Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Νίκες συνείδηση και κινήματα



Υπάρχει μια διάχυτη πεποίθηση τα τελευταία σαράντα χρόνια τουλάχιστον, πως η εργατική τάξη και γενικά κάθε είδους κίνημα δρουν στην ουσία βάση μιας θεωρητικής συνείδησης της θέσης του ή δεν δρουν λόγω της απουσίας αυτής της εργατικής ή κινηματικής συνείδησης. Πολλοί «αποτυχημένοι» αγώνες αναλύθηκαν επί μακρόν βάση αυτού του σχήματος της συνείδησης της τάξης.  Σε μεγάλο βαθμό αυτό το σχήμα γιγαντώθηκε μετά τον Μάη του 68 και την συνειδητοποίηση του πόσο οι κοινωνικές παροχές έχουν στην ουσία αποβλακώσει και αλλοτριώσει τον εργαζόμενο. Για μεγάλο κομμάτι θεωρητικών εκεί έχουμε την πρώτη παραδοχή πως οι παροχές του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου κατέστελλαν την ταξική κινητοποίηση. Έκτοτε αυτό το σχήμα κυριάρχησε στις απανταχού αναλύσεις με αποτέλεσμα την δημιουργία και παγίωση της πεποίθησης πως οι λογικές της πάλης των τάξεων και του οργανωμένου και συνεκτικού προλεταριάτου ήταν λανθασμένες εφόσον ως εκ θαύματος το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο είχε καταφέρει το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού να χάσει την ταξική του συνείδηση. 

Παράλληλα με αυτήν την αναλυτική μέθοδο ο πάγιος διαχωρισμό των στόχων ενός κινήματος σε άμεσους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους και αντίστοιχα η όλο και αυξανόμενη δυναμική του κράτους να καταστέλλει τους άμεσους και προφανώς τους μακροπρόθεσμους στόχους δεν άφηνε την «γενιά» που συμμετείχε σε αυτά τα κινήματα να χαρεί μια νίκη και με ψυχολογικούς όρους να αναθαρρήσει απέναντι στην καταστολή που βίωνε. Παρόλα αυτά οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι, οι οποίοι είναι και πιο δύσκολο να ειδωθούν  στο μεγαλύτερο μέρος τους επιτυγχάνονταν από τα μαζικά κινήματα. 

Ας πάρουμε για παράδειγμα το αντιπυρηνικό κίνημα στην Αμερική των 70s. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο D. Graeber πως ο βραχυπρόθεσμος στόχος του κινήματος αυτού μετά το ατύχημα στο three miles island ήταν η απαγόρευση της πυρηνικής ενέργειας ενώ, ο μακροπρόθεσμος στόχος για κάποια κομμάτια του κινήματος ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης ακόμα και η επανάσταση για τα πιο ριζοσπαστικά. Προφανώς, ο κρατικός μηχανισμός δεν απαγόρευσε την πυρηνική ενέργεια, ούτε έπεσε καμία κυβέρνηση πόσο μάλλον οι ΗΠΑ κήρυξαν τον σοσιαλισμό. Παρόλα αυτά μετά το ατύχημα δεν ανεγέρθηκε ούτε ένα πυρηνικό εργοστάσιο για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα στην Αμερική. Άλλο παράδειγμα είναι το κίνημα ενάντια στον ΠΟΕ ή όπως ονομάστηκε από τα ΜΜΕ, κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Με μαζικότερες εκδηλώσεις στο Σηάτλ το 1999 και στη Γένοβα το 2001. Μπορεί μεν να μην κατάργησε τον ΠΟΕ , ούτε το ΔΝΤ αλλά μπλόκαρε έως σήμερα τουλάχιστον τις διαπραγματεύσεις της Ντόχα και έφερε το ΔΝΤ σε ανυποληψία μέχρι, μετά από 10 χρόνια Patriot Act και ίσως της μαζικότερης γενικευμένης καταστολής σε παγκόσμια κλίμακα, ο Γιώργος Παπανδρέου το επαναφέρει στο προσκήνιο από το Καστελόριζο και η ΕΕ πίσω από κλειστές πόρτες να προσπαθεί να επαναφέρει την Ντόχα με την TTIP, την συμφωνία εμπορίου ανάμεσα σε Ευρώπη και Αμερική που μέλει να δούμε πως θα την αντιμετωπίσουν οι πολίτες και τα κινήματα.

Αυτά ως προαπαιτούμενα, δηλαδή η δικαίωση των μεσοπρόθεσμων στόχων των κινημάτων και το σχήμα της συνείδησης ή μη της εργατικής τάξης, για τη συνέχεια της ανάλυσης μας πάνω σε ορισμένα ζητήματα που προκύπτουν και αφορούν τον νέο γύρο κινητοποιήσεων των φοιτητών αλλά και των μαθητών ενάντια στο νέο λύκειο των ταξικών φραγμών, την αυταρχικοποίηση και την από το παράθυρο δημιουργία τετελεσμένου για την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων. Πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο τουλάχιστον σε εμάς που βιώνουμε την αυταρχικοποίηση πως η εντατικοποίησης σπουδών, η υποχρηματοδότηση και οι εξαγγελίες τύπου Φορτσάκη για ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα, στόχο έχουν την απαξίωση της δημόσιας παιδείας και την προαγωγή των ΙΕΚ σε ισότιμα μονοπώλια ειδίκευσης και γνώσης. Μην γελιόμαστε, το πανεπιστήμιο υπάρχει πρώτα και κύρια επειδή συμφέρει την άρχουσα τάξη. Ο φοιτητής συμμετέχει σε παραγωγική διαδικασία, παράγει πλούτο, τον οποίο διαχειρίζεται ο καπιταλισμός, ειδικά στη χώρα, το κάνει και ως μαθητής μέσω της παραπαιδείας. Ενώ ως φοιτητής πλέον, είναι τρανταχτά τα παραδείγματα των πτυχιακών, που στην ουσία είναι  έρευνα στην υπηρεσία των πολυεθνικών, της μαθητείες σε κλάδους σαν την δημοσιογραφία που μάλιστα στη χώρα η ιδιωτική εκπαίδευση αξίζει περισσότερο από την δημόσια. Αναλογιστείτε ένα πτυχίο από το DEEREE ή τις σχολές του ΑΝΤ1 στη δημοσιογραφία και ενός από τα ΕΜΜΕ. Είναι σημαντικό λοιπόν, μιας και τα γεγονότα μας έφεραν πάλι στο πρώτο πεδίο ταξικού ανταγωνισμού, στο δρόμο να αναλογιστούμε κάποιους μύθους και κάποιες πρακτικές. Ας ξεκινήσουμε από τους μύθους.

