Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Habemus papam



Αυτό εδώ το κείμενο πιο πολύ προσπαθεί να κάνει μια σύγκριση ανάμεσα στην προσαρμοστικότητα της αστικής τάξης στη νέα εποχή και την προσκόλληση της εργατικής τάξης σε παλαιά εργαλεία παρά να πανηγυρίσει ή να θρηνήσει για τον νέο λαοπρόβλητο πάπα που θυμίζει εποχές Ιωάννη Παύλου . 

Η άρχουσα τάξη δεν διστάζει να επαναχρησιμοποιήσει εργαλεία τα οποία είχε αποτινάξει απλώς και μόνο επειδή δεν ήταν στη μόδα και γιατί κυρίως είχαν εμπορευματοποιηθεί τόσο που είχαν περάσει εκείνο το turning point στην καμπύλη παραγωγής-ζήτησης όπου το προϊόν παύει να είναι αποδοτικό.  Χαρακτηριστικό, η επαναπροώθηση της εκκλησίας στην δημόσια σφαίρα από την οποία για μεγάλο διάστημα είχε εξοβελιστεί και γιατί ο θεός αργοπεθαίνει αλλά και γιατί στο όνομα μιας συμφωνίας στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων η αστική τάξη άφησε τον παλαιό της σύμμαχο να δεχτεί τα πυρά ως αποδιοπομπαίος τράγος για να τα αποφύγει εκείνη, έτσι τα αστικά ΜΜΕ τα τελευταία χρόνια κατακλύστηκαν από ιερατικά και οικονομικά σκάνδαλα. Το αξιοσημείωτο είναι όμως πως με την εκλογή του νέου πάπα έχουμε μια νέα αναζωπύρωση της λαϊκίστικης χρησιμότητας της εκκλησίας, σχεδόν ανάλογη εκείνης της μετά τον Α παγκόσμιο πόλεμο χρησιμοποίηση της, όταν η φιλοσοφία αν και είχε ήδη ανακηρύξει το Θεό νεκρό και το παιδί της η επιστήμη άρχισε να φωλιάζει στη συνείδηση ακόμα και του πιο αδαούς ο άνθρωπος μέσα σε μια αχρείαστη καταστροφή αναγκάστηκε να επανενεργοποιήσει την ανάγκη του για το θεό.

Ταξιδάκι στη Βραζιλία για τον Φραγκίσκο και καρναβάλι δηλώσεων και συμβολισμών ενστίκτων από την αστική τάξη. Χιλιάδες κόσμος στην Κόπα Καμπάνα για να τον ακούσουν να λέει πως έχει εμπιστοσύνη στη νεολαία και πως πρέπει να επαναστατήσουν πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα. Όμως, το ρεύμα το 2013 ποιο ακριβώς είναι; Ο Economist το έβγαλε το συμπέρασμα, είναι η εξέγερση, φέτος από τη Βραζιλία ως την Τουρκία από την Ταχριρ (ξανά) ως την Ινδία και την Βρετανία, η εξέγερση είναι παντού. Άρα το ρεύμα για το οποίο καλεί ο Φραγκίσκος να πάμε κόντρα είναι ξεκάθαρα το ένα και το αυτό παγκόσμιο κίνημα το οποίο σιγά σιγά γενάτε. Το τέλος της Ιστορίας αποδείχτηκε μια ουτοπική σαχλαμάρα και στην αυγή της νέας εποχής η αστική τάξη επανεξοπλίζεται με όλα της τα όπλα. Από την άλλη όμως το κίνημα αδυνατεί να εκσυγχρονιστεί και προσκολλάται σε αντιλήψεις αναχρονιστικές με αποκορύφωμα ακόμα και την μη απόδοση χαρακτηριστικών εξέγερσης στην Τουρκία. Ακόμα περισσότερο δείχνει αδύναμο να αγκαλιάσει μέρη της εργατικής κατά βάση τάξης που αντίκειται στις σκληροπυρηνικές του διδαχές ενώ, η αστική τάξη αντίθετα είτε τα περιλαμβάνει αργά αλλά σταθερά στους κόλπους της είτε εξαπολύει ένα ακόμα λυσσαλέο κυνήγι μαγγισών με σκοπό να τα αφανίσει.

Ο Φραγκίσκος λοιπόν έκανε την ανήκουστη δήλωση για πάπα πως : « ποιος είμαι εγώ για να κρίνω κάποιον που θέλει να προσεγγίσει το θεό» αναφερόμενος σε γκέι ιερείς. Παράλληλα μην ξεχνάμε και στα του οίκου μας πως το φετινό gay pride ήταν εξολοκλήρου χορηγούμενο από την αμερικάνική πρεσβεία και για να ακριβολογούμε πολύ περισσότερο ένα πανηγύρι καπιταλιστικής φύσεως θύμισε παρά μια διαμαρτυρία και μια δήλωση εναντίον των διαχωρισμών. Όμως, βλέπουμε πως η αστική τάξη προσπαθεί να ενσωματώσει ένα κίνημα με το μέρος της αλλά συνειδητά αγνοούμε τις ευθύνες της εργατικής τάξης να οδηγήσει το κίνημα των λοατ για ίσα δικαιώματα στους κόλπους της. Ήδη έχουμε επισημάνει σε προηγούμενο κείμενο πως η κατάτμηση μπορεί να οδηγήσει στην επανάσταση, σίγουρα όχι με τη μορφή της εφόδου στη Βαστίλη αλλά πολύ περισσότερο σαν αυτό που έλεγε ο Κροπότκιν, πως η αλληλοβοήθεια που θα αναγκαστούμε να παρέχουμε .όλο και περισσότερο ο ένας στον άλλο θα μας οδηγήσει εξ ορισμού στον αναρχοκομμουνισμό. Και είναι πολύ σημαντικό να γίνει μια αυτοκριτική πως ένα κίνημα το οποίο ιδιαίτερα στα γεννοφάσκια του βοήθησε σχεδόν όσο και το φεμινιστικό στη δημιουργία νέων εργαλείων για το κίνημα αφέθηκε να εναρμονιστεί με την αστική τάξη, απλώς ας αναλογιστούμε πόσο δύσκολο είναι ακόμα και σήμερα σε μια γενική απεργία να κυματίσει η σημαία με τα χρώματα του ουράνιου τόξου έστω και δίπλα στα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της κοινωνίας.

