Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Από μια άλλη οπτική γωνία… (2)


Σε ένα από τα πολλά προάστια του Λονδίνου, έμεναν πλέον ο Ρον με την Ερμιόνη. Η Ερμιόνη επέμενε να μείνουν στο Λονδίνο γιατί δεν μπορούσε να αφήσει πάλι την Μάγκλ οικογένεια της. Αυτό γενικά, δυσκόλευε τον Ρον διότι ως μάγος και γενικά μιλώντας ηλίθιος είχε διαφορετικές συνήθειες. Για παράδειγμα ακόμα και τώρα, προτιμούσε το σκουπόξυλο από το αυτοκίνητο και πόσο μάλλον το μετρό που τον φόβιζε.


Η Ερμιόνη δούλευε ως καθηγήτρια φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο που χε ιδρύσει το υπουργείο μαγείας μετά τις αφόρητες πιέσεις της μαγικής κοινότητας μετά το θάνατο του ξέρετε-ποιου. Μάλιστα, η Ερμιόνη είχε πρωτοστατήσει εκείνη την περίοδο με τους πύρινους λόγους της στις συγκεντρώσεις και τα άρθρα της στον ημερήσιο προφήτη, σε αντίθεση με τον Ρον που απλά την χειροκροτούσε από το πλήθος και τον Χάρρυ που έκανε καριέρα σαν επαγγελματίας παίκτης Quidditch. Ακόμα χειρότερα στον κόσμο των μάγων είχε αποκτήσει τον χαρακτηρισμό της κομμουνίστριας, πράγμα όχι τόσο κακό για τους μάγους αλλά για τους ημίαιμους και τους μαγκλ σχεδόν αποκρουστικό.

Η Ερμιόνη είχε προτείνει την ίδρυση ενός εργατικού πανεπιστήμιου, με πλήρη αυτονομία από το υπουργείο μαγείας αλλά και από το καθηγητικό κατεστημένο του Χόγκουαρτς, το οποίο μάλιστα θα δεχόταν και μάγους αλλά και μαγκλ σε μια προσπάθεια αλληλοκατανόησης και σύσφιξης των σχέσεων. Το πανεπιστήμιο αυτό σύμφωνα με εκείνο το περιβόητο άρθρο της κ. Γκρέηντζερ θα δημιουργούταν με την απαλλοτρίωση του πλούτου των θανατοφάγων από την τράπεζα Γρινγουολντ. Παράλληλα, είχε προτείνει τη δημιουργία σχολής μαγικής γεωπονίας με σκοπό τον περιορισμό του μονοπωλίου του Χόγκουαρτς στο εμπόριο μανδραγόρα και να τεθεί υπό εργατικό έλεγχο η αποθήκη του Σνέιπ, όπου όπως φάνηκε μετά την τιμητική απογραφή που έγινε μετά τον θάνατο του περιείχε 120.000.000 φίλτρα.

Από την άλλη, ο άνδρας της ο Ρον δεν καταλάβαινε και πολλά από αυτά που έλεγε και δίδασκε η γυναίκα του. Περιοριζόταν στο να ασχολιέται με το μαγαζί των αδερφών Γουίσλι, από τότε που πέθανε ο Φρέντ ή ο άλλος τέλος πάντων, δεν ξεχώριζαν και εύκολα. Καμιά φορά μάλιστα πήγαινε και στο παλιό σπίτι της οικογένειας στην εξοχή, που μόνο εκείνος και η αδερφή του πήγαιναν εκ παραδρομής για να το συντηρούν μην καταρρεύσει.

Οι γονείς του είχαν ανοίξει ένα τοστάδικο στην διαγώνια αλέα με το εφάπαξ του πατέρα του από το υπουργείο μαγείας που πήγαινε πολύ καλά με την κυρία Ουέσλι να φτιάχνει πίτες και άλλα σφολιατοειδή και τον πατέρα του να κάνει το delivery με το σκουπόξυλο του. Ήταν οι πρώτοι που είχαν φέρει αυτή την πρακτική στον μαγικό κόσμο και τώρα ετοιμάζονταν να επεκτείνουν το franchise και να ανοίξουν και ένα στο Γκόντρικς Χόλλοου ώστε να χτυπήσουν τους ανταγωνιστές τους το «Γρηγόρης μικρογεύματα» και το «Everest» που έκαναν ειδικές προσφορές στους χρυσούχους που είχαν μετεξελιχθεί σε μπάτσους της μαγικής κοινότητας.

Το πρόβλημα με τον Ρον ήταν πως  δεν τα πήγαινε καλά με την Ερμιόνη. Εκείνη δραστήρια και πανέξυπνη, εκείνος ράθυμος και χαζός. Παίζει να είχανε να κάνουν σεξ από τότε που έκαναν το δεύτερο παιδί . Εκείνη  έπεφτε στο κρεβάτι τις ώρες που εκείνος είχε κοιμηθεί προ πολλού και στο μόνο που περιοριζόταν πάλι ο Ρον ήταν να της φτιάχνει πρωινό με φωλιές αυγών που σιχαινόταν αλλά εκείνος δεν έλεγε να το καταλάβει. Το σπίτι τους ήταν στην πένα  μιας και η Ερμιόνη όποτε μπορούσε συγύριζε αλλά με τα μαγικά της κόλπα κατάφερνε και τέλειωνε τις δουλειές πολύ γρήγορα.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν, της είχε ετοιμάσει πάλι πρωινό, εκείνη ήπιε μόνο τον καφέ και έφυγε βιαστική για το πανεπιστήμιο λέγοντας του: « μην ξεχάσεις να πάρεις τον Χάρρυ από το αεροδρόμιο» εκείνος έγνεψε καταφατικά και της έστειλε ένα φιλί που εκείνη αγνόησε και έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος πίσω της. Από την ώρα της επανεμφάνισης του Χέντβιχ ο Χάρρυ είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν ώρα να μιλήσει στον παιδικό του φίλο. Έτσι είχε μπει στο αεροπλάνο από το Μάντσεστερ που εκτελούσε χρέη προπονητή της τοπικής ομάδας Quidditch  και κατευθυνόταν στο Λονδίνο. Στο αεροπλάνο κάθισε δίπλα του ένας νεαρός ξανθός με ένα χαρακτηριστικό κόκκινο δερμάτινο και του έδωσε μια κάρτα που έγραφε με μεγάλα γράμματα: «Σαπούνια Ντάρντεν»