Πρωταρχικά, ας μιλήσουμε για πλειοψηφίες και μειοψηφίες. Η ιστορία κινείτε γύρω από οργανωμένες μειοψηφίες. Ο μύθος ότι η πλειοψηφία έχει πάντα δίκιο είναι ένας μύθος που πρέπει να καταρρίψουμε άμεσα, η συλλογική βούληση δεν είναι το άθροισμα των επιμέρους ατομικών βουλήσεων. Αντίθετα, είναι πάντοτε ένα περίεργο και πολύπλοκο αποτέλεσμα αμοιβαίων επιδράσεων, όρων και συνθηκών. Κανείς ποτέ δεν ψήφισε για τον καπιταλισμό, ούτε για το κίνημα των περιφράξεων, ούτε για τη φεουδαρχία ούτε ακόμα ακόμα για την ανάπηρη άμεση δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας, των λευκών αθηναίων ανδρών αριστοκρατών. Ρωτήστε τον πατέρα σας, τον παππού σας αν υπέγραψε ποτέ κανένα κοινωνικό συμβόλαιο ή αν άκουσε από τον δικό του παππού ή από τον οποιοδήποτε κάποιον που να το έκανε. Αυτό ας το έχουμε υπόψιν μας και για εκείνους που συμμετέχουν στο κίνημα. Ο συσχετισμός δυνάμεων και πως αυτός κατανοούμε πως αποτυπώνεται δεν είναι πάντα σωστός. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πολυτεχνείο την Πέμπτη το βράδυ της 13/11 και η άλλη μέρα το πρωί πάλι στον ίδιο χώρο.

Δεύτερος μύθος είναι πως η κατάληψη είναι μια «δημοκρατική’ συνθήκη και ένα μέσο πίεσης, μάλιστα πολλές φορές ακούγεται και ως το τελευταίο μέσο. Η κατάληψη όπως και η απεργία δεν είναι ούτε δημοκρατική, ούτε παράνομη, ούτε νόμιμη. Είναι δίκαιη. Είναι ένα πολιτικό τετελεσμένο γεγονός, μια άμεση απαλλοτρίωση χώρου στην προκειμένη περίπτωση και παραγωγικής διαδικασίας και τέλος μια σχέση δύναμης . Σκοπός της είναι η οικειοποίηση του χώρου και εξασφάλιση ότι δεν θα υπάρξει επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση και στον ήδη υπάρχον συσχετισμό δυνάμεων. Αν γίνει αυτό τότε απέτυχε.

Ερχόμενοι τώρα περισσότερο κοντά στις σημερινές συνθήκες. Ας δούμε τι κάνουμε λάθος και τι σωστό. Είναι αναγκαίο να ορίζουμε τους εαυτούς μας ως εργαζόμενους. Η μη συνειδητοποίηση πως το ωράριο του φοιτητή έχει άμεση σχέση με την αγορά εργασίας είναι εγκληματικό. Πολύ περισσότερο δε σε σχολές όπως η ιατρική που η εφημερίες, τα νοσοκομεία και η πρακτική απέχουν πολύ από το αναγεννησιακό πρότυπο του homo universallis .Υπό αυτό το πρίσμα είναι λάθος η συνδιαλλαγή με μέρος φοιτητών που έχουν λύσει τα ζητήματα επιβίωσης τους ή κάνουν πως δεν τους αγγίζει η οικονομική εκμετάλλευση. Μπορεί όλοι οι φοιτητές να έχουν κάποια minimum φοιτητικά συμφέροντα αλλά απέχουν ταξικά, ο ένας από τον άλλο και μάλιστα ακόμα περισσότερο απέχουν και ταυτοτικά. Προφανώς εγώ ως cis-straight-λευκός-άνδρας «παίζω» τη ζωή σε ευκολότερο επίπεδο από μια trans-μαύρη-συμφοιτήτριαα μου. Πράγμα που σημαίνει ότι σε ένα δημόσιο χώρο οφείλω να αναγνωρίσω και να παραμερίσω τα προνόμια μου πριν σταθώ αλληλέγγυος απέναντι της με σκοπό την επικάλυψη των ετεροτήτων. 

