Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Ερωτευμένος Προμηθέας



Ήταν που λες, που καθόμασταν αντικριστά σε κεινο το μπαρ. Κάποια στιγμή, μέσα στις γιορτές πρέπει να ταν, που καθόμασταν σε κείνο το σκοτεινό μπαρ, με αυτό τον κίτρινο, σχεδόν άρρωστο φωτισμό που πάντα μ άρεσε. Ξέρεις, την περιεργαζόμουν αρκετή ώρα, έτσι όπως έπινε την μπύρα της μαζί, με κάτι φίλες της.

Είχε πιάσει κοτσίδα τα μαύρα της μαλλιά και απλώς άφηνε δυο τούφες να πέφτουν πλάι στα αυτιά της. Σαν μια γυναίκα που χε φανταστεί σε κάποιο σκοτεινό μοτέλ του αμερικάνικου νότου ο Nick Cave. Έπαιζε και το Do you love me η μπάντα πολύ. Γενικά, ξέρεις, εγώ πάντα διασταυρώνω το βλέμμα μου με τους ανθρώπους. Πάσχω από μια μανία που με κάνει να νομίζω ότι μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις τους. Κάνω διάφορες εικασίες και απασχολώ τον εαυτό μου με, καθώς πίνω το ουίσκι μου με τις διάφορες ιστορίες που φτιάχνουν οι άλλοι για μένα.

Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν πως το βλέμμα της έμοιαζε διαφανές, σαν γλυκερίνη.  Δεν υπήρχε καν εκείνο το πέπλο που χρειάζεται να σηκώσεις για να δεις μέσα στο μυαλό των ανθρώπων. Ήδη  μου χε στερήσει το αγαπημένο μου παιχνίδι. Δεν χρειαζόταν να ψάξω περαιτέρω για το πώς θα την κέρδιζα. Είχε αυτή ήδη αποφασίσει ότι θα με κερδίσει. Σηκώθηκε από την καρέκλα και με σταθερό βήμα προχώρησε προς την τουαλέτα. Με προσπέρασε χαμογελώντας και συνέχισε. Μετά από ένα σύντομο αλλά αχόρταγο ταξίδι στις καμπύλες του κορμιού της επέστρεψα στο ποτό και το τσιγάρο μου.

Μόλις βγήκε, δεν περίμενα άλλο. Την έπιασα από το μπράτσο και της είπα στο αυτί ότι θα περίμενα αιωνίως μέχρι να εμφανιζόταν στο αυτοκίνητο μου που ήταν στη γωνιά του δρόμου. Την άφησα να πάει στις φίλες της, πλήρωσα τον μπάρμαν και βγήκα από το μπαρ. Έκατσα στο τιμόνι και περίμενα, μετά από πέντε λεπτά, άνοιξε η πόρτα, έκατσε στη θέση του συνοδηγού, είπε «πάμε» και φύγαμε. Πήγαμε προς την παραλία και δεν μιλήσαμε καθόλου στο δρόμο, πάρκαρα κάπως παράμερα και κάτσαμε σε ένα παγκάκι που ταν εκεί.

Το πρώτο που κάνε ήταν να τυλίξει τα πόδια της γύρω μου, καθώς ο κορμός της είχε εναποθέσει το βάρος τη πάνω μου. Φιλιόμασταν αρκετά, πριν εκείνη πρώτη αποφασίσει να δοκιμάσει τις ερωτογενείς ζώνες στο λαιμό μου και εγώ ανταποκρίθηκα κάπως λαίμαργα στο δικό της. Άνοιξα τα κουμπιά από το πουκάμισο της και καθώς πίεζα τα βυζιά της  προς τα πάνω, ζουλώντας τα σε μια μίμηση μιας αρχέγονης πράξης , μητριαρχικής προέλευσης, ένιωθα με τις άκρες των δακτύλων μου τις ρώγες της να τινάζονται. Στη γλυκερίνη του βλέμματος της, τώρα είχε προστεθεί νίτρο, μια εκρηκτική μίξη που έκανε την ηδονή ακόμα μεγαλύτερη. Ή μάλλον, την κάβλα ακόμα μεγαλύτερη. Η κάβλα, όπως και τα ρόδα, όποιο όνομα και αν τους δώσεις πάλι  κάβλα είναι.