Αντίστοιχα, ενώ έχουμε μια κραυγαλέα λουμπενοποίηση της κοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο και ακόμα περισσότερο στην Ευρώπη, βλέπουμε το κίνημα ακόμα να είναι αγκυλωμένο στην εμμονή του για τον αφρό του προλεταριάτου, ενώ στην ουσία οι λούμπεν είναι εκείνοι που κάνουν τις επαναστάσεις, λες και ο Κερένσκυ και οι σύντροφοί του ήταν όλοι διανοούμενοι. Σε αυτό το σημείο είναι χαρακτηριστικό πως το κίνημα αφήνει τους Ρομά στη μοίρα τους και τις συνεχείς πλέον και όλο πιο αυξανόμενες διώξεις τους από τα κρατικά σκυλιά, ακόμα και στην πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατική Σουηδία. Η μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα της Ευρώπης, εξ ορισμού λούμπεν δέχεται την μεγαλύτερη επίθεση από την εποχή του Χίτλερ σε όλη την Ευρώπη με την ανοχή της εργατικής τάξης. Και αυτό γιατί η πίεση που δέχονται οι από κάτω από τους από πάνω και την κατάρρευση αυτού του οικοδομήματος της μεσαίας τάξης ανά την Ευρώπη ή καλύτερα της τάξης των νοικοκυραίων, συμπιέζει πολύ περισσότερο το τελευταίο κομμάτι της εργατικής τάξης το λούμπεν προλεταριάτο και πόσο μάλλον τους Ρομά που αφήνονται στο έλεος του θεού αφού το κίνημα δείχνει ανήμπορο να αντιδράσει σε αυτή την πίεση προς το παρόν.

Αυτό  που θέλω να πω είναι πως ενώ από όλους πλέον λίγο πολύ είναι κατανοητό πως βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής και στην αυγή μιας νέας, είναι πως σε αντίθεση με τους από πάνω που προσαρμόζονται σχεδόν άμεσα χρησιμοποιώντας κάθε είδους εργαλεία, το προλεταριάτο αδυνατεί να βρει τα εργαλεία εκείνα που θα το βοηθήσουν. Για παράδειγμα, εργαλεία όπως το Forum των Wobblies εγκαταλείφθηκαν πάνω στην γενικευμένη καταστολή της Γένοβας αρχικά και στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας αργότερα, αλλά ίσως είναι καιρός να επανέλθουμε σε εργαλεία που αποδεδειγμένα έφεραν νίκες έστω και εφήμερες όπως το Σηάτλ. Ή ακόμα και μπορούμε να επανέλθουμε στις συνελεύσεις πλατειών όπου μέσα στο γενικό χαμό δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ώθησαν μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στην συνειδητοποίηση μιας έστω απέξω απέξω ταξικής θέσης.


Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Μάο-ντανταϊσμός 2



Γυρίζεις από το νησί, ενώ ήδη έχεις βλαστημήσει τη μοίρα σου που έχεις αλλάξει θέση τρεις φορές με κάτι Ισπανίδες για να τις διευκολύνεις να κάτσουν όλες μαζί, έχεις και το High-speed να χορεύει σε έναν τρελό ρυθμό, αριστερά και δεξιά. Απέναντι σου στέκεται ο Κλαούντιο Βαλτεράν. Ξερακιανός, με ψηλές άσπρες κάλτσες, τα δυο του παιδιά και τη γυναίκα του. 

Ξαφνικά πετάγεται όρθιος σαν να έχει ελατήριο, μόλις το High-speed κάνει ένα δυνατό θόρυβο. Πασχίζει να δει από τα παράθυρα, φοβάται πιο πολύ το θάνατο, τα δύο του παιδιά ίσα ίσα που ανοίγουν νωχελικά τα μάτια τους και μετά συνεχίζουν τον βαθύ τους ύπνο.

Παρακολουθείς πως ένας άνθρωπος φοβάται το θάνατο, μάλλον τον απροσδόκητο θάνατο, πιο πολύ στην ηλικία του Βαλτεράν , εκεί μετά τα 50 και πριν τα 65. Αν ήταν νέος η λαχτάρα για θάνατο θα ταν μεγαλύτερη από τη λαχτάρα για ζωή, πόσο μάλλον αν ήταν παιδί. Θα εκστασιαζόταν κάθε φορά που πιάνε ένα τζιτζίκι και το ακρωτηρίαζε μέχρι θανάτου στην παλάμη του. Από την άλλη αν ήταν γέρος ή λαχτάρα για ζωή θα ταν ανίκητη σαν εκείνη ενός 90χρονου που πνιγμένος στα ίδια του τα σάλια πασχίζει για μια τελευταία ανάσα. Το πρόβλημα είναι το απροσδόκητο του μοναδικού αναπόφευκτου σε αυτή τη ζωή, όταν η λαχτάρα είναι απούσα ως συναίσθημα.

Σαν τον ξένο του Καμύ. Όταν στη ζωή σου σε τυφλώνει ο ήλιος, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις τα πρόσωπα και την παραλία, ενώ αντίθετα είναι πολύ εύκολο να πατήσεις την σκανδάλη, μόνο και μόνο από τη βαρεμάρα στ Αλγέρι.

Φαντάσου όμως να σουν στο άλλο Αλγέρι, εκείνο της Λουιζιάνα, να μένεις δίπλα στον Μπάροουζ και αν βαριόσουν θα κυνήγαγες σαύρες, άσε που σαύρες κυνηγάς πλέον και στην αυλή σου. Σήμερα, μια περαστικιά γάτα κουβαλούσε μία στα δόντια της με την ουρά της να εξέχει από το στόμα του αιλουροειδούς τέρατος. Πέρα φυσικά από αυτό, εξ ορισμού το διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος θα σαι κάνει να βλέπεις τα πράγματα πιο τονισμένα κατά την ομολογία του Κάρυ Γκραντ, ενώ το πολύ πολύ θα έπαιρνες ένα τηλέφωνο τον Κέρουακ στη Νέα Υόρκη να σου τραγουδήσει το «I've got the world on a string/Sitting on a rainbow» και μετά να μπεις στον οργονοσυσσωρευτή, γυμνός μες στην χαρά σου. Αν έμενες στο άλλο Αλγέρι το μόνο που θα χες να πάρει τηλέφωνο μαζί με τον Καμύ θα ταν ο Αραγκόν στο Παρίσι. Άστο σύντροφε, δεν αξίζει.

Μιας όμως και ξεκίνησα από τον Βαλτεράν, τον μόνο Βαλτεράν που ήξερα ήταν ο ηρωίσκος στο 54 των Wu Ming και μιας και είπα Wu Ming μάλλον ο Βαλτεράν δεν παίζει να ταν στη Γένοβα το 2001 και να χε τον εκκλησιαστή στο προσκεφάλι του και μιας και είπα πιο πρίν για την οργόνη, ο ανθρωπάκος του Ράιχ πολλές φορές δεν φτιάχνεται μονάχα από τον καπιταλισμό. Φτιάχνεται και από φυσικές αιτίες, έλλειψη οργόνης ας πούμε ή αν θές χάσιμο της λαχτάρας. Όλοι αυτοί εγκλωβίζονται ανάμεσα στα 50 και τα 65 μια ολόκληρη ζωή. Μάλλον, εδώ που τα λέμε και οι μπάτσοι κάπως έτσι πρέπει να φτιάχνονται. Και ο Mario Placanica ένας Μερσώ της εποχής μας είναι ( δεν τον είπα ένστολο προλετάριο και όλα αυτά τα σιχαμένα, ούτε τον δικαιολογώ απλά λέω ότι ο Μερσώ της εποχής μας, εκείνος που μας αξίζει ως Μερσώ κάπως έτσι είναι, μην παρεξηγηθούμε κιόλας ). Μάλλον όλη αυτή η βαρβαρότητα που εγκαινιάστηκε στις 20/07/2001 σε μια πλατεία στη Γένοβα συντηρήθηκε από τους Μερσώ της εποχής μας. Αλλά χέστω δεν πα να γαμηθεί για τον Μερσώ δεν έγραψε ποτέ κανένας κανένα σύνθημα αλλά από την άλλη ο Carlo ζεί.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Περι παραλιών και οριζόντων



Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χρησιμότητα μιας παραλίας από το να θυμίζει την απόσταση. Την απόσταση από το απέναντι νησί, την απόσταση από την κοντινότερη ακτή μιας ν΄΄οτιας χώρας, την απόσταση δύο ανθρώπων.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χρησιμότητα του ανθρώπου που ναι δίπλα σου ξαπλωμένος στην παραλία από το να σου θυμίζει τον άνθρωπο που δεν είναι δίπλα σου εκείνη τη στιγμή. Να χτυπάει με κλωτσομπουνίδια την θύμηση και την εικόνα εκείνου που δεν κυνήγησες αρκετά. 

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χρησιμότητα της ιδιοκτησίας από εκείνη μεταξύ των ανθρώπων. Το «μου» και το «σου» όσο και να θέλει κανείς να ελευθεριάζει, είναι η μεγαλύτερη ελευθερία. Να αποδέχεσαι, ότι κατέχει ένα κομμάτι σου. Να είσαι μισός άνθρωπος χωρίς εκείνον.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χρησιμότητα ενός δίφυλλου από το να θολώσει τον ορίζοντα και το φόντο του μυαλού σου μέχρι να απομείνει μόνο μια εικόνα. Εκείνη να πίνει το κόκκινο κρασί της ακουμπισμένη σε μια κάσα μιας εσωτερικής πόρτας ή την εικόνα της να χορεύει σε έναν τρελό ρυθμό και τα ιδρωμένα μαλλιά της να χύνονται στη γλυκύτητα του προσώπου της. 

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χρησιμότητα εκείνης που πασχίζεις να την χωρέσεις στα ρούχα της και τις κινήσεις της, από το να ξεφεύγει στην άτακτη ελευθερία της, βάση του δικού σου προτύπου. Να αισθάνεσαι ότι εκείνη που μοιράζεσαι μαζί της κάμποσες τζούρες με φόντο ένα αποσπερίτη, μια άρκτο και κάποια άλλα παράξενα ονόματα δεν της φτάνει ότι και να σκεφτείς και να κάνεις για εκείνη. Για εσένα δεν θα έφτανε σίγουρα μιας και εσένα σε καλύπτει η απόσταση, γεμίζεις το κενό σου με ορίζοντα.

Αδιαφορείς για τον εαυτό σου όταν έχεις μάθει στην ευθύνη, αλλά νοιάζεσαι πιο πολύ για εκείνη που ακόμα και όταν αγγίξεις την τρυφερή της επιδερμίδα και τα αλμυρά της χείλη, δεν νοιώθεις μια σάρκα. Ξέρεις, ότι ότι και να κάνεις, όσο όμορφα και αν καταφέρεις να την κάνεις να αισθανθεί, δεν θα είναι αρκετό. Γιατί όπως είπες, είσαι μισός άνθρωπος.

Αν περάσει καλά θα φταίει ο ορίζοντας που σε γέμισε. Αν περάσει άσχημα θα φταις εσύ που σκάλωσες σε αυτή την παραλία, αντί να ανέβεις στο πρώτο πλοίο όταν ένιωσες πως τα αστέρια δεν είναι τα ίδια, χωρίς εκείνη. Όταν ένιωσες ότι δεν ξαναβαφτίζεσαι κάθε φορά που μπαίνεις στη θάλασσα μαζί της.

Απλά, το μόνο που καταφέρνεις να κάνεις είναι να καθρεφτίζεις τις ελπίδες σου έναν καθρέφτη. Που όσο όμορφος και αν είναι, που όσα ρουμπίνια και ζαφείρια και αν έχει πάνω του, εσύ βρίσκεσαι απέναντι του και δημιουργείς, αυτό που δημιουργείται στην αίθουσα των καθρεφτών στις Βερσαλλίες, όταν δυο καθρέφτες βρίσκονται απέναντι ο ένας στον άλλο. Υπάρχει το ίδιο είδωλο σε απειροστό βαθμό.

Και εσύ σκαλώνεις στο είδωλο που δεν μπορείς να ακολουθήσεις στο άπειρο, γιατί ο κόσμος σου δεν είναι εκεί. Είναι όπως και στις Βερσαλλίες, στο θόλο. Στα αστέρια, στο σύμπαν που ότι και να σου λένε, εσύ ξέρεις ότι είναι πεπερασμένο, ένα σύνολο στιγμών. Αποτελείσαι από το ίδιο μόριο που συσπειρώνεται κάπου σε έναν πυρήνα στην Ανδρομέδα. Το μόνο που σε διαχωρίζει είναι η ενέργεια ενός έρωτα που καθορίζει μια συγκεκριμένη εικόνα για αυτό τον θόλο.

Σταματάει το χρόνο και σχεδιάζει τον ουράνιο θόλο κάθε φορά όπως όταν τον πρωτοείδες μαζί της. Άνθρωπος είσαι γιατί όσο και αν κινείσαι μπορείς να μείνει ακίνητος. Το άπειρο είναι μια συνεχή κίνηση που δεν υπάρχει χρόνος, για να σταθείς σε μια εικόνα.

Όμως το χειρότερο είναι πως εσύ παραμένεις ένας χέστης και ως τέτοιος θα σηκωθείς, θα τη φιλήσεις για καληνύχτα, θα την συνοδεύσεις στη σκηνή της, δεν θα ενδώσεις στο ένστικτό σου, θα κάνεις τα αδύνατα δυνατά για να νιώσει η σημαντικότερη στον κόσμο, ομορφότερη ακόμα και από το είδωλο σου, πράγμα που δεν αποκλείεται στον κόσμο τον άπειρο να είναι, αλλά εσύ θα συνεχίσεις μέχρι το δικό σου κατάλυμα, θα μεθύσεις μπας και ξεχάσεις τον μισό άνθρωπο που σου χει απομείνει. Μπας και αύριο ξυπνήσεις περισσότερο ορίζοντας και θάλασσα παρά καθρέφτης και παραλία. Ελπίζεις ότι αύριο θα είσαι λιγότερο χέστης και θα κολυμπήσεις με μόνο φώς τον αυγερινό και την πούλια, πίσω στην Αθήνα, για να την δεις. Μόνο τότε θα σαι ολόκληρος άνθρωπος. Ελεύθερος. Μόνο τότε, μέχρι τότε θα ανήκεις τουλάχιστον κατά το ήμισυ στο άπειρο. Στον ορίζοντα που ζωγραφίζει η θύμηση της. Στον ουράνιο θόλο που σκιτσάρουν τα συναισθήματα σου για κείνη και στην παραλία που σχεδιάζει ο κακός σου εαυτός και σε κείνη που ναι δίπλα σου και σμιλεύει η χαοτική μας πραγματικότητα, το άπειρο του κόσμου γύρω μας.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Αντίθεση και σύνθεση φύσης και ανθρώπου



