτμαν. Ναι ρε δεν ήταν ο Τζόκερ, η ερμηνεία του Λέτζερ έγινε πιο δυνατή από τον χαρακτήρα ενώ η αποτύπωση του Μπέιν από τον ηθοποιό που τον υποδύθηκε, που ανάθεμα και αν ξέρω ποιος ήταν αποτυπώνει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα αλλά δεν τον ξεπερνά.

Ο Μπέιν σε μια στιγμή της ταινίας λοιπόν, λέει μια μυθική ατάκα, εξηγώντας στον αστό Μπρους Γουέιν, γιατί ο λάκκος ήταν η χειρότερη επίγεια κόλαση, λέγοντας πως για να υπάρχει πραγματική απελπισία πρέπει να υπάρχει ελπίδα. Αυτή η πουτάνα η ελπίδα, το δεξί χέρι της καταστολής, το αιώνιο αυτό κακό που πολύ σωστά ο Νίτσε ρώτησε εμάς τους έξυπνους ανθρώπους, χαζοί ήταν οι αρχαίοι Έλληνες που την άφησαν μέσα στο κουτί ; Όμως είναι πραγματικά τόσο εύκολο να αποδεχτούμε ότι η ελπίδα είναι κακό ; 

Και για να είμαστε ποιο δίκαιοι γιατί αποδεχόμαστε πως ο τύραννος Βεελζεβούλ είναι κακός  ; Στον Φάουστ ο Μεφιστοφελής συστήνεται σαν την δύναμη που από καταβολής χρόνων επιζητά το κακό αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να φέρνει το καλό και πιο συγκεκριμένα την πρόοδο. Σκεφτείτε την επιστημονική πρόοδο που έγινε στο όνομα του σατανά ενόσω ο κλήρος λασπολογούσε αποδίδοντας την πρόοδο στην δαιμονική ανάγκη του ανθρώπου για πρόοδο, ροή των πραγμάτων, ροή της ιστορίας. Σκεφτείτε όλες αυτές τις δαιμονικές υδρορροές στους καθεδρικούς που εν ονόματι του κλήρου δαιμονοποιούν κάθε είδους ροή, από την γυναικεία περίοδο μέχρι την ιστορική εξέλιξη, μην πούμε για την θεωρία της εξέλιξης. Καλά όχι και κάθε είδους ροές, τις κεφαλαιακές για παράδειγμα δεν τις δαιμονοποιεί, ίσα ίσα τις ενστερνίζεται.

Αλλά η αλήθεια είναι ότι χάνομαι ήδη από το θέμα μου, τον Μπέιν. Νομίζω ότι δεν πρέπει να του αποδοθεί λοιπόν ο χαρακτηρισμός του κακού αλλά πολύ περισσότερο της ελπίδας. Να εξηγηθώ, ο κόσμος δεν μπορεί να νοείται σαν δυϊκός. Καλό-κακό, πνεύμα-ύλη, γιν και γιεν και άλλα δίπολα. Νομίζω υπάρχει και μια τρίτη πτυχή στον κόσμο. Τα Σύμβολα και τα αρχέτυπα. Η ελπίδα σαν κάτι τέτοιο λειτουργεί, σαν κάτι που ενώνει το δίπολο, σαν τον δεσμό που κάνει την ιστορία να κινείται. Αυτό πρέπει να αποδοθεί και στην ελπίδα και στον Μπέιν, ο ρόλος του δεσμού.