Τότε απλώς την σήκωσα και την ξάπλωσα, λίγο άτσαλα στο καπό, κατέβηκα όλη την κοιλιακή της χώρα μέχρι το εφηβαίο της, φιλώντας την και ξεκούμπωσα το τζιν της. Ήταν εκείνη τη στιγμή που αγγίζοντας με τη γλώσσα μου το αντικειμενικά, πανέμορφο αιδοίο της, τινάχτηκε προς τα πίσω. Απτόητος προς το παρόν, συνέχιζα να πειράζω την κλειτορίδα της και να συμπλέκω δυνατά τα δυο μου δάχτυλα με το εσωτερικό του κόλπου της. Εκείνη και αν πόναγε ένιωθε αυτό το λυτρωτικό πόνο, της έξαψης που περιγράφει και ο θείος Marquis στη φιλοσοφία στο Μποβουάρ ( μπουντουάρ μάλλον, αλλά οκ)

Μπορώ να πω πλέον πως εκείνα τα περήφανα χείλη ήταν έτοιμα πλέον αν υποδεχτούν τη κρεάτινη ρομφαία μου, που και να μην ήταν δεν μπορούσα να περιμένω πιο πολύ, έτσι σιγά σιγά στην αρχή και με ορμή πιο  μετά, σε αυτό το πάρτι ενδορφινών, άφησα τα καυλομυριστά δάκρυα πάνω στην κοιλιά της και εκείνη τη δική της ροη πάνω στο δικό μου σώμα. φιληθήκαμε σαν να μην υπήρχε αύριο, ντυθήκαμε και με κοίταξε με τα δύο σαν από μάνγκα μάτια της και αυτό το πελώριο χαμόγελό της, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο και γυρίσαμε στο μπαρ. Εκείνη πήγε πάλι στις φίλες της και γω μέσα στον ιδρώτα και τους χυμούς της, χαιρέτησα τον μπάρμαν και εκείνος μου βαλε το ποτό μου.

Εκείνη έφυγε, δεν ξαναμιλήσαμε όλη τη νύχτα. Εμένα όμως ρε φίλε κάτι με έπιασε. Ήθελα να της κάνω καντάδα. Μάζεψα δυο φίλους από το μπαρ, πήραμε  δυο κιθάρες και πήγαμε κάτω από το σπίτι της. Ξεκινήσαμε με το γιλεκάκι που φορείς, είπαμε 2-3 ακόμα αλλά εκείνη δεν έλεγε να φανεί στο μπαλκόνι. Δεν ξέρω γιατί, μάλλον στον κόσμο της ακόμα η ηθικολογία την έκανε να ντρέπεται ή απλά μπορεί και να κοιμόταν. Όμως, ξέρεις κάτι ρε φίλε, αν κάποιος μπορεί να ναι ευτυχισμένος τότε είναι που πρέπει και να πεθαίνει. Για αυτό τράβηξα και γω το ρεβόλβερ μου από τη τσέπη , το χωσα στο στόμα μου και πάτησα την σκανδάλη. Μια σερενάτα του θανάτου που ο αυτόχειρ δεν πήγε από πίκρα αλλά από γλύκα.

Και τώρα στέκομαι εδώ μπροστά σου για να με δικάσεις. Ναι, εσύ, νέε άνθρωπε. Ο θεός έχει πεθάνει, ούτε μεταφυσική χρησιμότητα έχει πλέον. Η μεγάλη όμως μαγκιά του χριστιανισμού ήταν που έκανε τον άνθρωπο να θεωρεί τη δίκη μέρος της ζωής και να μην την μεταθέτει την ώρα της μεταφυσικής υπόσχεσης. Για αυτό και μια φορά που πήγε ο άνθρωπος να γίνει θεός, το γάμησε στις δίκες και τελικά απέτυχε. Ακόμα δεν είχε αποκηρύξει το ρομαντισμό.

Για αυτό σου λέω κάνε εμένα τον προφήτη σου, αλυσόδεσε με στον Καύκασο να τρώει τα σωθικά μου ο αετός. Γιατί εγώ δεν είμαι ρωμαίος, δεν είμαι Βέρθερος. Δεν αυτοκτονώ από πίκρα αλλά πιο ευτυχισμένος από ποτέ, απλώς γιατί ένιωσα μέσα της, απέναντι στην ηδονή, τόσο μηδαμινός μπροστά στο χαμόγελό της. Έτσι τώρα φωνάζω από τις κορυφές του Καυκάσου. Ερωτεύσου και μετά σκότωσε τη ζωή σου. η ύπαρξη μου θα μείνει μια για πάντα το φωτεινό παράδειγμα. Ο νέος άνθρωπος πρέπει να πεθάνει και αυτός , σαν τον θεό. Το βέλος του χρόνου πρέπει να τον χτυπήσει όμως, μόνο όταν θα ναι ερωτευμένος. Μόνο τότε, θα νικήσουμε.