Ο Χάρρυ τον αναγνώρισε αμέσως γιατί το fight club ήταν από τις αγαπημένες του ταινίες. Ο Χάρρυ απλά του είπε το όνομα του και ο προτίμησε να κρατήσει προς το παρόν κρυφή την ταυτότητα του, σε αντίθεση με τον Τάιλερ που προσπαθούσε να βρει σύμμαχο ακόμα μια φορά για ένα πιο πετυχημένο αυτή τη φορά «Project Mayhem». Ο Χάρρυ δεν απέρριψε την ιδέα, μάλιστα θα λέγαμε πως έδειξε ενδιαφέρον και έτσι έμαθε αρκετά για τον ξανθό νεαρό που έδειχνε το ίδιο απαράλλακτος το 2033 όπως ήταν το 1999. Λογικό αυτό, μιας και όπως μάθαμε :

 Ο Ταιλερ Ντάρντεν, προϋπάρχει πριν δημιουργηθεί η ανθρώπινη κοινωνία. Το όνομα του ήταν που πρώτο έπαψε να ακούγεται στον παράδεισο, ο σατανάς πάτησε αργότερα στα χνάρια του. Είναι ο πρώτος που ένιωσε την εγκατάλειψη από τον Γιαχβέ και από τότε ψάχνει αγκαλιές να τον δεχτούν, πράγμα που ο εωσφόρος, ζωή να χει, είναι εξαιρετικός στο να φτιάχνει. Εσύ Χάρρυ θα σαι μια πρόθυμη αγκαλιά ;

       Θα δούμε, είπε ο Χάρρυ και συμπλήρωσε: « τότε γιατί παράτησες τη Μάρλα αφού ψάχνεις για αγκαλιές και την άφησε στον American History X

           - Ποιος δεν θα άφηνε την Helena Bonham Carter για την Angelina Jolie ;

Ο Χάρρυ συμφώνησε σιωπηλά και κράτησε την κάρτα του. Κατέβηκαν μαζί από το αεροπλάνο και χωρίστηκαν έξω από το αεροδρόμιο. Ο Χάρρυ πήγε μέχρι το περίπτερο να πάρει τσιγάρα και εφημερίδα. « Ο «chosen one» διάλεξε τον 35χρονο Μαστούρ για να καλύψει το κενό που έχει αφήσει χρόνια τώρα ο Αζάρ» στην αρχή, νόμισε ότι έγραφε για αυτόν αλλά κατάλαβε γρήγορα ότι μιλούσαμε για το πιο αχώνευτο δίδυμο στην ιστορία του πλανήτη, τον Μουρινιο και την Τσέλσι. Την ώρα εκείνη  μια ειδοποίηση του ήρθε στο κινητό. Το νέο φύλλο του ημερήσιου προφήτη ήταν στα περίπτερα και ο κύριος τίτλος ήταν: «Hagrid and Ginny Potter sextape leaked» 

Ο Χάρρυ εξοργισμένος πήγε έβαλε ένα κέρμα στον τηλεφωνικό θάλαμο (γιατί δεν πήρε από το κινητό του, δεν ξέρουμε, ο Χάρρυ Πόττερ είναι ό,τι θέλει κάνει) και κάπου τηλεφώνησε.

      - Hello, ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής
      - Hello Tyler, είπε ο Χάρρυ.




Συνεχίζεται...

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Από μια άλλη οπτική γωνία…


Στο μισογκρεμισμένο πλέον αρχοντικό, με μόνο φώς κάποια κεριά πάνω στο τραπέζι και μια λάμπα πετρελαίου, καθόταν στο καναπέ αυτό το είδος ανθρώπου και ποντικού, με τα δυο μπροστινά του δόντια, χαρακτηριστικά τρωκτικού να ανεβοκατεβαίνουν με ταχύτητα σαν να του χε μείνει τικ από τη ζωή του ως ποντικός. Χοντρός και ατσούμπαλος που ταν μονολογούσε στο σκοτάδι: « Εγώ έκανα τα πάντα για σένα, ακόμα και εκείνους τους δύο σου ρουφιάνεψα, ακόμα και κομμάτι από τη σάρκα μου  σου έδωσα και τώρα που χάθηκες θα πρέπει μια για πάντα να κρύβομαι και να μην βγαίνω στον κόσμο, αχ καημένε μου άρχοντα και ήσουν τόσο καλός μαζί μου και έχω και αυτή την άσχημη και…».