Ένα ακόμα μεγάλο ζήτημα που προκύπτει στο κίνημα είναι η ιδεολογικοποίηση της απραξίας. Άμεση απόρροια αυτής της εννοιολογικής σχέσης που προείπαμε περί εργατικής συνείδησης. Ένα μέρος του κόσμου που βρίσκει τον εαυτό του στο κίνημα μισεί της τάξεις γιατί δεν έχουν συνείδηση. Έστω, ότι δεχόμαστε πως η τάξη μας δεν συνειδητοποιεί την θέση της και μάλιστα υιοθετεί ακροδεξιές απόψεις ώρες ώρες. Δεν αρκεί όμως, η συνεχόμενη προσπάθεια να εξηγήσουμε πως προλετάριος το 2014 δεν είναι μόνο ο βιομηχανικός εργάτης αλλά ακόμα και αυτός που κάνει delιvery, πόσο μάλλον, ο αόρατος άνθρωπος, ο μετανάστης ή ακόμα και ο δημοσιογράφος που δουλεύει με μπλοκάκι και δεν έχει καμία συνδικαλιστική κάλυψη. Δεν αρκεί ένα «αλήτες, λέρες, εργατοπατέρες» ή «φοιτητοπατερες» όταν κάποια συνδικαλιστική γραφειοκρατία βυθισμένη στην ηττοπάθεια της νομιμοποιεί πρακτικές που πάνε το κίνημα πίσω. Είναι αναγκαίο ο κόσμος να δει νίκες. Και σε μια εποχή που έχει διαρραγεί το κοινωνικό συμβόλαιο, πεθαίνει το παλιό και γεννιέται το καινούριο, σε μια εποχή που μένει να προσδιοριστεί, μπορεί να δει ακόμα και άμεσες νίκες. Και εδώ είναι μεγάλο το χρέος μας και η ευθύνη ώστε να διασφαλιστεί ότι θα κάνουμε ότι μπορούμε για αυτές τις νίκες και οφείλουμε να δούμε το μέγιστο πολιτικό λάθος της φυγής από το πολυτεχνείο την Πέμπτη και την Παρασκευή και να διασφαλίσουμε ότι δεν θα ξαναγίνει. Διότι έτσι και παραμέναμε είτε η κυβέρνηση θα έκανε γαργάρα τις εξαγγελίες για τέλος των καταλήψεων είτε θα συλλάμβανε σε ένα όργιο καταστολής 500 και φοιτητές. Οπότε θα τις τέλειωνε και το παραμύθι για μειοψηφίες ενώ θα όξυνε με τον πιο καθαρό τρόπο τον ταξικό ανταγωνισμό και θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου. 

Αντίθετα λοιπόν, οι φοιτητικοί σύλλογοι χωρίς να συζητήσουν αποφάσισαν κάποιοι πρωτοπόροι να αποχωρίσουν. Στο σημείο αυτό να αναγνωρίσουμε ότι εκ των υστέρων μέρος των πολιτικών δυνάμεων αυτών αναγνώρισαν το λάθος και πήραν την πολιτική ευθύνη. Τώρα για να μην ξαναγίνει κάτι τέτοιο και για καλύτερο συντονισμό θεωρώ πως πλέον είναι φανερότατη η ανάγκη για τη συγκρότηση ενός τριτοβάθμιου οργάνου φοιτητικού συνδικαλισμού. Ούτε καν ένας απλός συντονισμός γενικών συνελεύσεων και σε καμία περίπτωση κάτι αντίστοιχο της ΕΦΕΕ. Να εξηγηθώ. Οφείλουμε να βλέπουμε τον φοιτητικό σύλλογο ως πρωτοβάθμιο σωματείο τηρουμένων των αναλογιών. Οπότε με βάση την γενική συνέλευση και μακριά από διοικητικά συμβούλια μπορούμε να οργανωθούμε σε δεύτερο βαθμό σε τοπικές οργανώσεις, πχ φοιτητικοί σύλλογοι Κομοτηνής, Αθήνας κτλ και εφόσον αναγνωρίζουμε την οικονομική εκμετάλλευση ως πρωταρχική, αναγνωρίζουμε και τα επαγγελματικά ζητήματα και συμφέροντα ως κοινά, οπότε σε δεύτερο βαθμό θα ωφελούσε πραγματικά και μια κλαδική οργάνωση πχ φοιτητικοί σύλλογοι γεωπονικών σχολών, νομικών σχολών κτλ. Τέλος αυτές οι οργανώσεις θα εκπροσωπούνται σε μια πανελλαδική φοιτητική ομοσπονδία.

Όλο αυτό το σχέδιο φυσικά, προϋποθέτει πως βάση θα είναι οι γενικές συνελεύσεις και πως οι αποφάσεις τους δεν θα μπορούν να αμφισβητηθούν από καμία από τις παραπάνω βαθμίδες, όπως αντίστοιχα και σε δεύτερο βαθμό οι αποφάσεις των κλαδικών και τοπικών οργανώσεων δεν θα μπορούν να αμφισβητηθούν από την ομοσπονδία. Ενώ όσοι συμμετέχουν σε τυχόν επιτροπές ή ομάδες εργασίας θα πρέπει να είναι άμεσα ανακλητοί και με περιορισμένο χρόνο συμμετοχής σε αυτές ώστε να αποφεύγονται τυχόν τυχοδιωκτικές ή γραφειοκρατικές παρεμβολές στο στόχο της ομοσπονδίας και των γενικών συνελεύσεων.

