Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Εκείνη

Είναι όλα αυτά που θες να πεις. Που δεν βγαίνουν τα λόγια που έχεις προετοιμάσει μόνος σου τόσες φορές.που δεν τα είπες ούτε όταν την πρωτοείδες, ούτε σε τσακωμούς, ούτε σε όμορφες στιγμές ούτε πουθενά. και αν της έλεγες δυο σ αγαπώ τι έγινε ; Τι σημασία είχε και αν τα πίστευες, αν υποκρινόσουν ή όχι ; Είναι η μορφή της, το χαμόγελο που σου πετά από μακριά καθώς έρχεται και συ νιώθεις ότι δεν το ζεις στο τώρα αλλά σε κάποια ταινία, που δ΄'ινουν στις λέξεις άλλο νόημα. είναι αυτός ο έρωτας που δεν μοιάζει με έρωτα, παρα μάλλον με ομορφιά. σαν δυο αγάλματα αναγεννησιακά που κάνουν το μυαλό σου να εκρήγνυται.

Χάνουν το νόημα οι λέξεις. οι λέξεις έχουν να κάνουν με τη μνήμη και εσύ δεν θυμάσαι κάτι αντίστοιχο. Προφανώς οι ρίζες που τόσο βαθιά αναζητάς στην ανθρώπινη σοφία για να βρουν τις λέξεις να το περιγράψουν χάνονται μονάχα από το γεια που θα ρθει να σου πει. Μια λέξη, μονάχα μια λέξη από εκείνη δημιουργεί το νεφέλωμα που μέσα του καταρρέει ολάκερη η ανθρώπινη ιστορία. και μένεις εσύ μονάχος, σαν έξω από το σώμα σου να παρατηρείς από μακριά τον εαυτό σου, να κομπιάζει, να ιδρώνει, να χάνεται. Να φαίνεται τόσο ηλίθιος μπροστά στον τελευταίο άνθρωπο που θα θελες να μοιάζεις ηλίθιος.ένα παιδί, που αναζητά φροντίδα πλέον μπροστά της, ανίκανος να παραδεχθείς πως είναι εδώ μπροστά σου ολοζώντανη.

Μοιάζει με όνειρο η στιγμή και εσύ σαν να κοιμάσαι. περνά φευγαλέα από το μυαλό σου εκείνη η σκηνή που την χάζευες ξαπλωμένη δίπλα σου, να κοιμάται, να τρέχει σε άλλους γαλαξίες, πιο δίκαιους, πιο όμορφους ο λογισμός της. και τα μάτια της ακόμα προστατευμένα κλειστά, να μην γνωρίζουν την ασχήμια και τη ματαιότητα τούτου του κόσμου. ώσπου ξυπνά, τρίβει τα μάτια της να σε δει καλά, σκάει ένα χαμόγελο και αναρωτιέται πόση ώρα την κοιτάζεις. και μοιάζει άπειρος ο χρόνος και ας ήταν μονάχα ένα λεπτό.

ψάχνεις στα βιβλία να ταυτίσεις καταστάσεις, φοβάσαι να πορεύεσαι στο άγνωστο. και είναι η Λάουρα, η Λόττε, η Ιουλιέτα που της μοιάζουν. Φοβάσαι ακόμα πιο πολύ γιατί ξέρεις πως κάτι τέτοιες ιστορίες καταλήγουν πάντα πικρά. Είτε ψάχνεις για Αφροδίτες είτε για την ωραία Ελένη, το μόνο που θα μπορέσεις να πεις είναι το "Στάσου, μην φεύγεις", όταν εκείνη ψελλίσει ένα σ αγαπώ και φύγει μακριά, να πάει στη σχολή της.