Σταμάτησε απότομα το τρωκτικό-άνθρωπος καθώς άκουσε τον γνωστό του θόρυβο, του συρσίματος στο πάτωμα του παλιού αυτού αρχοντικού που οι χωρικοί ήδη από καιρό θεωρούσαν στοιχειωμένο. Ανέβηκε μεθοδικά τις σκάλες και μπήκε στη μεγάλη αίθουσα με το λιγοστό φώς τον κεριών και τον άνθρωπο που στεκόταν στον καναπέ. Κουβαλούσε μαζί του στα τεράστια δόντια του ένα ανθρώπινο χέρι που εναπόθεσε στα πόδια του υπηρέτη της. Ένα τεράστιο φίδι, άριστος κυνηγός, ο μόνος που στην ουσία συντηρούσε και τους δύο τους. Παρόλα αυτά ακόμα και αυτή η πελώρια διασταύρωση πύθωνα και ανακόντα χρειαζόταν την ησυχία της μετά τα όσα τραγικά τους είχαν συμβεί τα τελευταία 15 χρόνια που ζούσαν με στην εγκατάλειψη και κρυφά από όλο τον κόσμο. Έτσι κουλουριάστηκε εκεί που κάποτε ήταν το τζάκι , την ώρα που ο υπηρέτης έτρεξε να κόψει σε κομμάτια το χέρι να κρατήσει το ένα τέταρτο για εκείνον και τρία τέταρτα που θα έδινε στο φίδι.

Σε αυτό το σημείο να πούμε πως ο άνθρωπος-τρωκτικό είχε γίνει άριστος στο να μαγειρεύει σούπες με ανθρώπινα μέλη και νερό, άντε και κάνα μανιτάρι που έβγαινε στο λόφο και με κίνδυνο της ζωής του έβγαινε να μαζέψει. Γενικά είναι πολύ δύσκολο να βρεις φαγητό όταν κρύβεσαι από τα πάντα, πόσο μάλλον όταν έχεις ένα φίδι να σου φέρνει κομμάτια από σχετικά φρέσκα πτώματα που βρίσκει στο κοντινό κοιμητήριο. Μην βλέπετε τον Χάνιμπαλ που ετοίμαζε τους πνεύμονες σε ένα υπερσύγχρονο γουοκ μια μοντέρνας κουζίνα με κόλιανδρο και κρασί από την Τοσκάνη για να τους σβήσει σε μια μπλε φωτιά που έκανε τα κομματάκια από την τραχεία και τις μικρές κυψελίδες του κυρίου σώματος των πνευμόνων φλαμπέ. Αυτά είναι για τους πλούσιους. Το φίδι μας και ο άνθρωπος υπηρέτης του δεν είχαν την άνεση να ναι ψυχίατροι στο Κολούμπια.

Παράλληλα, όχι πολύ μακριά από το μικρό χωριό του Λίτλ Χάνγκλετον όπου βρίσκονταν το παλιό εκείνο στοιχειωμένο αρχοντικό που περιγράψαμε πριν, ένας τριανταπεντάρης θα ταν δεν θα ταν, με μόνο χαρακτηριστικό ίσως τα στρογγυλά γυαλιά του αλλά γενικά ματσωμένος θα λέγαμε. Με σακάκι πρόσφατα φτιαγμένο στα μέτρα του, με δυο κουμπιά μπροστά και με τον χαρακτηριστικό για τους άγγλους λασπωτήρα, σαν τα μαλλιά του Τσόρι Ντομίνγκεζ ένα πράμα στο πίσω μέρος του γκρι σακακιού. Καθόταν σε ένα σκαμπό ενός κακοφωτισμένου μπαρ και κατέβαζε το ένα ουίσκι μετά το άλλο. Το μπαρ αρκετά κλασσικό για βόρειο στυλ μπαρ σαν εκείνα που βρίσκεις απανταχού στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όχι τόσο στη Γερμανία γιατί μάλλον προτιμούν την λιτότητα στο αρχιτεκτονικό τους στυλ, με ένα τζούκμποξ που είχε την ικανότητα να συγκρατεί μέσα του ότι τραγούδι είχε κυκλοφορήσει και δυο τρεις πίνακες κρεμασμένους στους τοίχους πορτρέτα ανθρώπων μια άλλης εποχής. Ενός καλοκάγαθου γεράκου με μακριά γενειάδα και ενός άλλου τελείως ξυρισμένου μεσήλικα με προφανή αγγλική καταγωγή ντυμένου σε έναν μαύρο μανδύα να κοιτά με ένα βλέμμα υπεροψίας και απέχθειας όλους αυτούς του κοινούς θνητούς.

- Τι έχεις, mate ; Ρώτησε ο κοκκινοτρίχης μπάρμαν τον γνώριμο μας άντρα που ήταν στο τέταρτο ποτήρι ουίσκι. 

- Ρωτάς τι έχω Σίμους ;

 - Πάλι αυτή η καριόλα η δημοσιογράφος, η Ρίτα ε ;»

 - Με εκβιάζει Σίμους, ότι έχει sextape με τη γυναίκα μου και έναν γίγαντα και μάλιστα λέει ότι η γυναίκα μου δείχνει να το απολαμβάνει. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να σαι Celebrity και να βλέπεις τη γυναίκα σου να ντύνεται συνέχεια σαν να πηγαίνει να ψωνίσει γκόμενο. Όλη την ώρα. Ναι, είχαμε κάποια προβλήματα στο σεξ, πλέον έχουν περάσει και δυο παιδιά. Ναι, η αλήθεια είναι ότι ώρες ώρες προτιμώ να δω ένα ματς στην τηλεόραση παρά να κάνουμε έρωτα αλλά δεν είναι δουλειά αυτή. Εντωμεταξύ έχεις δει πόσο της μοιάζουν τα παιδιά, έχουν και τα δύο κόκκινα μαλλιά και ξέρεις τι ακούγεται συνέχεια πίσω από την πλάτη μας. Ώρες ώρες, η πραγματικότητα είναι χειρότερη από το Game of thrones, τα παιδιά το βλέπεις και συ ότι είναι ίδια ο αδερφός της. Ξυπνάω το πρωί και βλέπω τον μαλάκα τον αδερφό της όταν ήμασταν στη σχολή. Σίμους, ίδια είναι, να φανταστείς μάλιστα πως ο μικρός με εμένα πατέρα και τον παππού του, παππού παίζει τερματοφύλακας, αν είναι δυνατόν. Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι, ότι όταν της είπα της Τζίννυ για το τι λέει πως έχει η Ρίτα στην κατοχή της δεν το αρνήθηκε και μάλιστα είπε, πως ναι ψάχνει να γαμηθεί καλά γιατί εγώ δεν την ικανοποιώ και όταν της είπα ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα εκτός από το γαμήσι εκείνη με ρώτησε απλώς τι. Και το χειρότερο, Σίμους, είναι ότι το μόνο που σκέφτηκα να της πω ήταν το ποτό. Χτύπησε την πόρτα πίσω της και έφυγε την ώρα που βάζε ένα κουτί προφυλακτικά, τις τζάμπο συσκευασίες των σουπερ μάρκετ με τα 12, μέσα στην τσάντα της . Σίμους, με απατά και δεν ξέρω τι να κάνω. Βάλε ακόμα ένα.  

