Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ο μικρόκοσμος του ηλεκτρικού



Ευτυχώς που στα πρώτα τρένα, τις πρώτες πρωινές ώρες δεν έχεις χρόνο να περιμένεις. Έρχονται πάντα γρήγορα . όταν όλη η υπόλοιπη βασανιστική μέρα είναι μπροστα σου  ο χρόνος της αναμονής στους κρύους πρωινούς σταθμούς του ηλεκτρικού είναι μηδαμινός. Το ενοχλητικό είναι πάντα αυτός ο θρασύς ήχος από τις πόρτες του τρένου. Σαν να απομονώνουν βίαια το βαγόνι από τον υπόλοιπο κόσμo.

Στην πρώτη στάση θα μπει μια κοπέλα μέσα, θα κάτσει απέναντι μου, ξανθιά με γαλανά μάτια και πρόσωπο κατακόκκινο από τον ήλιο, χαρακτηριστικό βόρειο πρότυπο. Θα βγάλει πρώτα το χέρι της έξω από το παράθυρο και μετά θα σηκωθεί ολόκληρη να βγάλει και το κεφάλι της. Να χαθεί στο αεράκι της αυγής και εγώ την ίδια ώρα να χάνομαι στη δίνη της απελπισίας. Η αντίθεση αυτής της πλήρωσης και της απελπισίας στον ίδιο μικρόκοσμο του βαγονιού. Οι δικές της σκέψεις να ναι όνειρα και υποσχέσεις που πετούν σαν πουλιά και από την άλλη τα δικά μου όνειρα και οι δικές μου προσδοκίες να καταρρέουν εκκωφαντικά χιλιοχτυπημένα στο έδαφος. Χάνεται εκείνη στα όνειρα και εγώ στην πραγματικότητα.

Θα σηκωθεί, θα φύγει στην επόμενη στάση, μια στάση το ταξίδι της. Το δικό μου πρόβλημα δεν είναι η δική της απουσία. Αναχώρησε εκείνη για τη δουλεία της, το σπίτι της, ποιος ξέρει ; Το δικό μου πρόβλημα είναι η δικιά μου αναχώρηση. Απουσία μιας άλλης που γίνεται όλο και πιο βαριά, όσο η ώρα περνάει, που οι πόρτες του μικρόκοσμου αυτού δεν μπορούν να διώξουν την θύμηση της μακριά. Να καθρεφτίζεται στα τζάμια, στο ίδιο το φεγγάρι που δίνει πλέον τη θέση του στην καινούρια μέρα. Είναι στιγμές που η αναχώρηση γίνεται απλώς για να κατανοήσεις πόσο μοιάζει μακρινή μια συγκεκριμένη μορφή και να εξασφαλίσει η μοίρα όλες αυτές τις στιγμές που θες να χώσεις μια σφαίρα στο κεφάλι σου. Να πετάγεται εκείνη στο παράθυρο και να σε πείθει να μην το κάνεις. Με το ίδιο χαμόγελο, τα ίδια μάτια και το ίδιο φέρσιμο.

Νταπ-ντουπ ξανά οι πόρτες χαλούν την ευγενική της μορφή. Τον τρόπο που μιλά. Το πώς κατά τύχη συναντιούνται τα χέρια μας και τα πόδια μας κάτω από το τραπέζι και εγώ τραβιέμαι πίσω σαν να με χτύπησε αστραπή. Από αντίδραση σε όλες αυτές τις μικρές οικειότητες που σαν μαχαίρια σε χαράσσουν για μια ζωή σαν και τύχει και χαθείς στις προσδοκίες σου. Όταν μ αγκαλιάζει και γω κατακοκκινίζω ολόκληρος μπας και κάνω κάτι και  χαλάσω αυτήν την ευγένεια, αυτήν την κατανόηση της ζωής με το υψηλότερο κριτήριο. Την ίδια ώρα να δημιουργεί παραισθήσεις σαν το firebird του Stravinsky, όπως δηλαδή κάνει το LSD της ζωής, η μουσική. Ο κόσμος μέσα σε αυτό το απλό της άγγιγμα, κρύβεται γιατί ντρέπεται να φλυαρήσει τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του για τη ζωή. Ο έρωτας πάντα είναι η μόνη αξία σε τούτο τον παράλογο κόσμο.