Είναι εκείνη οι έρωτες που συζητάγαμε παρέα στην παραλία και κατέληγαν πάντα σε μια δολοφονία της ύπαρξης. Γίνονταν αστερισμοί που τους ονοματίζαμε αγκαλιά, ένα καλοκαίρι, καθισμένοι στην άμμο, την ώρα που ο ουράνιος κήπος θόλωνε από τη φωτιά εκεί δίπλα. Κάθε τέτοιος έρωτας έληγε με μια αυτοκτονία. Αλλά τι νόημα έχει η ύπαρξη όταν οι στιγμές την κάνουν να μοιάζει μικρή ; Είναι ύβρις προς τον έρωτα τούτος ο κόσμος, Μέσα στη μιζέρια του είναι άδικο να ερωτεύομαι μια γυναίκα σαν εσένα και να μην μπορούμε να κάνουμε βόλτα πάνω στα καπούλια του Ροσινάντε σε αυτούς τους αστερισμούς, να μας κοιτάζουν άλλοι ερωτευμένοι, σε άλλες παραλίες και να ζηλεύουν εμάς, που γίναμε άχρονοι και παίζουμε παιχνίδια στον νυχτερινό ουρανό.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Οι χοίροι υΐζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν, οι όφεις ιΰζουσιν



1.2 Η ελληνική περίπτωση

Όπως έχουμε δει και σε προγενέστερα κείμενα είναι αδύνατο να κάνουμε κάποια ανάλυση για την ελληνική πραγματικότητα χωρίς να πάρουμε υπ’ όψιν την τάξη των νοικοκυραίων. Σαφώς και δεν μπορεί να νοηθεί τάξη παρά μόνο με υλικούς όρους και ως εκ τούτου είναι αδόκιμο να λέμε τέτοια τους νοικοκυραίους. Παρ’ όλα αυτά εξίσου αδόκιμο είναι να τους ονοματίζουμε και μεσαία τάξη καθώς τα μόνο που κάνουμε είναι να καλλιεργούμε αυταπάτες. Οι νοικοκυραίοι είναι προλετάριοι που στο φαντασιακό τους έχουν πειστεί πως είναι μικροαστοί.

Είναι αδύνατο να μπορέσει σε μια οικονομία που μέχρι το 50 ήταν αγροτική να δημιουργηθεί μια τόσο μεγάλη αναδιανομή πλούτου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα έτσι ώστε να δημιουργήσει από το πουθενά μεσαία τάξη, για αυτό θεωρούμε τους νοικοκυραίους τάξη, ως μια κοινωνική ομάδα που βρίσκεται ανάμεσα στη μεγαλοαστική τάξη της χώρα και το όλο και πιο εξαθλιωμένο προλεταριάτο. Το πρόβλημα λοιπόν, έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν οι υλικοί όροι ώστε να θεωρηθεί τάξη αυτή η κοινωνική ομάδα, αντίθετα όμως υπάρχουν οι ψυχολογικοί εκείνοι όροι που μαζικοποιούν αυτή την ομάδα με κυριότερο την ευχή ή την ελπίδα καλύτερα για κοινωνική ανέλιξη. Ουσιαστικά στο φαντασιακό του νοικοκυραίου η όποια ηθική έκπτωση ή ζημιογόνα για το σύνολο στρατηγική δικαιολογείτε από τη φράση «όλα για το παιδί μου».

Μία φράση που έχει διττή σημασία. Ναι μεν, λειτουργεί απενοχοποιητικά για τις όποιες επιλογές τους αλλά και ομαδοποιητικά για την ψυχολογία του. Η ένταξη στη μάζα με υλικούς όρους ονομάζεται τάξη , με ψυχολογικούς όρους ας ρωτήσουμε τον Καστοριάδη  (που έχει πει και παπαριές), εγώ δεν μπορώ να βρω καταλληλότερη λέξη να την περιγράψει. Ίσως μάλιστα γιατί αυτή η ομαδοποίηση γίνεται και για πρώτη φορά στην ιστορία και γιατί είναι βαθιά αντιδιαλεκτική. Οπότε δανείζομαι τον όρο τάξη για να το περιγράψω.