- Κάντο διπλό να μην  ξανάρχεσαι και άλλαξε αυτή τη γαμημένη μουσική, δεν μπορώ άλλο Joy division.

Ο Σίμους του έβαλε το ουίσκι και έβαλε το lovesong από τους Cure. Ο τριανταπεντάρης άντρας σκέφτηκε ότι ο μπάρμαν πρέπει να ταν μεγάλος μαλάκας για να καταφέρει να αλλάξει τραγούδι και να ναι πάλι το ίδιο. Άλλοι θα το έλεγαν μαγεία στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν μεγαλειώδης μαλακία. Αποφάσισε να μην πει τίποτα γιατί βαριόταν να τσακωθεί και να παρεξηγηθεί με ακόμα έναν βλάκα κοκκινοτρίχη. Κράταγε δυνάμεις για τον κύριο εχθρό. Πέρασε κάπως η ώρα, και αφού κατάλαβε πως αν έφτανε στο ενδέκατο ποτήρι ουίσκι δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει σπίτι του χωρίς να συρθεί στον δρόμο, πλήρωσε και έφυγε χαιρετώντας όλους που τον χαιρέτησαν, βλέπεις ήταν διασημότητα, και βγήκε στο τσουχτερό κρύο να περπατήσει προς το σπίτι του καθώς είχε ξεχάσει το μεταφορικό του μέσο σπίτι. 

Στο κρύο και σκοτεινό γνωστό παλιό μας, παρατημένο και στοιχειωμένο αρχοντικό (καλά, το γάμησα λίγο στην περιγραφή) το μεγαλειώδες φίδι έτρωγε ότι του χε αφήσει να φάει ο υπηρέτης του. Αλλά δεν ήταν σαν τις άλλες φορές. Είχε βαρεθεί αυτά τα λαστιχένια κομμάτια από πτώματα, που ωμά είναι πιο άγευστα και από ένα Big Mac, είχε βαρεθεί να βλέπει την ίδια θέα δεκαπέντε χρόνια τώρα, του έλειπαν εκείνες οι παλιές μέρες όπου μπορούσε να κάνει σχεδόν ότι ήθελε. Τελικώς αποφάσισε ότι πράγματι ήταν καιρός να κάνει κάτι. Ψιθύρισε κάτι στα ερπετικά (είναι σαν τα μαρξιστικά που λένε οι χατζηφραγκέτα) και ξαφνικά, το πελώριο αυτό φίδι άρχισε να μεταλλάσετε. Συρρικνώθηκε στο μέγεθος ενός μεγάλου αρπαχτικού πουλιού, σιγά σιγά, ψήλωνε ελάχιστους πόντους για τα ανθρώπινα δεδομένα και το στόμα του με τα τεράστια δόντια του γινόταν ράμφος, το σκούρο πράσινο δέρμα του γινόταν πάλλευκο. Όλη αυτή την ώρα το τρωκτικό-άνθρωπος καθόταν φοβισμένο με τα μικρά του χεράκια στο στόμα σε μια χαρακτηριστική στάση των ποντικών να βλέπει το θέαμα. Η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε και το τεράστιο αρχοντικό φίδι είχε γίνει πλέον μια κατάλευκη κουκουβάγια. Η κουκουβάγια είπε στον υπηρέτη να πάει να γαμηθεί σε άπταιστα γαλλικά και πέταξε μακριά βγαίνοντας από την πεσμένη οροφή την ώρα που ο άνθρωπος-ποντικός κοιτούσε αποσβολωμένος τον ουρανό και την κουκουβάγια που χανόταν στον ορίζοντα. 

Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα η κουκουβάγια στάθηκε σε ένα παγκάκι στην κεντρική πλατεία του χιονισμένου Γκόντρικς Χόλλοου την ώρα που πέρναγε τρεκλίζοντας ο τριανταπεντάρης που είχαμε αφήσει έξω από το μπαρ.

«Ωχ, γεια σου Χέντβιχ, χικ». Είπε με βλέμμα απορίας αλλά και ικανοποίησης ο τριανταπεντάρης που ο άνεμος έκανε τα μαλλιά του λίγο πιο πέρα, πάνω από τα ολοστρόγγυλα γυαλιά του που ίσα που κάθονταν στην κατακόκκινη από το ποτό και το κρύο μύτη του, για να μας αποκαλύψουν το σημάδι στο μέτωπό του.