Είναι σχεδόν βέβαιο πως σε ένα μεγάλο μήκος φιλοσόφων, στοχαστών αλλά και καθημερινών ανθρώπων το ανθρωποκεντρικό μοντέλο έχει σχεδόν  επιβάλει τον εαυτό του ως το μοναδικό αποδεκτό μοντέλο. Για ένα μεγάλο φάσμα ατόμων η φύση και ο άνθρωπος είναι έννοιες αντίθετες και πολλές φορές αντικρουόμενες. Μια αντίληψη που έχει παγιωθεί, κυρίως από την αναγκαιότητα για τεχνολογική πρόοδο στο φαντασιακό της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σε σημείο μάλιστα, πολλές φορές να παρερμηνεύεται και ο ρόλος της φύσης ή ο ρόλος του ανθρώπου μέσα στις φυσικές ή αν θέλετε καλύτερα συμπαντικές καταστάσεις.

Σε μια πρόσφατη συζήτηση με ένα φίλο για την λογική ορθότητα ή μη του ντετερμινισμού καταλήξαμε σε μια στιγμή να αποδώσουμε την μη ορθότητα του απλώς και μόνο στο γεγονός ότι η φύση δεν είναι ιδιοτελής άρα για να δώσω ένα απλό παράδειγμα δεν μπορεί να ισχύει το δίκαιο του δυνατότερου με ενοχή των φυσικών νόμων. Είναι αδύνατο, όταν μιλάνε δύο άνθρωποι και προσπαθούν να πείσουν ο ένας τον άλλο να θεωρηθεί βάση φυσικών νόμων νικητής εκείνος που θα τραβήξει ένα μαχαίρι και θα κόψει το λαιμό του άλλου. Αυτό μπορεί να είναι νόμος επιβίωσης ακόμα ως σχεδόν πρωτόγονο ένστικτο αλλά δεν είναι φυσικός νόμος. Η φύση επειδή δεν είναι ιδιοτελής δεν έχει τελικό σκοπό, δεν είναι σκοπός της η διατήρηση της ζωής. Ο Ντετερμινισμός είναι άχρηστος για τη φύση. Ο ντετερμινισμός είναι πολύ χρήσιμος αντίθετα για τον homo economicus, τον άνθρωπο εκείνο που λειτουργεί όπως τον περιέγραψε ο agent Smith στο Matrix, εξαντλεί κάθε φυσικό και μη πόρο σε έναν τόπο και μετά μεταναστεύει σε έναν άλλο για τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι θηλαστικό είναι ιός.

Η ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης στο σημερινό της μοντέλο μετά τις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες που εξ ορισμού δεν μπορούσαν να είναι κάτι άλλο από αναρχοφεμινιστικές και με καταλύτη την εφαρμογή της ιδιοκτησίας, ο άνθρωπος de facto βρίσκεται σε αντίθεση με τη φύση γιατί πολύ απλά θεωρεί την παγκόσμια κυριαρχία, αυτοσκοπό. Η θεωρία της εξέλιξης δεν είναι λάθος απλά από ένα σημείο και μετά, το εξής συγκεκριμένο, την εμφάνιση της ιδιοκτησίας και δεν μιλάμε για τη σημερινή αστική της μορφή που ξεκίνησε από το κίνημα των περιφράξεων στην Αγγλία αλλά για την πολύ απλή του, αυτό είναι δικό μου, η εξέλιξη του ανθρώπου δεν επιβάλλεται από τη φυσική επιλογή αλλά από τον ντετερμινιστικό ανθρωποκεντρισμό. 

Σε αντίθεση με τη φύση, όπου οποιοσδήποτε έμβιος οργανισμός εξελίσσεται βάση της αλληλοβοήθειας και όχι σύμφωνα με τους παρερμηνευτές του Δαρβίνου με τον μηχανισμό της επιβίωσης του δυνατότερου, ο άνθρωπος βάσει αυτού του ντετερμινιστικού ανθρωποκεντρισμού εξελίχτηκε δημιουργώντας τεχνητούς διαχωρισμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους έφεραν τις σχέσεις εκμεταλλευτή-εκμεταλλευόμενου. Στη βάση αυτής της θεμελιώδους αντίθεσης φύσης και ανθρώπου βρίσκεται η θεμελίωση του σύγχρονου καπιταλισμού.

Αντίθετα, η βάση της ουτοπίας, του σοσιαλισμού βρίσκεται στη σύνθεση μεταξύ φύσης και ανθρώπου, στις πρωταρχικές ανθρώπινες κοινωνίες όπου η εξέλιξη γινόταν βάση της αλληλοβοήθειας. Δηλαδή η επανάσταση άρα και ο σοσιαλισμός δεν θα έρθει σε έναν έσχατο καιρό όπου θα είναι ώριμες οι συνθήκες για την επανάσταση. Και αυτό γιατί όπως κατά καιρούς θύμισαν η Κομμούνα, η Ρωσία και η Ισπανία , η επανάσταση είναι πολύ περισσότερο μια συνεχώς αναβαλλόμενη φυσική διαδικασία παρά μια εσχατολογική υπόσχεση μιας ουτοπίας μιας ντετερμινιστικής τεχνολογικής εξέλιξης.








Υ.Γ. 1 : Διαβάστε την αλληλοβοήθεια του Κροπότκιν γιατί έχει και πιο πολύ χώρο, τα γράφει και καλύτερα. Επίσης, επειδή είναι πολύ συνήθης η παρερμήνευση της διαλεκτικής του Μαρξ ως λατρεία της τεχνολογικής ανόδου διαβάστε την διαλεκτική του διαφωτισμού των Αντόρνο και Χορκχάιμερ η το πολύ καλό κείμενο της Έλενας Νακοπούλου στην πολιτική επιθεώρηση «κοινωνικός αναρχισμός» από τις εκδόσεις Κουρσάλ.
Υ.Γ 2 : Σαν αύριο ξεκίνησε ένα από τα ομορφότερα ταξίδια του ανθρώπου, στις 19 Ιούλιου του 1936 ξεκινά η Ισπανική επανάσταση.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

«Βολτάροντας με ένα ρέκβιεμ»