Θέλοντας να πάμε και πιο πέρα αυτό το αξίωμα. Αλήθεια, τι μας ενοχλεί όταν είμαστε ερωτευμένοι ; Αυτό που βλέπουμε ή αυτό που φανταζόμαστε. Η ζήλεια περισσότερο λειτουργεί στη φαντασία. Τα φιλία που δίνει σε άλλους  λειτουργούν ως αναγκαία τροφή για τη φαντασία, αν τύχει όμως και αυτή η εικόνα γίνει πραγματικότητα, τότε εξορίζεσαι στο βασίλειο της τρέλας. Η διαστροφή αυτή του έρωτα, η τρέλα . αν ερωτευτείς και δεν φλερτάρεις έστω και για στιγμές με την τρέλα, τότε είσαι ήδη νεκρός, η ζωή δεν έχει καμιά αξία, ζεις στη λογική τούτου του ζοφερού κόσμου όπου το συναίσθημα δεν έχει θέση και ο πόθος εξοβελίζεται από την κυριαρχία της καθημερινότητας. Μόνο λύπη νιώθω για εσένα που είσαι λογικός. 

Περνάμε όμως, στάσεις και έχει ήδη αρχίσει να ξημερώνει , έχω φτάσει ήδη πολύ μακριά σου. Πολύ μακριά από όλες αυτές τις οικειότητες και έχω δρόμο ακόμα να διασχίσω για τις μεγάλες εκείνες, στην άμμο της παραλίας, στο εξοχικό, στα θέατρα του εξωτερικού και τους θερινούς σινεμάδες. Όλες αυτές τις άγιες και όσιες στιγμές στο προσκύνημα του ναού των ανθρώπων. Και είναι εκείνο το ίδιο ερώτημα. Το σημαντικότερο που έθεσε ποτέ η φιλοσοφία, το σημαντικότερο που ξεστόμισε άνθρωπος σε όλη την ιστορία και το μόνο που αξίζει να απαντηθεί. Αυτό του πρίγκιπα της Δανιμαρκίας. Να ζει κανείς ή να μην ζει.

Η κατάργηση της ύπαρξης είναι αδύνατη. Η αξία της ύπαρξης είναι που διακυβεύεται. Γιατί και ο νεκρός υπάρχει και μάλιστα βρίσκει ζωή στη σημερινή σαπίλα. Το σκέφτομαι άρα υπάρχω είναι τουλάχιστον ανεπαρκές. Αντίθετα, το εξεγείρομαι άρα υπάρχω του Καμύ ορίζει αξία. Παρ όλα αυτά η μόνη αξία που οδηγεί στην εξέγερση είναι η αγάπη για τη ζωή, ο αληθινός έρωτας. Η αξιοπρέπεια και η ευθύνη να παραδώσεις στον έρωτα της ζωής σου έναν κόσμο δικαιοσύνης και ελευθερίας χωρίς τους παραλογισμούς της σημερινής πραγματικότητας. Το μέλλον με εκείνη οφείλει να ναι ιδανικό και εσύ να παλέψεις για αυτό αλλιώς δεν έχεις ερωτευτεί, αλλιώς δεν εξεγείρεσαι, αλλιώς δεν υπάρχεις οπότε κατ επέκταση δεν μπορείς εσύ να δώσεις απάντηση στο ερώτημα του Άμλετ.