Συνεχίζεται…

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Περί πινάκων ζωγραφικής


Γενικά, βαριέμαι πάρα πολύ να πηγαίνω σε εκθέσεις ζωγραφικής και άλλα τέτοια. Γενικά, είμαι ένα άτομο που εκτιμά πάρα πολύ τους πίνακες ζωγραφικής, αλλά προτιμά να κάθεται σπίτι του από το να πηγαίνει σε διάφορα τέτοια ανούσια γκαλά οπού όλοι κάνουν πως εκτιμούν τον καλλιτέχνη αλλά στην ουσία δεν μπορούν να εκτιμήσουν τίποτα. Κάνεις, ποτέ δεν κρίνει άσχημα με αποτέλεσμα, η ματαιοδοξία της μετριότητας να ενθαρρύνεται και η μοναξιά της αληθινής μεγαλοφυΐας να μεγαλώνει. Παρόλα αυτά πήγα σε αυτή την έκθεση μόνο και μόνο γιατί θα ταν εκείνη εκεί. Μια κοπέλα που βλέπω και ξαναβλέπω στον ηλεκτρικό. Κάθε Δευτέρα στο τελευταίο δρομολόγιο λίγο πριν πάει 7 το απόγευμα δεν πειράζει αν θα ναι πάρα 10 πάρα 5 πάρα 7 ή 4 εκείνη θα ναι πάντα στο δεύτερο βαγόνι. Το πρόβλημα που λέτε είναι ότι δεν ξέρω καν το όνομα της. Το μόνο που ξέρω είναι ότι φοράει κάτι πράσινα all star, έχει μαύρα μακριά ίσια μαλλιά και δυο μάτια με ένα βλέμμα θλιμμένο σχεδόν που αγωνιώ κάθε φορά να βρω ένα τρόπο να απαλύνω.


Σήμερα αυτή η κοπέλα κανόνισε στο τηλέφωνο της, το οποίο μάλιστα θα έλεγα πως έσφιγγε πιο πολύ από το συνηθισμένο στο αυτί της, όχι πως ξέρω πως είναι το συνηθισμένο για εκείνη αλλά μου φάνηκε πως τα λεπτά της δάκτυλα έσφιγγαν πάρα πολύ το κινητό της, που ακουγόταν από μέσα μια γυναικεία φωνή όπου με το πείσμα της τελικά την έπεισε να πάνε σε αυτή τη συγκεκριμένη έκθεση που άνοιγε σήμερα και που κατά τύχη ήμουν και εγώ καλεσμένος. Δεν θα σας έλεγα αυτή την ιστορία, αν δεν μου φαινόταν ακόμα και εμένα παράξενη. Γενικά πάλι, είμαι ένας άνθρωπος που δεν ξαφνιάζεται εύκολα μάλιστα θα έλεγα πως της μισεί της εκπλήξεις και τα ξαφνικά γεγονότα. Έχω την τάση να πιστεύω στη λογική και τη συνήθεια μέχρι να αποδειχθεί το παράλογο και το ασυνήθιστο, πράγμα που τείνει να μην κάνει στο μεγαλύτερο μέρος της η ανθρωπότητα.

Πήγα λοιπόν στην έκθεση, μάλιστα έφυγα πολύ νωρίτερα με τα πόδια από το σπίτι καθώς ήθελα να προετοιμάσω τα λόγια που θα της έλεγα. Είναι μια συνήθεια που την έχω από παιδί, να περπατάω και να προετοιμάζω ολόκληρα λογύδρια, να σκαρφίζομαι ολόκληρα σκηνικά, κωμικές αλλά και τραγικές καταστάσεις, πού ώρες ώρες γίνονται τόσο αληθινές που της βλέπω μπροστά μου, σε τετοιο βαθμό αφηριμάδας που απορώ πως δεν με έχει πατησει κανένα αυτοκίνητο σε κάποιο πολύσύχναστο δρόμο ακόμα. Η αλήθεια είναι μάλιστα πως η ζωή πιστεύω ότι είναι αυτό, να σκαρφιζόμαστε καταστάσεις με μάτια ανοιχτά, όνειρα παραμένουν εκείνα που κάνουμε το βράδυ και πραγματικότητα η καθημερινότητα, αυτή η ζοφερή που μόνο κάτι μορφές σαν την δική της μπορουν να κάνουν ζωή.  Τα χρώματα υπαρχουν στις καταστάσεις που σκαρφιζόμαστε, στα όνειρα και σε κάτι γυναίκες σαν εκείνη. Όλα τα άλλα είναι ασπρόμαυρα. 

Όταν έφτασα πρόσεξα όλους αυτούς τους αργόσχολους που καταπίνουν τα ποτά που υπάρχουν σε αυτές τις περιστάσεις με σκοπό να φανουν πιο εκλεπτυσμένοι από ότι είναι ώστε να αποτιμήσουν σωστα την κολακία που θα εκστομίσουν προς τον ζωγράφο, εγώ κρύφτηκα προσεχτικά στο πλήθος να μην με δει κανένας γνωστός και περι΄μενα τη στιγμή που θα εμφανιζόταν. Όταν ήρθε εκείνη η ώρα, σαν ο κόσμος να εκμηδενίστηκε να κατέρρευσε σε ένα τίποτα, μόνο εκείνη έβλεπα στα μάτια μου και όλους τους άλλους σαν σκιές, εκείνη μέσα στο κόκκινο της φόρεμα, να χαϊδεύει απαλά το μαύρο τσαντάκι της και να έχει πιάσει σε ένα αριστοκρατικό κότσο τα μακριά μαλλιά της. Να φορά ένα κατακόκκινο κραγιόν σαν κρασί που παλαιώθηκε σωστά σε δρύινα βαρέλια και τα αυτιά της να κοσμούν δυο αρκετά μεγάλοι κρίκοι που τόνιζαν όλο αυτό το ανεξερεύνητο χώρο στο λαιμό της.  Μια τα αστέρια και μια την άβυσσο που κρυβόταν σε αυτόν τον λαιμό και σε εκείνα τα χείλη που με όλους αυτούς τους πράγματι θαυμάσιους πίνακες τριγύρω το μόνο που δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάζω ήταν εκείνη και αυτό το φευγαλέο βλέμμα που μου έριξε και αμέσως γύρισε το κεφάλι σαν να ντράπηκε. Το πρόβλημα είναι πως πάντα ένα βλέμμα αφήνει ίχνη, δεν έχω καταλάβει ακόμα πως αλλά ήμουν σίγουρος πως εκείνο το βλέμμα, αυτό το ίδιο θλιμμένο κάπως είχε γλυκάνει που με είδε εκεί και τα πράσινα της μάτια είχαν χαράξει την δικιά μου καρδιά που χτύπαγε τώρα σε τρελούς ρυθμούς μόνο και μόνο από τη  προσδοκία πως η παρουσία μου και μόνο είχε βρει το αντίδοτο σε εκείνη τη θλίψη που εμένα έκανε να μαραζώνω πιο πολύ από το λουλούδι εκείνο που την έφερνε πάνω του. 