Τώρα, που τελειώσαμε με τις παραδοχές, θα ήθελα να αναλύσουμε αυτό το όλα για τα παιδιά μου . το οποίο ίσως είναι και το κλειδί για την κατανόηση της εκπαιδευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Την οποία ήδη στην εισαγωγή ονομάσαμε ταξική ασυνειδησία.

«Τον δίδαξαν [ τον λαό] πως για να ζήσει, να γίνει μεγάλος και δοξασμένος σαν τους μεγάλους προγόνους του, πρέπει να ξαναζωντανέψει τις φόρμες της ζωής τους.» γράφει ο Δ. Γληνός. Και κάπως έτσι , λειτούργησε η εκπαίδευση του ελληνικού κράτους από την αρχή της ίδρυσής του μέχρι τουλάχιστον τη μεταπολίτευση. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ελέω Όθωνα κυρίως  δανείστηκε τουλάχιστον αρχικά τον εκπαιδευτικό του προσανατολισμό από το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Και μιας και οι αριστοκράτες Βαυαροί είχαν την κλασσική παιδεία να λατρεύουν κάθε τι απολλώνιο αλλά και επειδή το ελληνικό κράτος χρειαζόταν έναν ιδρυτικό μύθο ώστε να νομιμοποιείτε από μια δήθεν ιστορική συνέχεια, ήταν πολύ εύκολο να πήξουν τα παιδιά, κυρίως εύπορων οικογενειών που προετοιμάζονταν για μελλοντικοί προύχοντες με Αριστοτέλη και Πλάτωνα και φυσικά να τους διαλύσουν στην εξαντλητική γραμματική και συντακτική ανάλυση, κάτι που συνεχίζεται έως τις μέρες μας. Ίσως μάλιστα, ο λόγος που γίνεται αυτό να ναι ο συγκεντρωτισμός που επιδείκνυε ο γερμανικός εκπαιδευτικός προσανατολισμός και δανείστηκε και ο ελληνικός.

Ένας συγκεντρωτισμός που αποτυπωνόταν κυρίως στην κατάρτιση ενός εθνικού αναλυτικού προγράμματος απευθείας καθοδηγούμενο από το υπουργείο παιδείας και φυσικά τον εξέχοντα ρόλο των κλασσικών επιστημών, που τάιζαν τα παιδιά με εθνικούς μύθους, πράγμα που γίνεται μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του παραγκωνισμού της επιστήμης είναι το γεγονός ότι μέχρι το 1904 το φυσικό και το μαθηματικό θεωρούνταν τμήματα της φιλοσοφικής σχολής.

Και κάπου εδώ, κάπου ανάμεσα στους Βαλκανικούς πολέμους είναι που ίσως έχουμε την μεγαλύτερη αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Όμως, πριν μιλήσουμε για αυτόν κάθε αυτόν τον βενιζελικό εκσυγχρονισμό είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για το γενικότερο πλαίσιο της παράλληλης ανάδυσης του αστικού κράτους στην Ελλάδα.