Ένα νεφελώδες τοπίο, απλώνεται  ακόμα μια φορά πάνω από την αγαπημένη μας αυτή πόλη, την Αθήνα. Σάμπως και ο καιρός συμπάσχει με τη γενική εθνική μας κατάθλιψη. Δεν έβρεχε, αλλά απειλητικά σύννεφα είχαν κρύψει για άλλη μια φορά τον ήλιο, που τόσο θαυμάζουν οι ξένοι σε αυτήν την ένδοξη χώρα.
Και να μαι και γω, ανάμεσα σε όλο αυτόν τον κόσμο να ανεβαίνω προς την πλατεία, τη Θεμιστοκλέους.( της θέμιδος το κλέος, είναι πραγματικά όμορφη η δικαιοσύνη στα Εξάρχεια, άσχετα αν χρειάζεται να παταχθεί και αυτή από τον αντίστοιχο Ευρυβιάδη.)Ακόμα μια μέρα που σήκωσα το κορμί μου από το κρεβάτι για να πάω στην αγαπημένη μου Όστρια, αφού σοβαρά τώρα δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω –άνεργος γάρ-. Πίνω τον καφέ μου και διαβάζω free press.Αυτή είναι η μόνιμη καθημερινή μου ρουτίνα, μέχρι να  σκεφτώ κανά σενάριο ή να πάρουν από κάνα κανάλι για δουλειά. Σκηνοθεσία, φαγώθηκες στα δεκαεφτά σου. Μπράβο μαλάκα, τέσσερα χρόνια στο Παρίσι. Αφού οι γονείς, αν ήταν να αποτύχεις στις πανελλήνιες, γιατί εσύ είχες «θαμπωθεί» από το χρυσό φοίνικα του Αγγελόπουλου, έπρεπε να σε στείλουν έξω.
Και κάθε μέρα τώρα, πίνω καφέ, στη ζεστή ατμόσφαιρα της Όστρια και κάνω νοητά κοντινά στον latte λες και θα πάρει την μεγαλειώδη έκφραση του Iβάν του Τρομερού του Eisenstein. Ψάχνω για κανά ενδιαφέρον άρθρο στο metro και την Athens voice , όπως σήμερα για παράδειγμα που η Αννούλα διατυμπάνιζε πως κατέληξε στη δομή του νέου σχολείου. Φαίνεται μέσα στο ορυχείο που μεγάλωσε, οραματιζόταν πώς θα χτυπήσει την παραπαιδεία, θα δημιουργήσει ανθρωπιστική παιδεία και θα κάνει την Ελλάδα τη Δανία του νότου.
Εγώ πάντως θυμάμαι ενός άλλου τύπου σχολείο. Που η ψευτομαγκιά ήταν αρετή, όπως είναι η απληστία σήμερα περίπου, όπου αν δεν πήγαινες φροντιστήριο δεν είχες ελπίδα για αυτό που σε προετοίμαζαν από την πρώτη μέρα, που μέσα στα κλάματα, πατούσες το πόδι σου στο νηπιαγωγείο, τις πανελλήνιες. Θυμάμαι επίσης άθλια κτήρια που ακόμα και στη δεκαετία του ΄90 στοιβάζονταν παιδιά με τον κίνδυνο να τους πέσει το κάτασπρο ταβάνι στο κεφάλι. Κτήρια φτιαγμένα από την αρχιτεκτονική της εξουσίας, κάθετες γραμμές, ορθές γωνίες και άσπροι τοίχοι σαν φυλακές. Μου έρχονται εικόνες στο μυαλό από απαίδευτους καθηγητές που δεν ενδιαφέρονταν για τα παιδιά αλλά μόνο για το μισθό τους και αντιμετώπιζαν –τουλάχιστον τότε- τα παιδιά σαν εμπορεύματα. Άλλο ένα στοιχείο ήταν και η περίφημη νεανική ανησυχία η οι επαναστατικές τάσεις που τις ονόμαζαν  κατ’ ευφημισμό μερικοί και απλώς εκδηλωνόταν στην δήθεν μποέμ στάση του τύπου «τα γράφω όλα» και η οποία επικρατούσε πού και πού, αλλά πάντα με τον πατροπαράδοτο ελληνικό τρόπο της καφρίλας. Που δυστυχώς όμως αυτή η επανάσταση του κάφρου ούτε γκόμενες, ούτε λεφτά, ούτε δόξα, έφερνε.
Δεν ξέρω σε τι κατάσταση βρίσκονται σήμερα τα ελληνικά σχολεία αλλά πραγματικά σκέφτομαι πως αν οι μαθητές δεν είναι συνειδητοποιημένοι πολίτες που θα γνωρίζουν πως η μόνη σωτηρία είναι να ψηφίσουν μόλις γίνουν 18 το ΠΑΣΟΚ(αν υπάρχει), αν δεν διδάσκουν ο Rousseau , ο Κοραής και ο Τζον Ντιουι στα σχολεία και δεν θα διαθέτει η κάθε σχολική μονάδα από 50 τάξεις μάλλον η Αννούλα θα γυρίσει πίσω στο ορυχείο. Κρίμα πάντως, σ’ αυτή τη χώρα τίποτα δεν πετυχαίνει. Από τους ολυμπιακούς και τις Ευρώπες (εκτός αν εξαιρέσουμε τη «χουντική» πορεία του Παναθηναϊκού στο Wembley) μέχρι τις πράσινες ενέργειες με γερμανική τεχνογνωσία φυσικά και τις Δανίες.
Έχω προχωρήσει πολύ προς τα πάνω , αφήνοντας πίσω μου γνωστές και άγνωστες φάτσες, φαντάζομαι πως ο γκρι μπερές είναι πόλος έλξης για διάφορα βλέμματα. Και πάνω σ’ όλες αυτές τις σκέψεις να σου και το «je bois» του Boris Vian (κατάλοιπο της Μονμάρτης) να ακούγεται από το κινητό. «Alex, mon  amour». Η Έλλη. Η βελγική προφορά αυτής της γαλλικής προσφώνησης που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε από πού προέρχεται δεν άφηνε περιθώρια λάθους. Εκείνη ήταν. Αυτή που με στήριξε όταν με παράτησε η Eloise, με την δικαιολογία ότι της φερόμουν πολύ καλά και πως οι ορέξεις της δεν συνάδουν με τις δικές μου. Η Eloise, η μεγαλύτερη επένδυση συναισθημάτων μου, μέχρι τότε που η Έλλη , η φίλη μου στο Παρίσι που πάντα την έβλεπα απλώς σαν φίλη, μέχρι εκείνη τη στιγμή που οι φωνές της «ξεκόλλα από την πουτάνα την Γαλλίδα» συντάραξαν το διαμέρισμα στην λεωφόρο montparnasse (δεν τσιγκουνευόταν, σε εποχές ευημερίας, ο μπαμπάς) και τα βαμμένα με το κραγιόν νούμερο 58 του Korres χείλια της άγγιξαν τα δικά μου.