Δεν μπορούσα ακόμα να πάρω την απόφαση να της μιλήσω για αυτό σκέφτηκα να την ακολουθήσω καθώς κοίταζε τους πίνακες να παρακολουθήσω τις λεπτομέρειες που της έκαναν εντύπωση και ακόμα περισσότερο τις δικές της λεπτομέρειες που φαίνονταν μέσα από το φόρεμα της. Όποιος τολμά να μην γδύσει στη φαντασία του μια γυναίκα που τον έλκει τότε είναι σίγουρος ήδη ότι δεν την ποθεί αρκετά. Έτσι και γω που ήξερα πόσο με είχε κάνει ήδη δικό της εκείνη και πόσο δεν θα άντεχα ενδεχόμενη απώλεια της, της είχα ήδη σμιλέψει ένα γυμνό αντίγραφο της στο μυαλό μου. Με κάθε λεπτομέρεια από το πώς κινούνταν οι γοφοί της όταν περπατούσε και πως τα θεσπέσια οπίσθια της πετάγονταν προς τα έξω την ώρα που κοίταζε έναν πίνακα και πόσο μάλλον εκείνο το χαμόγελο με είχε στοιχειώσει κάθε φορά που το έβλεπα είτε για κάποιον πίνακα είτε για κάτι που της είχε πει η φίλη της στο αυτί και κάθε φορά ήμουν σίγουρος πως ήταν για μένα.

Σιγά σιγά άρχισα να προσέχω και τους πίνακες. Μπορώ να πω ότι μάλλον ο καλλιτέχνης ήταν μια ιδιοφυία, είχε βρει έναν τρόπο να τους ζωντανεύει, πραγματικά πρωτοποριακή τεχνοτροπία. Ο πρώτος ήταν ένα ζευγάρι ανθρώπων που συνομιλούσαν σε ένα γκαλά σαν και αυτό, με ένα ποτήρι στο χέρι ο καθένας μάλλον σαμπάνια ήταν. Είχαν μια ιδιαίτερα ζωηρή συζήτηση, μάλιστα άρχιζαν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο μέσα από αυτές τις κλασσικές μικρές οικειότητες, εκείνη να τον ακουμπά στο μπράτσο κάθε φορά που γέλαγε με τα αστεία του και αυτός να της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί την ώρα που άφηνε επιμελώς την ανάσα του να χαϊδέψει το λοβό του αυτιού της και ότι προλάβαινε πριν χαθεί και εκείνη στην κοσμοσυρροή από το λαιμό της. Σιγά σιγά μάλιστα τα δάχτυλα τους ακουμπούσαν σαν να έψαχναν κάτι, προφανώς αν κρίνω από το περιβάλλον και πόσο άσχημο φαινόταν σε σχέση με την κεντρική σκηνή αυτή των δυο νέων, έψαχναν τρόπο να ξεφύγουν από κει. Ο επόμενος ήταν πιο σκοτεινός, καθώς ήταν βράδυ και φωτιζόταν μόνο από τα κίτρινα φώτα της πόλης, έδειχνε πάλι τους δύο αυτούς νέους εκείνη στο κόκκινο της φόρεμα και τον άλλο με το καφέ του σακάκι να περπατούν δίπλα δίπλα και να μιλούν, είχαν παραμείνει ακόμα στις ίδιες οικειότητες μέχρι τη στιγμή που σαν αληθινός κύριος εκείνος της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του και την έκλεισε πίσω του βιαστικά να προλάβει να κάτσει στη θέση του οδηγού.