Ουσιαστικά η χώρα το 1910 και γύρω από αυτό ελεγχόταν από μεγαλοτσιφλικάδες. Κάπου εκεί όμως έρχεται η ανάγκη, για να μην χαθεί κιόλας η χώρα σε κάποιο τριτοκοσμικό πλαίσιο, να υπάρξει μια κάποια αστική επανάσταση. Εργοστάσια ανύπαρκτα, οπότε ποιοι θα  οικειοποιηθούν αυτόν τον ρόλο ; Μα φυσικά η εκκλησία, οι μεγαλοτσιφλικάδες, άντε και η εναπομένουσα επτανησιακή αριστοκρατία. ( τα Επτάνησα, κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά ακόμα και σήμερα μοιάζουν να βρίσκονται σε άλλη χώρα ). Ποιο όμως θα ταν το συνεκτικό στοιχείο αυτής της καινούριας αναδυόμενης τάξης ; Μα, φυσικά το ήδη υπάρχον τρίπτυχο Ηγέτης-Λαός-Γη.
Μα εσάς, ω ψεύτες, τη ζωή
που αρνιέστε να δουλέψτε,
σας έδεσα στ’ αλέτρια μου·
για ν’ ανεβείτε ένα σκαλί
και λίγη γης να οργώστε
σας κέντησα τη ράχη σας
βαθιά με τη βουκέντρα !
Γραφεί ο Σικελιανός στον αλαφροΐσκιωτο, το στερνοπαίδι της επτανησιακής αριστοκρατίας και κάνει από την αρχή ξεκάθαρο το νέο καθεστώς. Το εξής ίδιο απλά με πιο σύγχρονη καταστολή και περισσότερη εκμετάλλευση. Δεν μπορώ να μην κάνω εδώ τη σύγκριση με την Ισπανία, τον Francisco Ferrer και το Escuela Moderna  , την εκεί αριστοκρατία και την ιερά εξέταση του καθολικισμού. Όμως ας επιστρέψουμε στα δικά μας. 

Κάπου εκεί το 1910, ιδρύεται ο «εκπαιδευτικός όμιλος». Μέλη του, οι Παύλος Νιρβάνας, Ανδρέας Καρκαβίτσας και άλλοι. Εκείνοι μαζί με τον υπουργό παιδείας Τσιριμώκο εγκαθιδρύουν την οργανωμένη αστική εκπαίδευση στην Ελλάδα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, ίσα ίσα δίνεται η ευκαιρία στο λαό, μέσω της δημοτικής κυρίως να μην παραμείνει αναλφάβητος. Το πρόβλημα, με την συγκεκριμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ουσιαστικά η εγκαθίδρυση τριών βασικών ιδεολογημάτων που διέπουν το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μέχρι σήμερα . τον λαϊκίστικο αντιδιανοουμενισμό, την αποτύπωση στο φαντασιακό της ανάγκης αυθεντίας και τέλος το ιδεολόγημα του κακού ξένου.

Στους νέους από τότε μέχρι σήμερα αποτυπώνονται αυτά τα τρία ιδεολογήματα. Το μεν πρώτο, ως λαϊκισμός είναι βαθιά αντιλαϊκός και αφετέρου ως αντιδιανοουμενισμός ακόμα και στις πιο αριστερές του εκδοχές ευνοεί διανοούμενους που θέλουν να μπουν στο παιχνίδι της εξουσίας. Το δεύτερο είναι αυτό που είπαμε και πριν, το τρίπτυχο Ηγέτης-Λαός-Γη δεν αλλάζει, η καθοδήγηση γίνεται δομικό χαρακτηριστικό του φαντασιακού των νεοελλήνων και τέλος το ιδεολόγημα του κακού ξένου. Για όλα φταίνε οι ξένοι σε αυτή τη χώρα, ακόμα και το καλύτερο παιδί της γενιάς του 30, αυτής της «προοδευτικής» και «αισιόδοξης» γενιάς, ο ξευτίλας ο Ελύτης ουσιαστικά όταν αποφασίζει να ιδεοφορήσει μέσα στην αφέλεια του το μόνο που έχει να επιδείξει είναι αυτά τα χαζά εθνικοαπελευθερωτικά στο Άξιον Εστί. Αυτή η γενιά του 30 το μόνο που έχει να δείξει είναι αυτή η αφελής επιθετικότητα. Και μιλώ για αυτή τη γενιά γιατί ουσιαστικά είναι η πρώτη γενιά που έχει δεχθεί την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Ουσιαστικά μια αφελής επιθετικότητα που εκδηλώνεται με τον «ξένο», μάλλον τον Καρυωτάκη έχει στόχο αλλά και αυτός ξένος δεν ήταν ως προς την γενική σηψαιμία αυτής της κοινωνίας. Τέλοσπάντων, τρία ιδεολογήματα τα οποία αναπαράγονται μέχρι σήμερα είναι αυτά που προέκυψαν από τον Βενιζελικό εκπαιδευτικό εκσυγχρονισμό.