Από τότε αυτή η μικρή Ντολόρες Ιμπαρούρι, με τα μωβ αέρινα παντελόνια που κάποτε με τραβολογούσε σε πορείες με την τσάντα της γεμάτη με Maalox και το κεφάλαιο του Μαρξ λες και θα την έσωζε από την κρατική βία και που είχε την εμμονή να φοράει μονίμως μπαλαρίνες ή σανδάλια και δημόσιος υπάλληλος σήμερα, είναι σύντροφος μου από τότε, ποτέ μνηστή η γυναίκα μου. Η Σιμόν ντε Μποβουαρ που κρύβει μέσα της δεν θα της το επέτρεπε ποτέ. Πάντως πλάκα-πλάκα μου ψιλοαρέσει και εμένα ο ρόλος του Sartre, αλλά δεν θα πάψω ποτέ να πιστεύω ότι ο μεγαλύτερος υπαρξιστής είναι ο Καζαντζίδης με το «υπάρχω».
Τι ήθελε λοιπόν, αυτή η πρώην Ροζα Λούξεμπουργκ με τη λατρεία της προς τον μικρό πρίγκιπα; Nα πάω να της αγοράσω ένα βιβλίο. Η μεγάλη της εμμονή. Τα βιβλία που μου τα κόλλησε και μένα. Λόττε, άλλωστε βγάλαμε το πανέμορφο Λαμπραντόρ μας. Χάρη στην ηρωίδα του «Βέρθερου» που επουδενί δεν θα τον διάβαζα αν δεν μου τον σύστηνε εκείνη. Κανένας άνδρας γαλουχημένος στα πρότυπα του Τζέιμς Μπόντ δεν θα τον διάβαζε από μόνος του άσχετα αν και τώρα τελευταία και ο «007» έχει γίνει ψιλό- φλούφλης( άκου να φέρει την Aston Martin 30 τούμπες για να μην πατήσει μια γκόμενα).
Και μέσα σε όλο αυτό το πρελούδιο σκέψεων και αναμνήσεων, χαζεύω ήδη ένα βιβλίο για τη φωτογραφία μέσα σε ένα από τα βιβλιοπωλεία της Στουρνάρη. Με κλασσικές λεπτομέρειες περί ευρυγωνικών φακών, διαφράγματος 5:6 για το πολύ φως, κλασσικές φωτογραφίες του bang bang club και άλλες ιστορίες για Pulitzer. Αγόρασα το βιβλίο που ήθελε η Έλλη και βγήκα για να κατέβω προς την Πατησίων, περνώντας δίπλα από όλους τους «αθλίους» αυτής της κοινωνίας. Τους κακοποιούς, τους εγκληματίες που τους στοιχειώνει κάθε λίγο και λιγάκι το φάντασμα της ηρωίνης. Άλλοι έχουν χάσει δόντια, άλλοι γυναίκες και παιδιά αλλά σίγουρα όλοι έχουν χάσει την αξιοπρέπεια τους για λίγες στιγμές χαράς και πάντα με τον κίνδυνο το λιωμένο παγωτό να λιώσει και την ίδια τους την ύπαρξη, φυσικά υποβοηθούμενοι από το ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας. Όλους αυτούς που περιφρονούμε και αποστρέφουμε από αυτούς το βλέμμα, εκείνους που μας έμαθαν να τους φοβόμαστε. Λες και εμείς δεν είμαστε εξαρτημένοι. Από τα ΜΜΕ για παράδειγμα. Χρειάζομαι τσιγάρα επειγόντως και βρίσκεται ένα περίπτερο μπροστά μου.
«Ένα κουτί προφυλακτικά», ακούστηκε μια φωνή μιλώντας σπαστά σχεδόν ελληνικά αλλά με τη σιγουριά και την αναίδεια μιας ρουτίνας. Ήταν μια ψηλή, μαύρη γυναίκα με ένα από αυτά τα «καυτά» μίνι, που λένε μεταξύ τους οι γυναίκες που δεν μπορούν πλέον να τα βάλουν και νιώθουν πως κάνουν τη μικρή καθημερινή τους επανάσταση απλώς προφέροντας τη λέξη «καυτά», σκανδαλίζομενες  από το αισχρό του εγχειρήματος. Η ψηλή, αυτή γυναίκα με έσπρωξε για να ικανοποιήσει το αίτημα της προς τον περιπτερά, πλήρωσε και χάθηκε ξανα βυθιζόμενη στο κάθισμα ενός πολυτελούς μαύρου Audi που οδηγούσε ένας ρασοφόρος. Πήρα τα τσιγάρα και σκέφτηκα, κλείνοντας ξανά την τσέπη του καφέ μοντγκόμερί μου, πως μάλλον ο συγκεκριμένος παπάς δεν θα είναι από εκείνους που συμμερίζονται τις θατσερικές απόψεις του Λοβέρδου περί απέλασης των κακοποιών αλλοδαπών στοιχείων που «εκδικητικά» φέρνουν τη μάστιγα του AIDS στις ελληνορθόδοξες οικογένειες και μάλλον προφανώς για αυτό το λόγο θα της επεδείκνυε την χριστιανική του «Αλληλεγγύη». Τι περίεργο αυτό το συναίσθημα σήμερα. Νομίζω πως η πραγματικότητα σήμερα είναι συνεχώς ένα κάτοπτρο σκέψεων και αναμνήσεων που ανακλώνται μπροστά μου κατευθείαν από τα βαθύτερα και πιο μουχλιασμένα υπόγεια του εγκεφάλου μου. Συνεχόμενα flashback σαν αυτό που μόλις ένιωσα.
Η πρώτη μου εμπειρία σε μπουρδέλο είχε να κάνει σχέση με κληρικό, άνθρωπο του Θεού (λες και οι υπόλοιποι δεν είναι). Θυμάμαι πως στην τρυφερή ηλικία των 15 ο πατέρας μου με είχε πιάσει με κάτι αμφιβόλου ηθικής περιοδικά στα χέρια και με είχε ενθαρρύνει -φυσικά με τη διακριτική ευχέρεια που τον διέκρινε- να επισκεφτώ τη Μαντάμ-Σοσό. Τι γελοίο ψευδώνυμο, λες και κάθε εταίρα θα πρέπει να έχει ένα όνομα που θα παραπέμπει είτε σε κάτι εξωτικό είτε στην «belle époque» και στην Jane Avril, το χαμένο έρωτα του Τουλούζ Λωτρέκ. Όμως πάνω από όλα δεν θα ξεχάσω το συνένοχο βλέμμα της μάνας μου όταν ο γέρος μου μού έδινε λεφτά για την πρώτη σεξουαλική μου περιπέτεια. Πάντα συνένοχη σε ό,τι αποφάσιζε ο πατέρας μου με έμφυτο πάντα το γυναικείο χάρισμα, τού να επιβάλλει στον εξίσου αδαή μεν αλλά σαφώς παρορμητικότερο άντρα της αυτό που ήθελε με το τέχνασμα ότι το αποφάσιζε μόνος του(σαφής ένδειξη ότι η φύση των ΜΜΕ είναι γυναικεία). Συνένοχη λοιπόν, από αυτό μέχρι την απόφαση να αφήσουν το χωριό πριν γεννηθώ εγώ για να αστυκοπαρασιτίσουν στην Αθήνα. «Πατερναλιστικός Καπιταλισμός» που έλεγε και αυτός που έτρεχαν οι γέροι μου να ακούσουν να τον προσφωνεί ο Κουλούρης (πριν αρχίσει το eye-liner) και την άλλη μέρα να πηγαίνουν στη λειτουργία της Κυριακής για να προσευχηθούν για τη νίκη. Ήταν πολύ περίεργη αυτή η Χριστιανό-σοσιαλιστική ηθική των γονέων μου.