Μέσα στον παραλογισμό, το μόνο λογικό είναι η διαρκής ροπή στην αυτοκτονία. Τείνουμε να πηδήξουμε από ένα γκρεμό για να πιάσουμε το «σ αγαπώ» που γράφει στα σύννεφα. Γενικά γνωρίζουμε μάλιστα πως τα ζώα δεν έχουν τέτοιες τάσεις αυτοκτονίας οπότε η ερώτηση αυτή είναι ανθρώπινη πάρα πολύ ανθρώπινη. Βέβαια λέγεται πως υπάρχει μια ευγενή ράτσα αλόγων, που όταν έχουν πυρώσει και καταπονηθεί πολύ, μπήγουν τα δόντια τους από ένστικτο και ανοίγουν μια φλέβα, για να μπορέσουν να ανασάνουν πιο ελεύθερα. Το ίδιο νιώθω και γω συχνά ειδικότερα όταν νιώθω ότι σε χάνω, θα θελα να τρυπήσω μια φλέβα για να κερδίσω την αιώνια ελευθερία. Είναι η φύση της ύπαρξης του ερωτευμένου που σέρνει μαζί του αυτή την ερώτηση. Και δεν μπορεί να απαντήσει παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Είτε λέγεται Ερωτόκριτος είτε Ρωμαίος.

Επόμενος σταθμός, Ομόνοια. Θα κατέβω από το βαγόνι και θα ξαναβγώ στην πραγματικότητα και ο άνθρωπος εκείνος που στον μικρόκοσμο του βαγονιού σκεφτόταν το προηγούμενο εικοσάλεπτο την αυτοκτονία, θα φάει λίγη καλοκαιρινή βροχή και θα πάει σπίτι να πιει έναν καφέ. Όλος εκείνος ο μικρόκοσμος θα χαθεί. Εκείνη όμως θα παραμείνει ζωντανή εδώ μπροστά,  η ίδια παραίσθηση, με το ίδιο ουράνιο χαμόγελο, σαν πριγκίπισσα που την σέρνουν πάνω σε ένα κοχύλι, στα κύματα του πελάγους οι νύμφες.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Gli occi tuoi sono come la vista di Castelo di san t’ Angelo



Ελάχιστο φως, όλοι προσπαθούν να κοιμηθούν και κανείς δεν μπορεί. Ο φόβος για την αυριανή μέρα τους αφήνει ξάγρυπνους. Να βλέπουν λάσπες, να θυμούνται τους ήδη νεκρούς συντρόφους και να μυρίζουν το κάτουρο και τη δυσωδία του θανάτου. Για τον πόλεμο μιλάνε με θαυμασμό μόνο όσοι δεν βρέθηκαν ποτέ σε πεδίο μάχης. Και εκείνος κουλουριασμένος σε μια γωνιά να προσπαθεί να γράψει ένα γράμμα πίσω στην αγαπημένη του.

« Δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω. Δεν αξίζει να σου περιγράψω τίποτα από αυτά που ζούμε εδώ. Ο πόλεμος μόνο σκατά και λάσπη είναι. Η μόνη ομορφιά βρίσκεται στο παρελθόν που κρύβονται όλες οι στιγμές που ζήσαμε μαζί και η θύμηση, η μνήμη  γίνεται ακόμα πιο γλυκιά μπροστά στην εποικημένη ώρα του θανάτου. Όσον, αφορά το μέλλον, είναι τα ιδανικά εκείνα, η πάλη για τη δικαιοσύνη και η νέμεσις σε αυτό που είπαμε κάποτε στους εαυτούς μας πως είναι ύβρις στον έρωτα αυτός ο κόσμος. Θα σε περιμένω, λοιπόν, να μου τα πεις όλα σε κάποιο διάδρομο ανάμεσα στα άστρα για το πόσο όμορφος είναι ο νέος κόσμος που η τάξη μας έφτιαξε από τα συντρίμμια του παλιού. Από τους ναούς της εκμετάλλευσης πως γεννήθηκαν ναοί στην αλληλεγγύη και πως από τα παλάτια της αδικίας χτίσατε νέα για τη δικαιοσύνη και όλους αυτούς του κήπους που φτιάξατε για τον έρωτα και τα πάρκα για την ομορφιά και τη χαρά. Είναι ο ουράνιος θόλος που διαγωνίζεται κάθε ζευγάρι πραγματικά ερωτευμένων να φτάσει. Να πάρει τα γκέμια από το άρμα του ήλιου, να πάνε βόλτα από την κόκκινη ανατολή στα μωβ δειλινά της δύσης και να γίνουν στο τέλος ένας καινούριος αστερισμός να χαζεύουν οι άνθρωποι και να προσπαθούν να φτάσουν.»