Εδώ λοιπόν, είναι κάπου που πρέπει να περάσουμε σχεδόν μισό αιώνα ιστορίας απλώς και μόνο γιατί η εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ως προς το ποιόν της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν άλλαξαν από τα ψηλά βουνά μέχρι τη μεταπολίτευση. Μπορεί να άλλαξε η αντικειμενική γνώση αλλά η διδασκαλία τους συστήματος δεν άλλαξε, ακόμα και στις αντιβενιζελικές μεταρρυθμίσεις μετά τις εκλογές του 22’.

Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να κάνουμε μια αναλογία. Το κράτος δεν μπορεί να έχει ηθική, το πολύ πολύ να έχει αστυνομία λέει ο Καμύ. Για αυτό ακριβώς η συζήτηση περί νόμιμου και παράνομου δεν είναι συζήτηση ηθικής φιλοσοφίας αλλά καπιταλιστικών συμφερόντων και οφείλει να ξεκινά από το ίδια αφετηρία. Το κράτος ορίζει τι είναι νόμιμο. Και ο μοχλός που οδηγεί στην παρανομία είναι ο ίδιος που ο πολίτης ζει στη νομιμοφροσύνη. Η Αστυνομία. Η διαπλοκή της αστυνομίας με το έγκλημα είναι η μοναδική εξήγηση στο συγκεκριμένο ζήτημα. Το έγκλημα όπως κάθε τι στον καπιταλισμό είναι μια παραγωγική διαδικασία. Το παράνομο και το νόμιμο δεν είναι παρά ένας κύκλος εργασιών και η αστυνομία είναι το βασικό γρανάζι αυτού του κύκλου εργασιών.

Αντίστοιχα και η εκπαιδευτική διαδικασία ως κρατικός θεσμός οφείλει και αυτή να παράγει. Στο πρώτο μέρος μιλήσαμε για την εκπαιδευτική διαδικασία στο εξωτερικό και τη συσχετίσαμε με την μισθολογική άνοδο. Εδώ, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ζήσαμε και πολύ κεϋνσιανισμό, συν το γεγονός ότι ουσιαστικά η χώρα μέχρι το 50 τουλάχιστον ζούσε στο μεσαίωνα με οικονομικούς όρους, εξ’ ου και είναι λογικότατο η μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που αστικοποιήθηκε βιαίως τις δεκαετίες του 50 και του 60 να ζει με μια πολύ μεγάλη δίψα για υλικά αγαθά και να θαμπώνεται με τα προϊόντα, να τα φετιχοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στο εξωτερικό, δεν μπορούμε να συσχετίσουμε τόσο πολύ την εκπαίδευση με τη μισθολογική άνοδο και κατ’ επέκταση την πτώχευση των ασφαλιστικών ταμείων με την εντατικοποίηση των σπουδών αλλά περισσότερο με άλλου είδους πολιτικές που μας αρέσει να τις βαφτίζουμε σκάνδαλα (πχ δομημένα ομόλογα) και με την ίσως μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω βασιζόμενη στη μαζική ψυχολογία και το ρόλο των ΜΜΕ, το χρηματιστήριο το 99.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, εδώ, θα έπρεπε να υπάρχει μια νέα παραγωγική διαδικασία και το πάνσοφο ελληνικό κράτος σκέφτηκε το έγκλημα και τη λογική του παράνομου και του νόμιμου. Έτσι λοιπόν ,έχουμε το φαινόμενο που ονομάζουμε παραπαιδεία και αντίστοιχα τον εξής απλό κύκλο εργασιών: εκπαιδευτική διαδικασία-φροντιστήριο με το ρόλο της αστυνομίας ή του βασικού γραναζιού να τον παίζουν οι πανελλήνιες.