Αλλά πάλι παρασύρομαι σε έναν άσχετο καταιγισμό σκέψεων χωρίς να αποσαφηνίσω την πρωταρχική ανάμνηση της παλινδρόμησής μου, που έδωσε το ερέθισμα για όλες τις υπόλοιπες. Θυμάμαι που μόλις μπήκα στη Μαντάμ-Σοσό αντίκρισα ακριβώς απέναντί μου στο καθιστικό να περιμένει υπομονετικά ένας παπάς. Ξεπέρασα την αρχική μου ντροπή και δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να τον ρωτήσω τι δουλειά είχε σε εκείνο το άντρο του διαβόλου, περιμένοντας μία κλασσική υποκριτική απάντηση του τύπου «ήρθα να διδάξω σε αυτή την αμαρτωλή τον λόγο του Ιησού». Όμως εκείνος μου απάντησε απίστευτα κυνικά, με ένα αποστομωτικό επιχείρημα. «Ξεσκάω», είπε «σιγά μην μας βγάλουν και στα κανάλια». Εκπληκτική πραγματικά αυτή η συμπόνια των καναλιών προς τον κλήρο και τα σκάνδαλά του. Ειδικότερα τώρα τελευταία με τον Εφραίμ που τον έχουν βγάλει λάδι. Άσε που πλέον οι περισσότεροι Έλληνες τείνουν να πιστεύουν πως είναι αθώος.
Το σύνδρομο του ανατολικού Τιμόρ περνάμε και εμείς που θα λέγε και ο νέος, χρονικά, προφήτης της Έλλης, ο Τσόμσκι. Φυσικά κατώτερος στην ιεραρχία από τον Ένγκελς, τον Λένιν και πόσο μάλλον τον Μαρξ. Δεν μπορώ να ξεχάσω ακόμα και σήμερα πως στο Παρίσι επέμενε να αποκαλεί τον Μάιο, Μπρυμέρ, λες και ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης και η κομμούνα ζούσαν ακόμη. Αλλά πραγματικά, όπως η CIA είχε πείσει τους πολίτες αυτού του ξεχασμένου στα πυκνά δάση της Ινδονησίας κράτους πως ο Σουχάρτο, ο δικτάτορας, είναι καλύτερος από την δημοκρατία. Έτσι ακριβώς και εδώ τα ΜΜΕ «έχωσαν» τον Παπαδόπουλο στους «Μεγάλους Έλληνες» και το χριστιανό-πατριωτικό μας φολκλόρ μας έπεισε να παρελαύνουμε προς τιμήν του Μεταξά.
Αλλά έτσι είναι τα πράγματα με τους Έλληνες, ακόμα και με τους «Μεγάλους». Αρχικά ο Αντρέας έγραφε τον Πατερναλιστικό Καπιταλισμό του και ο φίλος του ο Γκάλμπρεϊθ αντέγραφε τον Keynes, αργότερα όμως πήγαινε στη Ρίτα Σακελαρίου να τραγουδήσει  το «ιστορία μου αμαρτία μου» και ο έτερος μάλωνε με τον Νισκάνεν για τα Reaganomics. Βλέπετε ο ένας ήθελε να συνεχίσει τη δυναστεία στη «Δανία του νότου» και ο άλλος να σώσει τον κόσμο από την «μεγέθυνση».
Πολύ περπάτημα όμως σήμερα και να σου πάλι φρακαρισμένη σχεδόν όλη η Σταδίου και η προέκτασή της η Φιλελλήνων από κόσμο. Ακόμα μια συγκέντρωση, από μια τεράστια, πολύμορφη μάζα από ανθρώπους, κάθε λογής με κοινή συνιστώσα την αδικία που νιώθουν. Να κάτσω; Να φύγω; Δεν ξέρω πραγματικά τι να κάνω. Αν γίνουν επεισόδια; Άσε καλύτερα θα πάω σπίτι να χαζέψω στην τηλεόραση. Άλλωστε το ‘πε και ο Σιδηρόπουλος. Ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα. Δεν είμαι με κανένα. Το πήρα απόφαση, σκύβω το κεφάλι και προχωρώ.
Η πραγματικότητα όμως με προλαβαίνει και είναι αμείλικτη, ένας ακαθόριστος θόρυβος αρχικά εν μέσω των γνωστών πλέον συνθημάτων για το ότι η χούντα δεν τελείωσε το ΄73, που στη συνέχεια όλοι κατάλαβαν πως ήταν το χτύπημα των γκλόπ πάνω στις ασπίδες των ΜΑΤ, το σινιάλο για το ντου, ήταν το έναυσμα για όλα. Στην αμέσως επόμενη στιγμή και ενώ τα πάντα ήταν ειρηνικά διάφορα σφυρίγματα στον αέρα από ιπτάμενα ασφυξιογόνα που προσγειώνονταν δίπλα σε παιδιά και γέρους ή ακόμα και στα κεφάλια κάποιων άτυχων ξεκινούν εν μέσω ενός λευκού πυκνού καπνού το ασταμάτητο τρεχαλητό προς τα πίσω. Αυτή η άτακτη υποχώρηση που είναι πολύ πιθανό να έχει θύματα δεν σταματά για κανένα λόγο. Σε όλο το χαμό και ενώ τα μάτια μου δακρύζουν και η ξηρότητα που δημιουργείται στους πνεύμονες και τον οισοφάγο μου με κάνουν να μην μπορώ να πάρω ανάσα, μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας σκοντάφτει και πέφτει δίπλα μου. Ως εκ θαύματος δεν ποδοπατήθηκε, εγώ έχω εκπαιδεύσει τον εαυτό μου σε καταστάσεις πανικού να μην νοιάζομαι για τον διπλανό μου, όπως και τόσοι άλλοι δεν απαντώ στις εκκλήσεις της για βοήθεια. Όμως τα ΜΑΤ πλησιάζουν επικίνδυνα και ως εκ θαύματος πάλι εμφανίζονται 5-6 νεαροί, είτε με κουκούλες είτε χωρίς, που πετάνε σπασμένα μάρμαρα του Μεγάλη Βρετάνια στους μπάτσους δίνοντας της τον απαραίτητο χρόνο να σηκωθεί και να κρυφτεί πίσω τους ενώ άλλοι την «ψεκάζουν» με Maalox και της δίνουν στήριγμα για να ηρεμήσει. Φαντάζομαι πόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη θα νιώθει αυτή η γυναίκα για τους «αναρχικούς», εκτός βουλής, σωτήρες της .