Τελικώς, μένει να δούμε τι θα συμβεί. Παρόλα αυτά είναι ελπιδοφόρο το κύμα μαζικών καταλήψεων απέναντι στην αυταρχικότητα, την υποβάθμιση των γνώσεων μας και τελικώς της ζωής μας. Ας ελπίσουμε σε μια καλύτερη και ποιο συντονισμένη δράση απέναντι στην καταστολή και στην αφύπνιση του εργατικού κινήματος αρχής γεννωμένης από την κομβικής σημασίας γενική απεργία της πέμπτης 27/11.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Το γραφείο που γράφεις είναι γραφείο τελετών


Η πιο συχνή εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό από την πόλη, είναι εκείνη έξω από το παράθυρο. Ειδικά, εκείνο το μωβ χρώμα πίσω και πάνω από τις πολυκατοικίες και τις κεραίες, έξι με εφτά το απόγευμα που χειμωνιάζει και δεν βρέχει. Είναι η εικόνα που βλέπεις όταν έρχονται διάφορες ερωτήσεις στο μυαλό. Τείνω να πιστεύω πως το να γράφω είναι μια εγωιστική συνήθεια που απέκτησα για να μην νιώθω μόνος. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχω φίλους ή ανθρώπους που νοιάζομαι ή νοιάζονται για μένα, απλά το βλέπω ως μια υπαρξιακή ερώτηση από την παιδική μου ηλικία ακόμα. Με τι γεμίζει η μοναξιά ;


Ο περισσότερος κόσμος γεμίζει αυτό το πηγάδι της μοναξιάς, με το οποίο γεννιόνται όλοι οι άνθρωποι, με άλλους ανθρώπους . με μύθους, αυταπάτες, έρωτες και μπόλικη αισιοδοξία. Όμως, είναι και οι μαύροι καιροί σαν τους σημερινούς, που η αισιοδοξία πάει περίπατο σε μπουρδέλα της Chinatown και σε εφιάλτες σαν το γυμνό γεύμα του Μπάροουζ. Υπήρξαν και καιροί βέβαια που πρόλαβα να ζήσω, που οι αυταπάτες μιας ενορχηστρωμένης ντεκαντένσιας δημιούργησαν ποτάμια αισιοδοξίας. Ρέματα σαν εκείνα από τα οποία καταγόμαστε. Μήτρα μας τα ρέματα της Αττικής και σπόρος τους η Αθήνα. Ναι, αυτή η πόλη που όλοι μισούμε και αγαπάμε ταυτόχρονα, αλλά και εκείνη που συνηθίζει να κάνει το πηγάδι βαθύτερο. Είναι εκείνο το «canzone arrabbiata» που συνεχίζει να ξυπνά την ίδια οργή κάθε φορά που το προαναφερθέν πηγάδι βαθαίνει. Όσους μύθους και να το γεμίσεις, η σαπίλα της κοινωνίας θα το κάνει πιο βαθύ, ειδικότερα σε εκείνους που το φεγγάρι παύει να ναι σύμμαχος και γίνεται εχθρός.

Ο Καμύ δηλώνει πως η μόνη ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί είναι εκείνη της αυτοκτονίας, το ίδιο και ο Σαίξπηρ αλλά εγώ καταλήγω πως αυτή δεν είναι μια κραυγή, υπαρξιακή που σκοπό έχει την ανθρωπότητα ή τον εαυτό. Δεν έχει σαφή στόχο, είναι κάπως άπειρη, σαν το πηγάδι της μοναξιά που βρίσκεται στις καρδίες μερικών ανθρώπων. Αυτό που γράφω δεν είναι απαισιόδοξο. Είναι αντί-αισιόδοξο. Είμαι απέναντι και ενάντια στους αισιόδοξους, καθώς δεν είναι σκοπός το μισογεμάτο ποτήρι. Ούτε το μισοάδειο βέβαια. Σκοπός δεν είναι να γεμίσεις το πηγάδι με έρωτες και φιλίες. Φιλία και χάδια κάτω από τη μέση. Ναρκωτικά κάθε είδους και γνωριμίες χωρίς ουσία. Πόσο μάλλον με μύθους κι αυταπάτες. Σκοπός είναι να σπάσεις τα ποτήρια. Να γκρεμίσεις το πηγάδι πριν καταλάβεις ότι όλα αυτά που πετάς μέσα δεν θα το γεμίσουν ποτέ.

Από μικρός πάλι, έχω σχηματοποιήσει μια εικόνα στο μυαλό μου. Να πηγαίνω από το παιδικό μου δωμάτιο στην κουζίνα του σπιτιού μου, να ανοίγω το συρτάρι, να παίρνω ένα αρκετά κοφτερό μαχαίρι και να δοκιμάζω την τύχη μου απέναντι στο θάνατο. Αυτή η γνωστή απορία του Άμλετ. Και μάλιστα, είναι κάτι που κάνω σε διάφορες ηλικίες. Ένα όνειρο του ξύπνιου, σαν εκείνους τους διαλόγους που χτίζω μέσα μου στα πιο απίθανα μέρη, με τους πιο απίθανους ανθρώπους, καθώς περπατάω στο δρόμο. Το ίδιο που θα κάνω και μόλις τελειώσω αυτά που σας λέω. Είναι μια συνήθεια αυτή που σε σηκώνει από την καρέκλα, δήθεν λίγο για να πάρεις αέρα και όταν ξαναέρχεσαι σε πλήρη επίγνωση του τι κάνεις, είσαι στην άλλη άκρη της πόλης.