Ο επόμενος έδειχνε δυο νέους, τους ίδιους να φιλιούνται σε έναν καναπέ κάποιου διαμερίσματος, με έναν κόκκινο τοίχο από πίσω μια μαύρη βιβλιοθήκη απέναντι και μια ευμεγέθη κουζίνα σε σχέση με τον όλο χώρο, μάλλον με το δικό μου έμοιαζε, στη συνεχεία εκείνος την φιλούσε στο λαιμό ενώ ανταπέδιδε εκείνη πιο ελαφριά σε σχέση με εκείνον, πάντα η γυναικά έχει περισσότερες αναστολές σε σχέση με τον άντρα, καθώς το αρσενικό έχει πειστεί ότι δεν είναι ανάγκη να επενδύει συναισθηματικά το σεξ, πράγμα που γίνεται μόνο στη φαντασία του δυτικού κόσμου καθώς ο έρωτας ως κατάσταση συμβαίνει σε κάτι μη κατανοήσιμο σχεδόν μεταφυσικό, μπορεί να είναι σεροτονινη και ντοπαμίνη και ανταλλαγή υγρών ο τρόπος αλλά το αποτέλεσμα είναι κάτι έξω από τη συνείδηση του ανθρώπου το μόνο ίσως πραγματικά ανόθευτα ανθρώπινο άρα συναίσθημα και παραλογισμός, τρελά αλλιώς. Βλέπεις οι δυο νέοι καθώς εκείνος της κατέβαζε το φόρεμα και πιπιλαγε αρχικά τον  ώμο της καθώς κατέβαινε στο πρώτο και μεγαλύτερο v του κορμιού της, αυτό που περικλείει ώμους λαιμό και στήθος και τελειώνει σε αυτές τις δύο ανθισμένες βουνοκορφές με τη ροζ πεδιάδα στη μέση τους και της οποίες εκείνος μάλασε και φιλαγε με κάθε δυνατό τρόπο συνεχίζοντας στην κοιλιά της και παίζοντας με τον αφαλό της την ώρα που εκείνη μέσα στους αναστεναγμούς που μπορούσε να ακούσει κάθε θεατής αυτού του πίνακα τόσο ζωντανοί ήταν του χαμογελούσε για λίγα δευτερόλεπτα πριν εκείνος της κατεβάσει το κόκκινο εσώρουχο και ορμήσει λίγο άτεχνα είναι η αλήθεια απευθείας στην κλειτορίδα με τη γλώσσα του, δεν είχε μάλλον χρόνο ο καψερός γενικά πότε δεν υπάρχει χρόνος για γυναίκες σαν εκείνη και μετά από την απαραίτητη σπουδή πάνω στο αιδοίο της έπρεπε να προσφέρει και εκείνος τον οβολό του στο δεύτερο V του κορμιού της, το ζωογόνο και να περάσει απαλά προσέχοντας στην αρχή με το πέος του στον κόλπο της και συνεχίζοντας με όλη του τη δύναμη να χορτάσει πιο πολύ τη ζέστη από μέσα της και να την κάνει εκείνη να αισθανθεί μοναδική καθώς την έβλεπε σιγά σιγά να πλημμυρίζει και να νιώθει αυτά τα καυτά μυρωδάτα υγρά που προσφέρουν οι γυναίκες στον κόσμο και τον κάνουν τελικώς να γυρίζει και να υπάρχει σε όλους τους αιώνες. Μετά βλέπαμε το ίδιο ζευγάρι αγκαλιασμένο στο κρεβάτι να κάνει όνειρα για το κοινό του μέλλον.

Ο επόμενος πίνακας και αυτός σχετικά κοινότυπος. Οι δυο τους πάλι στην παραλία αυτή τη φορά αγκαλιά να κοιτάζουν το μόνο καμβά που φαινόταν αντάξιος της . τον ουράνιο θόλο με τους άπειρους αστερισμούς που τώρα κύκλωναν εκείνη τη στιγμη αφήνοντας την στη μνήμη για πάντα. Όμως στη συνέχει ο επόμενος πίνακας που καθόταν και κοίταζε, φανερά πλέον προβληματισμένη και σχεδόν καθώς κυλούσε ένα δάκρυ στο μάγουλο της έδειχνε τους δυο νέους να μαλώνουν , να φωνάζουν και τον άνδρα να πεταει κάτω ότι έβρισκε εκείνη να πετάει κατά πάνω του ένα πιάτο και εκείνος να το αποφεύγει την ώρα που φώναζε με όλη του τη δύναμη προς το μέρος της την πιο συνηθισμένης και παράλληλα πιο βάρια βρισιά στο δυτικό κόσμο για μια γυναικά. «Πόρνη, πόρνη, πόρνη» ξαναφώναζε ενώ οι σπασμοί στο λαιμό του φαίνονταν ξεκάθαρα και εκείνη έτρεχε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Ενώ εκείνος της πετούσε τα ρούχα της στα σκαλιά της πολυκατοικίας την ώρα που κλαμένη εκείνη έφευγε μάλλον για πάντα.

Το παράξενο της ιστορίας όμως δεν είναι οι ζωντανοί πίνακες ούτε το πόσο εξαίσια όμορφη είναι εκείνη σε σχέση με τις υπόλοιπες γυναίκες και ούτε πως ο έρωτας μπορεί και κάνει τα πράγματα πιο τονισμένα και να βάζει χρώματα στην ασπρόμαυρη καθημερινότητα. Αμέσως μόλις τελείωσα να παρατηρώ αυτόν τον πίνακα ήμουν έτοιμος να της μιλήσω, όμως δεν ήταν εκεί και οι σκιές πλέον είχαν πάρει χρώματα. Μάλιστα ακουγόταν ένας δυνατός κρότος από κάπου τόσο κοντά όσο και μακριά σαν να χτυπάει κάποιος την πόρτα. Και μάλιστα, το πιο περίεργο ήταν ο επόμενος πίνακας την έδειχνε εκείνη γυμνή στην μπανιέρα μόνο που δεν έμοιαζε σαν πολλούς άλλους πίνακες αλλά σαν ένα συγκεκριμένο αυτό του θανάτου του Μαρά. Το νερό ήταν κατακόκκινο και εκείνη δεν σάλευε καθόλου. Τότε ξαφνικά άκουσα τον εαυτό μου να βάζει μια κραυγή την ώρα που συνειδητοποιούσε ο τι σε αυτόν τον λαιμό που τόσο λάτρευα είχε χαραχτεί μια για πάντα μια βαθιά πληγή που μέσα στο αίμα και τα μπερδεμένα της μαλλιά φαινόταν τόσο άσχημη, πιο άσχημη και από όλη την ασχήμια του κόσμου στο ίδιον σημείο που τόσο καιρό ήταν ζωγραφισμένη όλη η ομορφιά του κόσμου. Ξαφνικά βρέθηκα στη δίκια μου μπανιέρα και άκουσα πίσω μου κάτι ανθρώπους την ώρα που έμπηγα κραυγές ανελέητου πόνου και εκείνη ήταν νεκρή στο διαμέρισμα μου.