«Σαν εκείνους που χαζεύαμε από την κορυφή του Castelo di sant Angelo, λαδώνοντας τον φρουρό μόνο και μόνο γιατί είχες ξεκαρδιστεί με εκείνο το gli occi tuoi sono come la vista di Castelo di san t’ Angelo που είχα ξεστομίσει με τα χαζά μου ιταλικά στους δρόμους που κάποτε περπάταγε η Λάουρα και ο Πετράρχης και σαν να μην έφτανε αυτό έπρεπε να φωνάξεις και με όλη σου τη δύναμη από την κορυφή του κάστρου Ils sont fous ces romains, απλώς για να θυμηθούμε τις περιπέτειες του ανυπότακτου αστερίξ που διαβάζαμε αγκαλιά στον καναπέ εκείνου του μικρού διαμερίσματος στο κέντρο της Αθήνας, το μικρό μας καταφύγιο που απέφευγε τη βουή του κόσμου. Μονάχα εσύ στεκόσουν κάθε φορά στην κάσα της εσωτερικής πόρτας με ένα κρασί στο χέρι και να γίνομαι εγώ ήρωας κάθε φορά για να σου πω δυο λόγια. Κάθε μέρα ζούνε οι ήρωες, εκείνοι που βγάζουν μηλιά ξεπερνώντας το βάρος από τη θωριά της αγαπημένης τους και εγώ καλύτερος και πιο θαρραλέος από όλους, την ώρα που εσύ, το θαύμα αυτού του κόσμου στεκόσουν μπροστά μου και τα πόδια μου κόβονταν από τη μέση κάθε φορά που χαμογελούσες με αυτό το πελώριο χαμόγελο κοιτώντας με απευθείας στα μάτια με το δικό σου παραδεισένιο βλέμμα. Ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο.»

«Ψάχνω λόγια ποιητή να πετάξουν σαν πουλιά στα δικά σου αυτιά, μόνο που χάνω το μέτρο και κάθε μου αίσθηση με ξαναγυρίζει στο ίδιο σημείο. Όπου πρώτα ακούμπαγα με τη γλώσσα μου το μικρό στρογγυλό σκουλαρίκι σαν μαργαριτάρι που χες στ αυτί σου, πριν σιγά σιγά βρω τον αλαβάστρινο λαιμό σου, που και η Λόττε του Βέρθερου θα ζήλευε. Που ποιητές και λογοτέχνες, από τον Ορφέα μέχρι τον Χέλντερλιν, τον Σίλερ και τον Μπωτλαίρ δεν θα μπορούσαν να βρουν λέξεις να παραστήσουν μορφή αξιότερη από τη δικιά σου. Τυλιγμένη σε εκείνο το άσπρο φουστάνι που τ αστέρια έτρεχαν να κρυφτούν πίσω από τα σύννεφα στη ντροπή τους που έβλεπαν τέτοια ομορφιά. Τα ίδια εκείνα που στέκονταν αμείλικτα στον ορίζοντα όταν μαλώσαμε εκείνο το καλοκαίρι και κάναμε χωριστά διακοπές. Σε διαφορετικές παραλίες να μας θυμίζουν πόσο μακριά ήμασταν ο ένας από τον άλλο ενώ η χορωδία από την αστρική σκόνη έπαιζε για της καρδιές μας : «oh, my baby I love you more than I can tell/ I dont think I can live without you»»

«Αλλά ότι και να κάνω γυρίζω στην  ίδια εικόνα ξανά και ξανά, βλέπω το ίδιο όνειρο. Να σε ξυπνώ λίγο πριν φύγω για το μέτωπο, εσύ είσαι τυλιγμένη στο σεντόνι και εγώ με ένα φιλί στο γυμνό σου ώμο να γεύομαι για τελευταία φορά το δέρμα σου, ενώ εσύ έκανες αυτό το μακρόσυρτο «μμμ», τόσο ναζιάρικα όπως πάντα όταν σε ξύπναγα. Να φτιάχνουμε καφέ και να τρώμε το cheese cake με μαρμελάδα βατόμουρο που πάντα έφτιαχνες στις ιδιαίτερες περιστάσεις και να αγκαλιαζόμαστε την ώρα που χωνόταν ανάμεσα μας ο σκύλος μας ο μόρτης. Αν αξίζει για κάτι να πεθάνεις για αυτό αξίζει. Θα τα ξαναπούμε αιώνιοι πια στο νέο κόσμο ή και αν δεν τα καταφέρουμε θα βρούμε ένα καταφύγιο στα αστέρια, μια γωνία στον ουράνιο κήπο, μοναδικό μου τριαντάφυλλο.»