Γενικά θεωρώ πως οι μάχες που δίνουμε ως άνθρωποι, μάλλον καλύτερα μιλώ πιο συγκεκριμένα εδώ, για εκείνους που θεωρώ συγγενείς. Για Δον Κιχώτες που οι ερωτήσεις τους γυρίζουν γύρω από το μηδέν, είναι συγκεκριμένες. Οι μάχες αυτές απέναντι στη μοναξιά και το διαρκές χάσιμο μιας νεότητας που δεν υπόσχεται τίποτα απλά γεμίζει άλμπουμ με φωτογραφίες και φτιάχνει ιστορίες για να λέμε και σπάνια για να ζούμε, χάνονται συνήθως γιατί χάνουμε τις στιγμές. Αυτό είναι που ξεχνάμε και εγώ και οι συγγενείς μου. Ναι, προφανώς το έχει ξαναπεί ο Ρόμπιν Γούιλιαμς στο κύκλο των χαμένων ποιητών με το δικό του Carpe Diem και ο Eno στο Heroes, απλά είναι καλό να το ξαναλέμε. Ζούμε μια ζωή γεμάτη από τελετές μύησης και αρχιερείς άλλους ανθρώπους που μας μύησαν στην μελαγχολία του Chesnutt και σε άλλα παράξενα φρούτα σαν την Billie Holiday.

Απόκληροι από την νόρμα, χωρίς θεό και αφέντη είναι δύσκολο να ζει κανείς. Ευκολότερο νομίζω ότι το κάνει αυτό που κάνω τώρα και άλλες παρόμοιες συνήθειες. Κάποτε, οι άνθρωποι για να αποδείξουν την υψηλότερη μορφή νοημοσύνης κατά Πόε, την τρέλα έστελναν επιστολές ο ένας στον άλλο και αργότερα μίξαραν κασέτες για να χαρίζουν. Παντοτινή ήταν η μάχη με τη λευκή σελίδα, με τη μοναξιά, με το μηδέν. Γυρίζουν οι υπάρξεις μας γύρω από το μηδέν.

Χρώματα στο μηδέν βάζουν διάφορες τάσεις φυγής. Όμορφη φούγκα το κρασί. Όμορφη φούγκα ο τρελός χορός με το horses της Patti Smith γύρω από το κόκκινο τραπεζάκι στο δωμάτιο. Εκείνο το κοστούμι της Alicia Silverstone στο Crazy. Μικρά σιντριβάνια αγάπης και άλλες ιστορίες για να λέμε. Όμως, ξαναλέω φωτογραφίζουμε τον κόσμο για να τον θυμόμαστε όταν γεράσουμε και ξεχνάμε να τον ζήσουμε. Για αυτό νικάει η πραγματικότητα. Όταν ξεχάσουμε να φωτογραφίσουμε θα ζήσουμε για λίγο το όνειρο.

Λέει σε μια ταινία «παίρνουμε την αγάπη, που πιστεύουμε ότι αξίζουμε». Η αλήθεια είναι πως αξίζουμε όλη την οργή που μπορούμε να αντέξουμε. Απέναντι στη μοναξιά, τους ανθρώπους, απέναντι σε ένα τοίχο που χτυπάμε μέχρι να ματώσουν τα χέρια μας. Και το κάνουμε αυτό γιατί όση αγάπη και αν παίρνουμε, με τη νοοτροπία μας το πηγάδι όλο και βαθαίνει. Κάθε σταγόνα αγάπης ισοδυναμεί με ένα μέτρο περισσότερο βάθος στο πηγάδι αυτό της μοναξιάς. Η μόνη ερώτηση είναι  να ζει κανείς ή να μην ζει. Αν ζει καλά ή όχι καθορίζεται από το αν θα γκρεμίσει το πηγάδι και όχι από το αν στερεύει ή είναι γεμάτο. Οι στιγμές περνούν και οι φωτογραφίες μένουν πίσω.

Μπορώ να πω πως υπήρξε και Λόττε υπήρξε και Ιουλιέττα στη ζωή μου. Εκείνη που το άγγιγμα της με έκανε να ζω. Εκείνη που όταν φιλούσα ένιωθα άπειρος, έξω από την πραγματικότητα, σε ένα όνειρο. Υπάρχουν προφανώς και άλλες που δεν μίλησες καν, που κοίταξες φευγαλέα στο δρόμο και σε στοίχειωσαν για μέρες. Άλλες που δεν είχες τα κότσια να τους πεις  μια καλημέρα, όσο και αν προσπάθησες και θα υπάρξουν και άλλες στο μέλλον. Απλά, πάλι, όλα αυτά δεν γεμίζουν το κενό. Δίνουν μερικά χτυπήματα στο μηδέν και το μηδέν επιτίθεται ακόμα πιο δυνατά κάθε φορά

Το μηδέν χτυπάει δυνατά. Μπλέκεις σε καυγάδες και τρως πολύ ξύλο, φτύνεις αίμα και νιώθεις αυτό το διαρκές τσούξιμο στην γλώσσα, όταν από την λύσσα την δική σου και τα καλά χτυπήματα του αντιπάλου, έχεις δαγκωθεί και έχεις πληγώσει γλώσσα και ούλα. Αλλά είναι το καλύτερο οι μώλωπες στα χέρια και στις αρθρώσεις των δακτύλων, εκεί που συγκεντρώνεται η οργή και καταλήγει στη μύτη ενός μαλάκα ή ακόμα σε ένα άσπρο ντουβάρι. Εκεί είναι μια άλλη κατάσταση απείρου. Εκεί είναι εξ’ ορισμού στιγμή. Η οργή έχει σπάσει το φακό της μηχανής, έχει κάνει ρωγμή στο πηγάδι. Ναι συνήθως, η αγάπη και ο έρωτας κάνουν την οργή να ξεχειλίζει και η αυγή της επόμενης μέρας, με τον πονοκέφαλο και τον πόνο στις αρθρώσεις, είναι που νιώθεις βασιλιάς και την αιτία βασίλισσα. Καλοί είναι οι καυγάδες. Να μπλέκεται σε αυτούς ειδικότερα σε καιρούς αισιοδοξίας, σε καιρούς δύσκολους σε βρίσκουν αυτοί από μόνοι τους. Απλά, μην τους αποφεύγεται. 