Έχω καταφέρει να περάσω μέσα στην πλατεία. Από τις εγκαταστάσεις τις μικροφωνικής, εκεί δίπλα στο άγαλμα αυτού του αγνώστου δρομέα ακούγονται εκκλήσεις για να μην φύγει ο κόσμος από την πλατεία ή αν δεν γίνεται αλλιώς να υποχωρήσει «συντεταγμένα», χωρίς να τρέχει ώστε να αποφευχθούν τραυματισμοί. Η ατμόσφαιρα είναι πραγματικά αποπνικτική, δεν μπορώ να ανασάνω και φτύνω αίμα , νιώθω ότι τα καμένα σωθικά μου σε λίγο θα αρχίσουν να ρέουν από τη στοματική μου κοιλότητα, ενώ τα μάτια μου με τσούζουν τόσο πολύ που δεν μπορώ να αντιστέκομαι πλέον στο έμφυτο αντανακλαστικό να τα τρίψω αν και ξέρω ότι θα κάνω τα πράγματα χειρότερα. Το «Μπάτσοι Γουρούνια Δολοφόνοι» είναι το μόνο σύνθημα που έρχεται αυθόρμητα στα χείλη όλων και πιάνω και τον εαυτό μου να το φωνάζει για κάποιον άγνωστο λόγο. Τρέχω μπαίνω μες το Μετρό, και ευτυχώς βρίσκω μια κοπέλα που με «ψεκάζει» και μένα με Maalox. Ξαφνικά, όμως βλέπουμε να προσγειώνονται δίπλα μας σχεδόν μέσα στο σταθμό και δίπλα ακριβώς από το ιατρείο που υπάρχουν δεκάδες τραυματίες, δυο κάνιστρα που αποπνέουν ασφυξιογόνο αέριο. Γρήγορα, συνειδητοποιώ πως σήμερα υπάρχει σαφή εντολή να αδειάσει η πλατεία με κάθε κόστος και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με εξωθεί στο να κατευθυνθώ όσο πιο γρήγορα μπορώ προς την έξοδο της Σταδίου.
Με το που βγαίνω στη Σταδίου ένας τεράστιος όγκος διαδηλωτών, που δεν μπορώ να υπολογίσω ακριβή αριθμό, έχει περικυκλωθεί από μηχανές της ΔΙΑΣ που έχουν σαφή στόχο τη συνέχιση του αιματηρού έργου των συναδέλφων τους που βρίσκονται στην πλατεία. Δεν διστάζουν και εφορμούν με τις μηχανές προς τον κόσμο, ευτυχώς ο κόσμος διασπάται στα πεζοδρόμια και ως εκ θαύματος δεν έχουμε ακόμα και νεκρούς. Μια μηχανή γλιστρά και οι αναβάτες της σωριάζονται εν μέσω του οργισμένου πλήθος, όμως για καλή τους τύχη το πλήθος έχει συναίσθηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, σε αντίθεση με εκείνους, και απλά τους απωθεί με φωνές από τον χώρο, χωρίς να τους ακουμπήσει.
Εγώ αφήνω πίσω μου κακήν κακώς όλο αυτόν τον πανικό και τρέχω προς την Ομόνοια, επιβιβάζομαι στο Μετρό έχοντας ακόμα στον ώμο μου την καφέ τσάντα ταχυδρόμου με το αριστερό βιβλίο της Έλλης που ήταν ικανό να με ενοχοποιήσει για ψύλλου πήδημα και κατευθύνομαι στα Άνω Πατήσια. Φτάνω σπίτι, εμφανώς εξουθενωμένος και με τα πνευμόνια μου στα όριά τους, καθώς και τα μάτια μου. Με υποδέχεται η Λόττε,  την χαϊδεύω πίσω από τα αυτιά και βυθίζομαι ασυναίσθητα πλέον στον καναπέ. Ανοίγω την τηλεόραση και πετυχαίνω ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων που γίνεται μόνιμο μετά από λίγη ώρα . Εστιάζει στα επεισόδια που έγιναν από αντιεξουσιαστικά στοιχεία, δεν αναφέρεται καν στον όγκο της διαδήλωσης ούτε στα επώδυνα και αναποτελεσματικά μέτρα που πέρασε η κυβέρνηση, στηριζόμενη ξανά σε ένα μη νόμιμο βουλευτικό σώμα και στον φόβο που προκαλούν τα ψεύδη περί εξόδου από την Ευρώπη και τελειώνει με την καταστροφή των μαρμάρων της Μεγάλης Βρετάνιας που προκαλεί τέτοια οδύνη στους δημοσιογράφους λες και καταστράφηκαν τα άλλα μάρμαρα που βρίσκονται στην κανονική Μεγάλη Βρετανία. Γυρίζω κανάλι και πετυχαίνω το τούρκικο. Τι βλάκας που είμαι, έχασα τα πρώτα 15 λεπτά. Τι να είπε ο Ονούρ στη Σεχραζάτ ;
Περνά η ώρα και εγώ είμαι αποσβολωμένος μπροστά στην τηλεόραση ώσπου μού έρχεται στο μυαλό μια φράση του Ντουρουντί «δεν μας ενδιαφέρουν τα ερείπια, γιατί έχουμε έναν άλλο κόσμο μέσα στις καρδιές μας.». Και ξαφνικά μόλις συνειδητοποιώ πως ούτε εμένα με νοιάζουν τα ερείπια αλλά αδυνατώ να παραμείνω ρομαντικός, κυνηγώντας την ουτοπία όπως θα έκανα σε άλλους καιρούς. Νομίζω πως πλέον δεν φωλιάζει κανένας καινούριος κόσμος στην καρδιά μου και αδυνατώ να προσδιορίσω πού ακούστηκε ο επιθανάτιος ρόγχος του. Πού ήχησε το κύκνειο άσμα του μέσα στο ρέκβιεμ ετούτου του δυτικού πολιτισμού, μέσα στο ρέκβιεμ της πατρίδας μου, της Ελλάδας, αλλά και της πατρίδας όλων των ανθρώπων, αυτής της άμοιρης Γης. Και τώρα λοιπόν που ηχούν τα πλήκτρα της γραφομηχανής που γράφει τέλος στην ανθρώπινη ιστορία, τον μόνο κριτή της αλήθειας, ψάχνω να βρω που χάθηκε η ελπίδα και καταντήσαμε ερείπια που δεν νοιάζεται πλέον κανείς για αυτά. Ας περιμένω την Έλλη, να ακούσω το κήρυγμα της αποτυχημένης αριστεράς και την γκρίνια της για το πού οδεύει η κοινωνία. Όμως θα την περιμένω με λαχτάρα για να νοιώσω την ζεστασιά της αγάπης, το μόνο που μας έμεινε, να με σκεπάζει από το κρύο των ευθυνών και της ανικανότητας και να μου δίνει μια ελπίδα ότι θα βγούμε από τον βούρκο. Άντε ρε Έλλη, να κοιμηθούμε αγκαλιά.