Τέλειωσε το γράμμα, το έβαλε σε ένα φάκελο, έγραψε διεύθυνση και το έδωσε σε κάτι συντρόφους που έφευγαν από τα χαρακώματα σαν τραυματίες. Δεν ξέρουμε αν έφτασε ποτέ το γράμμα ή αν έζησε εκείνος ή αν έχασε την Αρετούσα του πέφτοντας στη μάχη. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως εδώ στο άγαλμα των δύο ερωτευμένων η ανθρωπότητα ολάκερη νιώθει περήφανη που κέρδισε το τέρας. Που ζει όμορφα με ειρήνη, δικαιοσύνη, αδελφοσύνη και έρωτα. Ευχαριστούμε λοιπόν, εσάς τους άγνωστους ερωτευμένους.

Αυτά είπε το κοριτσάκι που είχε κληρωθεί να μιλήσει στην ετήσια γιορτή της ανθρωπότητας από την παγκόσμια ανθρώπινη συνομοσπονδία. Όλος ο πλανήτης ξέσπασε σε χειροκροτήματα και κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο άλλο χέρι φίλαγε ο καθένας το ταίρι του. Τώρα υπήρχε παντού μόνον ζωή. Στο τέλος, όλοι ύψωσαν το βλέμμα στο νυχτερινό ουρανό να δουν τον αστερισμό που χε σχηματισθεί δίπλα στο φεγγάρι. Τον νέο αστερισμό, του νέου κόσμου, εκείνον που κρατάνε οι δύο ερωτευμένοι το χέρι ο ένας του άλλου.

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Καλοκαιρινό




Στο λευκό της φόρεμα στέκει
θαρρεί πως ένα αηδόνι κελαηδά
κάθεται και στοχασμούς πλέκει
και αναρωτιέμαι αν κάπως μ αγαπά


Δειλινό στην αμμουδιά
καθόμαστε δίπλα στη φωτιά
και ξεκινά να με φιλά

Χάνω τους αστερισμούς
και νιώθω να πλανιέμαι στους ουρανους
γαντζωμένος στου ήλιου το άρμα
με τ αστέρια και κείνη αντάμα

Και την άλλη μέρα με λητα μαλλιά
σε καλντερίμια και παγκάκια
η ομορφιά της να τραγουδιέται σε στιχάκια


Καπνός ρακές και πανηγύρια
σε χορό κυκλωτικό
ανάμεσα στα δυο της χέρια
το πιο όμορφο δειλινό

Κοντά σε γαλανά νερά
καλοκαίρι, σε τόπους χωρίς δροσιά
η μοίρα μας ήθελε κοντά


Ξημερώνει πρωί
το βράδυ θα ξαναρθεί
ήλιοι κ άστρα
στη γή όταν χαμογελά

Στο λαγούμι του λαγού
με τα τερτίπια του καιρού
στον τόπο της βασιλείας του δειλινού.


Μετά το πρώτο φιλί
η παραλία είναι διαφορετική
μοιάζουν τα βότσαλα με άνθη
και εσύ πρώτη στα δικά μου πάθη

Μια χαζεμένη κιθάρα
με στιχάκια εφηβικά
να θυμούνται έρωτες σε μια ακρογιαλιά

Στης φωτιάς τις φλόγες
καθρεφτίζεται  μια μορφή, ιδανική
σχεδόν ποιητική
η ομορφότερη από όλες


Η Ιουλιέττα βγαίνει στο μπαλκόνι
η Λόττε φτάνει στο χορό
μα εκείνη είναι πιο όμορφη θαρρώ .