Σαν επίλογος. Η αλήθεια μου είναι ότι δεν ξέρω γιατί το έγραψα όλο αυτό. Απλά, νομίζω ότι είναι καλό κανείς να γίνεται εγωιστής με συνήθειες που προκαλούν κακό στον εαυτό του. Καυγάδες, το γράψιμο, το ποτό, τον έρωτα. Είναι ρωγμές στο πηγάδι της μοναξιάς. Εκείνη που γνώρισες σε ένα πάρτυ είναι ρωγμή. Εκείνη η άλλη που γνώρισες σε ένα μπαρ είναι ρωγμή. Απλά, όταν τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μας που δεν προλάβαμε να τα γνωρίσουμε ακόμα ή έχουμε μερικές υπόνοιες για μερικά επαναστατήσουν, άρα υπάρξουν, τότε μόνο θα γίνουν τα ρέματα χείμαρροι να γκρεμίσουν τα πηγάδια της μοναξιάς μας .

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

7 Ρουμπαγιάτ και 2 Χαϊκού της πόλης



Ρουμπαγιάτ
Ι
Μέσα στο χωράφι του Αβεκίννα,
μιλώντας για ελευθερία με εμένα,
συζητώντας με τον εαυτό εν χορώ,
σε κυνικό ιαμβικό ρυθμό.
II
Στη γωνία, ήλιος, ιδρώτας στο 813,
μετά, ατέρμονη συζήτηση πάνω σε μια ταξιανθία,
στρατοί ολάκεροι από σκέψεις,
σε χαζές αλλεργίες μιας πόλης δίχως βλέψεις.
III
Πατρίδα, μνήμες σιδερένιες,
με άλλων μαζί πυρωμένες,
πατριώτης και διεθνιστής,
άνθρωπος όπου γης πατρίς.
IV
Στα βουνά του Λόρκα,
μετανάστης, miseria porca,
Αμέρικα, Αμέρικα, όλο ξερατά,
ονειρεμένη Ισπανία, βουτηγμένη στα σκατά.
V
Δυο τρία μαξιλάρια και κουβέρτες,
κάτουρο στη γωνία, άστεγοι και επαίτες,
τοπίο αστικού ρεαλισμού,
βορά στο Μολώχ του καπιταλισμού.
VI
Πίσω από την πόρτα τα κλειδιά
και αν μπει ο κλέφτης σώπα
μπας και κάνεις όνειρα,
στις πραγματικότητας το πόνεμα
VII
Κανείς, γράφει την ιστορία του σώματος του,
δεν χωρούν μοραλιστικοί ιδεαλισμοί του μυαλού του
Pater Omnipotens Aeterna Deus
η καθολική ένωση αιδοίου και πέους.

Χαϊκού
I
Πουλί έκατσε
στο τραπέζι και ήπιε
νερό πολέμου 
II
Στη φτέρνα μπότα
για μια επανάσταση
ώρα ειρήνης  

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Σκακιστικό διήγημα


Ήταν ένα ακόμα, από εκείνα τα νεουορκέζικα απογεύματα στο σέντραλ παρκ. Λίγο πιο πέρα από εκεί που έπιναν καφέ τα φιλαράκια. Είχε λίγα σύννεφα αλλά δεν προμήνυε βροχή ο καιρός. Είχε δροσιά, ήταν δεν ήταν 20 οι βαθμοί της κλίμακας του κελσίου. Στο ίδιο εκείνο υπαίθριο σκάκι που κάθονταν κάθε απόγευμα σχεδόν ήταν και τώρα αντίκρυ, ο 85χρονος  Σκοτ και ο 83χρονος Τζιμ . Με τα ρυτιδιασμένα τους πρόσωπα και τα χέρια τους που έτρεμαν λόγω γήρατος, έπαιζαν την καθιερωμένη τους παρτίδα. Η σκιά από τις πανύψηλες φτελιές είναι αρκετή για τους νεοϋορκέζους έτσι ώστε ποτέ μα ποτέ να μην καταριούνται τον ήλιο που βγαίνει που και που στην πόλη τους.

Οι φτελιές είναι δέντρα ιδιαίτερα διαδεδομένα στη Βόρεια Αμερική. Για εμάς τους ευρωπαίους συνηθίζεται να της μπερδεύουμε με άλλα δέντρα πιο διαδεδομένα εδώ όπως με ευκαλύπτους ή ακόμα και έλατα. Παρόλα αυτά ήδη πριν τον αποικισμό της Αμερικής οι αυτόχθονες ινδιάνοι τους είχαν αποδώσει μαγικές ιδιότητες. Ήταν ιερά δέντρα για τα μητριαρχικά έξι έθνη των Ιροκέζων . τα μακριά σπίτια χτίζονταν μόνο από το ξύλο τους. Μάλιστα, λέγετε πως το 1775 , όταν η επανάσταση που γέννησε της ΗΠΑ ξεκίναγε, οι Ιροκουά της κοιλάδας του ποταμού Μοχώκ αποφάσισαν να συμπράξουν με τους άγγλους μόνο και μόνο γιατί μια γυναίκα των Μοχώκ είδε στον ύπνο της μια τεράστια φτελιά να γίνεται βάρκα και μέσα της να βρίσκεται νεκρός ο στρατηγός Ουάσινγκτον. Κάπως έτσι λοιπόν, ο θρυλικός Ronaterihonte βαμμένος στο κόκκινο και το μαύρο, τα χρώματα του πολέμου, έπεσε για το βασιλιά Γεώργιο.