Ναι, η ελπίδα λειτουργεί στην παρούσα φάση ως κατασταλτικός μηχανισμός άρα ως δεινό και αυτό γίνεται γιατί η διαφθορά των σημερινών κοινωνιών δεν αφήνει τους ανθρώπους να κατανοήσουν την ελπίδα και το κάνει με βασικό εργαλείο την υπόσχεση. Το ίδιο κάνουν και οι σημερινές μεγάλες θρησκείες, τα σύγχρονα θρησκευτικά μοντέλα και όταν μιλάμε για σύγχρονα μιλάμε από τη γέννηση της εκκλησίας και μετά, υπόσχονται αιώνια ζωή, υπόσχονται τα ουρί του παραδείσου δεν αφήνουν τους ανθρώπους να ελπίζουν, δεν υπάρχει άγνοια για τον θάνατο υπάρχει μερική βεβαιότητα για τους πιστούς κάτι που τους αποτρέπει από τον φόβο του θανάτου και τους επιφέρει τον φόβο του να ζούνε παράλογα με τις επιταγές των θεσμών. Το ίδιο κάνουν και τα κράτη, το ίδιο κάνουν και οι αστοί δημιουργώντας την ωραία ψευδαίσθηση του μικροαστού από το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο και μετά. Υπόσχονται σπορ αμάξια, επαύλεις και άλλα και δεν αφήνουν τους ανθρώπους να ελπίζουν για το καλύτερο, αφήνουν τους εργάτες να το αγγίζουν που και πού και να αλλοτριώνονται πιο εύκολα από αυτό. Για αυτό τον λόγο ο αντίπαλος είναι κακός, ο Σατανάς είναι κακός γιατί η ελπίδα δεν αντικατοπτρίζει την ελπίδα για πρόοδο των καταπιεσμένων αλλά την ελπίδα για συντήρηση των προνομιούχων. Στην προ Χριστού εποχή όπου δεν υπήρχε η υπόσχεση οι άνθρωποι δεν φοβόντουσαν τη ζωή αλλά το θάνατο. Ο Διόνυσος έκανε τα ταξίδια του στην Ασία και έφτιαχνε παντού αμπελώνες για τον οίνο τον απαραίτητο, υπήρχε ο Ζωροάστρης, υπήρχε ο Κομφούκιος, ο αντίπαλος δεν ήταν κακός γιατί υπήρχε η ελπίδα και όχι η υπόσχεση, η decadence δεν είχε διεισδύσει τόσο πολύ στις καρδιές των ανθρώπων όπως τώρα. Τέλοσπάντων διαβάστε Νίτσε βασικά και την ανταρσία των αγγέλων του Άνατολ Φρανς μετά, τα γράφουν και καλύτερα και εγώ φεύγω από το θέμα μου .  

Να επιστρέψω στον Μπέιν όπου επωμίζεται το ρόλο του κακού για να ξαναεπέλθει η ελπίδα στα μάτια των ανθρώπων του Γκόθαμ. Ο πραγματικός κακός είναι το ίδιο το Γκόθαμ, σε κάθε Μπάτμαν ήταν. Ίσως είναι ο μοναδικός ήρωας που τονίζει κάθε λίγο και λιγάκι πως αν το Γκόθαμ ήταν καλό εκείνος δεν θα χρειαζόταν. Ναι ο Μπάτμαν, είναι απείρως συμβολικός, κάθε ταινία ήταν, ακόμα και αυτό ήταν συμβολικό. Ακόμα και τα κιτρινόμαυρα της ομάδας του Γκόθαμ συμβολίζουν το έκτρωμα που λέγεται αναρχοκαπιταλισμός. Για αυτό λοιπόν επειδή τα ετερώνυμα έλκονται (ακόμα και μια δαπίτισα μπορεί να ερωτευτεί αναρχικό ) κάποιος πρέπει να παίζει το ρόλο του δεσμού. Συνήθως μέχρι τώρα όταν οι καταπιεσμένοι πρόσεχαν τις αλυσίδες τους υπήρχε η ελπίδα να τους ενώσει με την ουτοπία. Και αυτό κάνει ο Μπέιν στην ταινία. Ενώνει τον λαό του Γκόθαμ όπου μέσα στην πλήρη διαφθορά έχει γίνει τόσο ατομιστής όπου έχει αποξενωθεί από τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και το σύμβολο που θα του το έδειχνε αυτό, τον Μπάτμαν. Ναι εδώ έχουμε αυτό το παράδοξο, δεν ενώνεται το καλό με το κακό με ένα σύμβολο όπως γίνεται στο δεύτερο σκοτεινό ιππότη με τον Χάρβεΐ Νεντ και όπως γίνεται συνήθως αλλά είναι το κακό, δηλαδή ο Μπέιν που ελευθερώνει τον λαό του Γκόθαμ και τον ενώνει με το σύμβολό του, τον Μπάτμαν. 
Για αυτό νομίζω ότι πρέπει να μνημονεύεται αυτή η ταινία περισσότερο από την δεύτερη. Γιατί είναι πραγματικά απόλυτα ιδιοφυής και προσεγγίζει το πραγματικό πρόβλημα του καιρού μας, την πουτάνα την απούσα τώρα κακιά ελπίδα. Αλλά αυτό μπορεί να το κάνει κάθε χάπι έντ (αυτό καλύτερα από όλα ) να καταδείξει όμως το ρόλο της υπόσχεσης σε όλο αυτό λίγες και να το κάνει ένας κακό ακόμα λιγότερες. οπότε λοιπόν νομίζω πως και ο Μπέιν πρέπει να μπει στο κάδρο μιας ενδεχόμενης επανάστασης όχι υπό το πρίσμα μιας μηδενιστικής αντίληψης αλλά περισσότερο μιας  αντίληψης συμπόνιας προς τον κακό. Άλλωστε το είπαν και οι Stones