Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Newspeak και δημόσιο βήμα



Όταν σε μια χώρα το δημόσιο βήμα αποτελεί, στο μεγαλύτερο κομμάτι της, τη μόνη πηγη αλήθειας, πρέπει ν’ αναρωτηθούμε ποιος ακριβώς το κατέχει. Η πολιτιστική ηγεμονία σε αυτή τη χώρα ανήκει στο ίδιο το μέσο. Στην τηλεόραση, τα social media, άντε και τις εφημερίδες. Να προλάβω να πω πως δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε, όταν τυπώνονταν καθημερινά εκατοντάδες μπροσούρες, ο Σαντ για παράδειγμα δεν κατείχε κεντρική θέση στο φαντασιακό εκείνης της γαλλικής κοινωνίας, εξοβελιζόταν ως τρελός και παρείσακτος, παρ’ όλα αυτά σήμερα αποτελεί κατεξοχήν πνεύμα της εποχής, επίσης και ο Γκόγια μπορεί να ναι ένα καλό παράδειγμα.

Σήμερα όταν η πλειονότητα καταναλώνει Χρύσα Δημουλίδου και τη Σώτη, όταν η LGBTQ κοινότητα περιμένει βήμα από το Θεοδωράκη δεν θεωρείται τρέλα. Λογικό θεωρείται. Παράλληλα όμως δεν θεωρούνται και τρέλα όσα αυτονόητα λέει το κίνημα για παράδειγμα, λογικά θεωρούνται αλλά και επικίνδυνα άρα εξωθούνται με αόριστα επιχειρήματα «καλά τα λες, αλλά πως θα εφαρμοστούν» χωρίς να κατανοείτε από την πλειοψηφία ότι η καταστροφή είναι ήδη δεδομένη. Σήμερα, να το θέσω καλύτερα έχει θεσμοθετηθεί το παράλογο. Η λογική είναι επικίνδυνη αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί τρέλα καθώς η γλώσσα είναι το μέτρο της λογικής και η γλώσσα ακόμα δεν έχει γίνει μια οργουελιανή Newspeak, παρ’ όλα αυτά εδώ και πολλά χρόνια σιγά σιγά μεταλλάσσεται και εδώ είναι ίσως το κρισιμότερο πρόβλημα του καιρού μας.

Όμως, όπως λέει και ο Φουκώ η γλώσσα δεν είναι ένας καθρέφτης ανάμεσα στο «σκέφτομαι» και στο «είναι». Είναι μια ολότητα με τους δικούς της δρόμους και τα δικά της μονοπάτια. Για αυτό λοιπόν, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η αντικατάσταση π.χ. του όρου εργάτης από τον όρο εργαζόμενος και η συνεχόμενη επανάληψη του όρου «συντεχνιακή λογική» στο δημόσιο βήμα δεν είναι απλώς μια προσπάθεια καθιέρωσης μιας Newspeak εκείνων που κατέχουν αυτό το δημόσιο βήμα αλλά τελικά μια συνολική διαδρομή αυτών των εννοιών από και στο φαντασιακό αυτής της ηγεμονίας.

Και εδώ είναι που πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες αυτής της ηγεμονίας. Πως πχ στα ελληνικά σοσιαλ μύδια είναι της μόδας οι ψεύτικες ειδήσεις που αρχίζουν με τη λέξη «ΣΟΚ» ; Γιατί η θεωρία των δύο άκρων παρά  την ανιστορικότητα της και τον παραλογισμό της κατακάθεται στο φαντασιακό της κοινωνίας; Εδώ είναι που πρέπει να μιλήσουμε για την «άγια» μεταπολίτευση. Εδώ είναι που πρέπει να μιλήσουμε για το τι σημαίνει « ο λαός στην εξουσία» και ποια είναι αυτή η μεσαία τάξη . 

Ο λαός ως μια συνεκτική συλλογικότητα νοείται μονάχα υπό το πρίσμα κάποιων συλλογικών μύθων αλλά και ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας. Στον λαό λοιπόν εμπεριέχετε και ο εργάτης και ο μικροαστός και ο γιατρός και ο δικηγόρος. Πως όμως η κοφτή ετυμηγορία του γιατρού συγγενεύει με την πλατιά ρητορεία του δικηγόρου; Αυτά τα δύο είναι ασυμβίβαστα, για αυτό αναλαμβάνει αυτό το συνεκτικό ρόλο το ίδιο το δημόσιο βήμα, ως μέσο ανάγει τον εαυτό σε ηγεμονικό υποκείμενο. Το μέσο στην Ελλάδα αντικατέστησε το μέτρο της λογικής και της αλήθειας.