Ο τζίμ είχε τα άσπρα. Άνοιξε το πιόνι του βασιλιά δύο θέσεις. Ο Σκοτ απάντησε με το πιόνι από το Γ7 στο Γ5. Σικελική άμυνα.

-          Ξέρεις Τζίμ, του είπε. Ποια ήταν τα τελευταία λόγια του Φιλίπ Λακρουά στον αγαπημένο του Ronaterihonte ;
-          Αυτοί οι δύο δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο ;
-          Ναι, μα δεν ήταν ένας. Ήταν πολλοί. Ήταν πατέρας, καθολικός, Μοχώκ, πολεμιστής, ιερέας, μέντορας, κυνηγός.
-          Τι είπε λοιπόν; Ρώτησε ο Τζιμ, φέρνοντας τον αξιωματικό στο Γ4
-          Τουλάχιστον είχα κρυοπάγημα στη μύτη μου, μπότες στα πόδια μου και διαμαρτυρία στο στόμα μου.
-          Ωραίος τρόπος να αποχαιρετήσεις τον κόσμο αλλά εδώ που τα λέμε αυτό μοιάζει σαν κάτι που θα έλεγε ο Βαντσέτι ή ο Σπάις την ώρα του τέλους.
-          Ε, όσο να ναι μοιάζουν. Ανταπάντησε ο Σκοτ.
-          Ρε συ Σκοτ, θυμάσαι εκείνες τις δύο κοπέλες στο Τιτάνια από την Ιταλία. Ήμουν 15 χρονών, όταν φύγαμε από το Μπέλφαστ και δεν θα ξεχάσω ποτέ πως ήταν εκείνες οι δυο φιλενάδες από την Ιταλία.
-          Ναι η μία ήταν η Μόνικα και η άλλη η Στέλλα. Έπαιζε ο Μπιγκ Μπιλ τα βράδια τη φυσαρμόνικα μέσα στα αμπάρια για μας κι οι Ιταλοί χόρευαν ταραντέλες. Πόσο όμορφη ήταν η Στέλλα. Γύριζε το καφέ της φουστάνι γύρω γύρω. Άσπρο ήταν ακόμα το φουστάνι της όταν πέρασε από τη συνοριακή Μοδένα στην Ελβετία. Μέχρι να φτάσει στο Μπέλφαστ είχε γίνει καφέ. Αλλά ήταν όμορφη, είχε ίσια μακριά μαλλιά και όταν ίδρωνε στη ζέστη του υπερωκεανίου, έπεφταν σαν στάχια και έκρυβαν το βλέμμα της. Είχε και εκείνη την παράξενη προφορά.
-          Και η Μόνικα, πόσο όμορφη ήταν . πάντα ξύπναγε λίγο πιο πρωί από όλους να προλάβει να βάψει τα χίλια της. Να μην την δούμε χωρίς αυτό το βαθύ κόκκινο πάνω τους. Λες και όταν κοιμόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο μας ένοιαζε το κραγιόν. Η Μόνικα ήταν μια θεά, με τα κατσαρά της μαλλιά, το μαυριδερό της δέρμα και τα πράσινα μάτια της
-          Δεν χορέψατε και μια φορά μαζί ρε Τζίμ ;
-          Ναι και ήταν η ομορφότερη στιγμή της ζωής μου. Εμείς οι Ιρλανδοί, πάντα μαζευόμασταν όλοι μαζί θυμάσαι και περιμέναμε να τελειώσουν οι Ιταλοί να χτυπήσουμε και μείς τα πόδια μας όσο πιο δυνατά γινόταν στο πάτωμα, σε αυτό τον άτυπο διαγωνισμό γρήγορου χορού. Είχε έρθει εκείνη στο τραπέζι μας και με είχε αρπάξει από το χέρι και το μόνο που θυμάμαι είναι να γυρίζω γύρω γύρω, χωρίς να ξέρω τα βήματα, απλά να γυρίζει όλο το δωμάτιο και το μόνο σταθερό να ναι η Μόνικα που μάλλον γέλαγε μαζί μου με τον τρόμο που είχε αποτυπωθεί στα μάτια μου.
-          Η Στέλλα θυμάμαι ήταν η πρώτη που φώναξε στο κατάστρωμα «Αμέρικα, Αμέρικα». Ήταν γραμμένο στα μάτια της ότι εκείνη θα το έβλεπε πρώτη, μέσα στην ομίχλη τον τεράστιο πυρσό, που τρέξαμε να δούμε όλοι μετά, καθώς η μπουρού βούιζε περνώντας δίπλα από το ομορφότερο γαλλικό δώρο. Από τότε που έφυγε από το Τορίνο είχε γραμμένη τη φλόγα της ελευθερίας στα μάτια της .

Περαστικοί δεν σταμάταγαν να περνάνε ποτέ από εκείνο το σημείο όπου έπαιζαν η δύο παλιοί ιρλανδοί μετανάστες σκάκι. Άλλοι έκαναν Τζόκινγκ, άλλοι έγλυφαν ένα παγωτό, άλλοι έβγαζαν βόλτα ένα σκύλο. Φοιτητές και φοιτήτριες διάβαζαν και μια μικρή ομάδα έκανε πρόβα ένα θεατρικό.