Είναι λοιπόν , η παραπαιδεία εκείνη που λειτουργεί ως μπαταρία αυτού του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο μηχανισμός που ολοκληρώνει την υποτιθέμενη κοινωνική ανέλιξη είναι οι πανελλήνιες και η παραπαιδεία η μπαταρία αυτού του θεσμού, που εξασφαλίζει την αναδιανομή πλούτου πάντα από τα κάτω προς τα πάνω. Η υπεραξία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος δημιουργείτε και ορίζεται στους πίνακες των φροντιστηρίων.

Πιο συνοπτικά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως από τη στιγμή που το τάισμα με έθνος έπαψε να αποτελεί παραγωγική διαδικασία, μιας και η ελληνική κοινωνία έπρεπε να μπει κάποια στιγμή σε εκσυγχρονιστικά πλαίσια ή καλύτερα, να μπει στο ρόλο της στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, έπρεπε να κάνει ένα άλμα από τη νεωτερικότητα που ποτέ δεν πέρασε σε ένα πιο μεταμοντέρνο( πέρα από το ηλίθιο της λέξης, έτσι επικρατεί να ορίζεται το σήμερα) ρόλο. Εδώ λοιπόν, ήταν πολύ σημαντική η διατήρηση του ραγιαδισμού και σε αυτό το στόχο κινήθηκε η κρατική εκπαιδευτική πολιτική στη μεταπολίτευση. Στην ταξική ασυνειδησία.

Στην χώρα κάπου εκεί μετά την χούντα κατέστη δυνατό ένα ιδιότυπο νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Ένα κοινωνικό συμβόλαιο που προϋπόθετε από τη μεριά της τάξης που θα δημιουργούνταν, των déclassé του προλεταριάτου, να χρησιμοποιήσουμε και έναν όρο του 19ου αιώνα, τον ραγιαδισμό και από την μεριά των καπιταλιστών την πρόθεση να εγγυηθούν ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά αυτής της τάξης.

Αυτή η πρόθεση μόνον και μόνο από το γεγονός ότι εντάσσεσαι αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο, όπως κάθε κοινωνικό συμβόλαιο παύει να είναι πρόθεση γίνεται υπόσχεση. Ουσιαστικά γνωρίζουμε πως οι εξουσιαστές ορίζουν το μέλλον του προλεταριάτου μέσω της εξαπάτησης και της εκμετάλλευσης. Αυτή η εξαπάτηση άσχετα αν υπάρχει αυτός ο όμορφος φιλοσοφικός ευφημισμός του Ρουσσώ που ονομάζουμε κοινωνικό συμβόλαιο, παίρνει τη μορφή υποσχέσεων ανάλογων της βασιλείας των ουρανών στο φαντασιακό των εκμεταλλευόμενων. Ουσιαστικά σε αυτή την παράδοξη μεσσιανική πίστη το θεός φυλαξοι μετατρέπεται σε όλα για τα παιδιά μου και αντίστοιχα αυτό το χρέος προς το θεό περνά από τη μια γενιά στην άλλη όπως κάθε χρέος. Γίνεται μια ηθικιστική προσταγή η οποία κονιορτοποιείτε στο σύγχρονο καπιταλισμό και οδηγεί σε μια βαθιά υποκριτική στάση ανάλογη του σταυρού που κάνουν οι νοικοκυραίοι όταν περνούν έξω από εκκλησίες.

Ακριβώς αυτή η υπόσχεση είναι που δίνει ρόλο ύπαρξης στην κρατική εκπαίδευση στην Ελλάδα. Από την μία η εξουσιαστική τάξη εξασφαλίζει μέσω της παραπαιδείας τους υλικούς πόρους για την εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ ταυτόχρονα προάγει την ταξική ασυνειδησία, δημιουργώντας νέους καλύτερους κάθε φορά νοικοκυραίους.