Η Newspeak αυτή του Κλικ, του Nitro και της Lifo σήμερα είναι η ίδια εκείνη που κατέχει το μέτρο της αλήθειας. Για εκείνη άρα και κατ’ επέκταση για το φαντασιακό της κοινωνίας όλοι ανήκουμε σε μια συλλογικότητα που ονομάζεται λαός, πέρα από τάξεις και ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Για αυτή ο Πλεύρης και ο Καστοριάδης είναι το ίδιο. Οι παραλογισμοί του Άδωνη είναι το ίδιο με μια πολιτική ανάλυση του Σάββα Μιχαήλ.

Αυτό λοιπόν, που θεωρώ αναγκαίο είναι όχι απλώς η επαναδιαπραγμάτευση των όρων που κάποιοι κατέχουν το δημόσιο βήμα αλλά την ίδια την καταστροφή αυτής της newspeak, του ίδιου του δημοσίου βήματος. Να βγούμε στο μπαλκόνι και να μιλήσουμε με τον απέναντι, να ρωτήσουμε ένα περαστικό τι ώρα είναι. Και φυσικά, να φτιάξουμε μια νέα εργατική ομοσπονδία από τα κάτω που θα κηρύξει γενική απεργία διαρκείας.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Η φούγκα του θανάτου



Ατενίζεις, σε μικρή απόσταση, το τσιγάρο που καίγεται αργά στερεωμένο στα χείλη σου και αναρωτιέσαι για μια ζωή που δεν έζησες . ποτέ σου ,ειδικά στα τελευταία σου δεν αναρωτιέσαι για μια ζωή που έζησες. Δεν είναι τελικά, οι επιλογές σου που καθορίζουν τα απολογητικά ερωτηματικά σου αλλά οι επιλογές που δεν έκανες. Έτσι και γω τώρα αναρωτιέμαι τι καριέρα τελικά θα έκανα αν συνέχιζα να παίζω τσέλο και η βαριά χροιά του καθόριζε τελικά τη ζωή μου.

Αντ’ αυτού είχα γίνει και γω ένας δικηγόρος όπως και ο πατέρας μου πριν από μένα. Δεν λέω, τα έβγαλα τα λεφτά μου, αλλά τι αξία τελικά τους απέμεινε αφού τα επένδυσα σε σπίτι, αυτοκίνητο, φορέματα, σακάκια και ρολόγια. Γιατί οι επενδύσεις μου να μην ήταν μια σειρά από μουσικά όργανα, να τα αγναντεύω απλώς και μέσα μου να ακούω την πέστροφα του Σούμπερτ, από το βλέμμα μου και την καρδιά μου και όχι από τα αυτιά μου ; Τα μηλίγγια μου να συρρικνώνονταν από τις νότες που μετέφερε πλέον το ίδιο μου το αίμα και όχι κύματα χαμένα στον αέρα.

Παντρεύτηκα κιόλας κάπου στα 1985, μια κόρη κάποιου οικογενειακού αντάξιου για να διπλασιάσουμε κιόλας τις περιουσίες μας πρακτικά, από αγάπη θεωρητικά. Πώς όμως να χτίσεις μια αγάπη όταν τα ερωτήματα σε βασανίζουν; Για το πόσες ξανθιές, κοκκινομάλλες, καστανές να χα δει να σεληνιάζονται στο ρυθμό μιας ρούμπας; Στο ταγκό πόσες άραγε να χαν κοιτάξει με λαγνεία κάποιον από την ορχήστρα;

Και ναι θα μου πεις, κάπου ο Κάφκα λέει πως είναι αδύνατη η κατάργηση της ύπαρξης αλλά της ζωής δεν είναι. Για αυτό λέει και ο Καμύ, το σημαντικότερο φιλοσοφικό ερώτημα είναι η αυτοκτονία. Και ξέρεις φίλε που διαβάζεις ένα σακί από κόκκαλα και αίμα είμαστε γιατί να το τυραννάμε με φιλοσοφίες ας το αφήσουμε να πέσει στο κενό. Ας αφήσουμε την πέτρα του Σίσυφου να μας καταπλακώσει. Αυτό θα κάνω και γώ σήμερα, πρώτη του Νοέμβρη .

Αυτόπτης μάρτυρας :
Έτρεξε από το πουθενά και πήδηξε από το μπαλκόνι, έσκασε κάτω σαν ένα σακί από πατάτες. Ήταν φιλήσυχος άνθρωπος δεν ενοχλούσε κανένα. Μόνο λίγο, πολύ παλιά, στην αρχή που έπαιζε το τσέλο του, μετά όμως παντρεύτηκε και σταμάτησε.
Μας είπε η γειτόνισσα, Ευτέρπη ενώ έπαιζε από το διαμέρισμα του εκλιπόντος η 5Η του Μπετόβεν, ως η τελευταία του επιθυμία.