-          Τη βλέπεις Σκοτ, την πρωταγωνίστρια. Δεν μοιάζει με τη φίλη σου τη Τζέιν ; είπε ο τζίμ την ώρα που έτρωγε με τον αξιωματικό του, τον ιππότη του Σκοτ.
-          Ναι, δίκιο έχεις. Και εκείνη είχε εκείνη την εποχή την τάση να φοράει παντελόνι, το ίδιο καφέ αέρινο θα έλεγα σχεδόν πάντα. Συνήθιζε να φοράει και έναν κόκκινο γαλλικό μπερέ. Μάλλον, της είχαν πει πώς να έμοιαζε με γαλλίδα θα χε μεγαλύτερη πέραση στους άντρες. Από ένα χωριό στην Αιόβα ήταν και τα λεφτά που έβγαζε δουλεύοντας στη λάντζα, όπως εμείς, μόνο για τα δικά μας δόντια ήταν. Ανάθεμα και αν ξέραμε και μείς πως έμοιαζαν οι γαλλίδες. Μια φορά μόνο είχαμε περάσει έξω από ένα μαγαζί κάπου στα 1950 που έπαιζε τρομπέτα ο Μάιλς Ντέιβις και ήταν το μαγαζί γεμάτο από εύπορους και μερικούς λευκούς χιπστερς. Τότε είδα για πρώτη φορά πως ήταν μια γαλλίδα και τότε ήταν το τελευταίο βράδυ με την Τζέιν. Εκείνη ήταν που πληγώθηκε γιατί δεν της έμοιαζε στο ελάχιστο παρά την προσπάθεια της. Η Τζέιν έφυγε, εγώ ποτέ δεν θα την έδιωχνα για αυτό. Κλείστηκε στον εαυτό της, δεν ξανάκουσα για εκείνη.
-          Τόσες και τόσες κοπέλες ρε συ Σκοτ. Πως μείναμε τελικά μόνοι μας ; θυμάμαι εγώ πήγαινα πολύ καλά με μια κοπέλα που δούλευε σε ένα χοντογκάδικο λίγο πιο κάτω από τον προβλήτα 5 του λιμανιού, τότε που φορτώναμε τα εμπορεύματα στους σκυλοπνίχτες των τσιγκούνηδων ελλήνων. Ήμασταν μαζί 2 χρόνια ώσπου δεν άντεξε να με περιμένει να την παντρευτώ . ήθελα αλλά οι παπάδες τότε ζήταγαν 80 δολάρια την τελετή. Που να βρω εγώ τόσα; Εγώ, την είχα ερωτευτεί πρώτα από όλα γιατί ήταν όμορφη και χαμογελαστή ακόμα και μετά από 12 ώρες στη δουλεία . αλλά ακόμα πιο πολύ την είχα αγαπήσει γιατί μου έφερνε με το που τέλειωνε την βάρδια της ένα χοτ ντογκ στα κρυφά να φάω. Εσύ πως έμεινες μόνος ;
-          Έμενα δεν με ήθελε πότε να παντρευτώ. Δεν ξέρω γιατί αλλά ποτέ δεν έτυχε να χω κοπέλα πάνω  από χρόνο. Πάντα κάτι γινόταν. Την μία έφευγε αυτή να κυνηγήσει την τύχη της αλλού. Θυμάμαι μάλιστα, μια κοπέλα που κάπνιζε πιο πολύ από ότι κάπνιζα ακόμα και εγώ. Ήμασταν μαζί αρκετό καιρό. Νομίζω, ήταν παραδουλεύτρα σε ένα σπίτι στα βόρεια, μάλλον στους Νίκερμποκερ που είχαν το νοσοκομείο. Μια μέρα, ανακάλυψα ότι δεν ήταν παραδουλεύτρα αλλά πόρνη σε ένα από τα πορνεία του μαλάκα του Ντικ Μπιγκχεντ που τότε έκανε ότι δεν μας ήξερε εμάς τους Ιρλανδούς. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν το ανακάλυψα εγώ, αλλά ο πατέρας της που ήρθε και την πήρε με τη βία πίσω στο Σπρίνγκφηλντ της Βοστώνης που είχαν έναν μύλο. Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε, άσε που δεν ήθελα κιόλας.

Η ώρα περνούσε, είχαν παίξει αρκετές παρτίδες. Ισόπαλοι ήταν. ώσπου ο Τζίμ έκανε το τελευταίο ματ.


-          Άντε, δεν είναι ώρα να πηγαίνουμε, είπε ο γέρος με τις ρυτίδες στο πάλλευκο δέρμα του προσώπου του, ο Σκοτ

Ο Τζιμ κοίταζε με μανία τους θάμνους πίσω τους.

-          Πάντα περίμενα να βγει ένας σκίουρος από δω. Ποτέ δεν είδα κάποιον. Άντε πάμε.

Σηκώθηκε από το τραπέζι, αφού έβαλαν και οι δύο τα πιόνια πάλι τη θέση τους. Πήγε δίπλα στον Σκοτ. Πλησίασε τα χείλη του στα δικά του και τα ακούμπησε απαλά πάνω τους. Δεν είχε πλέον τη δύναμη άλλων δεκαετιών που τον φύλαγε σαν θύελλα. Στηρίχτηκαν ο ένας σύντροφος στον άλλο και κίνησαν να πάνε σπίτι τους. Χαμογέλασαν σε δύο περαστικά ζευγάρια που επιτάχυναν την πορεία τους για τις δικές τους φωλιές, αφού η Νέα Υόρκη γινόταν βροχερή εκείνη την ώρα.


-          Μάλλον εσύ ήσουν ο γάμος μου, είπε ο Σκοτ.