-       -   Κύριε Vallejo  συλλαμβάνεστε για το φόνο της Jane Avril

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Μαο-ντανταϊσμός 4


Μια φορά και ένα καιρό (γιατί κάθε ιστορία που σέβεται τον εαυτό της προσδοκεί στο να έχει παιδικό ακροατήριο και μέσω αυτής της φράσης ο ενήλικος εξαγνίζεται στο άγιο φως των παραμυθιών) υπήρχε που λέτε το ΣΗΠ (Συνδικάτο Ηρώων Παραμυθιών). Το ΣΗΠ αποτελούνταν σχεδόν από όλους τους ήρωες των παραμυθιών, κάποιοι είχαν φάει μπαν αιώνιο, όπως ο Μπακς Μπάννυ γιατί ο ενοχλητικός θόρυβος που έκανε όταν μασούλαγε το καρότο δεν ήταν τόσο χαριτωμένος τώρα που χε κιόλας ανθρώπινη μορφή( βέβαια δεν τον χάλασε κιόλας μέχρι και μεταγραφή στη Μπαρτσελονα πήρε ). Ξέρετε οι ήρωες των παραμυθιών είναι αληθινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Για παράδειγμα ο κακός λύκος έχει γίνει ταξιτζής και μάλιστα είναι και εκπρόσωπος της ρεφορμιστικής πτέρυγας του ΣΗΠ( κάτι είχατε καταλάβει από την κοκκινοσκουφίτσα όταν υποκρινόταν τη γιαγιά της ε καλό μου κοινό ; ). Άλλο παράδειγμα είναι η Αριελ που η αλήθεια είναι ότι έχει λίγο τραγική ιστορία καθώς στην αρχή το πλεονέκτημα που χε να εμφανίζει και τα δυο είδη γενετικών οργάνων έγινε μειονέκτημα όταν θέλησε να γαμησει έναν παπά που χε πάει έναντι αμοιβής στο υπερπολυτελές μπουρδέλο που διεύθυνε. Βλέπετε ο αθεόφοβος είχε τύψεις που του καλάρεσε η νέα διαδρομή που βρήκε στην ερωτική του απόλαυση και την κατήγγειλε ότι είχε AIDS, βέβαια η Αριελ είχε τα κονέ της και δεν μπορούσε ο Λοβερδος να την διαπομπεύσει παρόλα αυτά αναγκάστηκε να κλείσει το μαγαζί και να ξεπουλιέται σε πιο λογικές τιμές σε κάτι ναυτάκια στη Συγγρού και έτσι μάλιστα από εκεί που άνηκε στη μπουρζουαζία των ηρώων των παραμυθιών η ζωή την έκανε να αποκτήσει ταξική συνείδηση και μάλιστα να συμμετέχει και στο φετινό pride ( του Μπουταρη εννοείται, μεγάλωσε με κλασσική μουσική,, δεν μπορεί να ακούει Στικουδη )με αίτημα μάλιστα να προστεθεί και ένα F στο LGBTQI+ εκ του Fish.


Έτσι λοιπόν, το ΣΗΠ είχε την ετήσια συνέλευση του και φέτος με βασικό ζήτημα την κλασσική πλέον κόντρα των δύο ηγεσιών του που εδώ που τα λέμε δεν απέχουν και πολύ μεταξύ τους , άλλωστε όλες οι ηγεσίες από την εποχή του Μπίσμαρκ μέχρι και σήμερα έχουν δύο πόλους να στηρίζονται, το μαστίγιο και το καρότο. Έτσι λοιπόν ο μεγάλος συνασπισμός που διεύθυνε ουσιαστικά το ΣΗΠ μεταξύ Ντισνεικών και Γκριμεικών έκανε τον ετήσιο απολογισμό του. Το λόγο πήρε ο γενικός γραμματέας  του συνδικάτου, με σχεδόν αιώνια θητεία, μόνο ο Γιουνκερ ως πρόεδρος του Λουξεμβούργου τον ξεπερνά σε χρόνια υπηρεσίας στα κοινά, Μίκυ Μάους : 

«Ακόμα μια χρονιά σύντροφοι πέρασε, δύσκολα μεν καθώς όπως γνωρίζεται η κρίση έχει αγγίξει και εμάς, άλλωστε οι πωλήσεις παραμυθιών έχουν πέσει κατακόρυφα, οι άνθρωποι πλέον εμπιστεύονται το Μεγκα και το Σκαι για παραμύθια και έχουν ξεχάσει τα κλασσικά εικονογραφημένα. Παρόλα αυτά θεωρώ πως η ανάπτυξη θα έρθει αν αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα. Για αυτό προτείνω να δεχτούμε στους κόλπους μας ξένες επενδύσεις από το βασίλειο των ανθρώπων όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής και το πρωτογενές πλεόνασμα.»

Μόλις τα είπε αυτά ο Μαους από κάτω έγινε χαμός. Τα σκυλιά της Δαλματίας γάβγισαν λίγο για να ηρεμήσει η κατάσταση, ειδικά προς την μεριά της Στρουμφιτας που ήταν έξαλλη και μαζί με τη χιονάτη και τους 7 νάνους έκαναν την περισσότερη φασαρία και αμέσως μετά ο  αρχηγός της φρουράς των σκυλιών, το αρχιτσιράκι του Μαους, ο Πλούτο έδωσε το λόγο στον αναπληρωτή γενικό γραμματέα, τον Χάνσελ, ο οποίος όμως παραείχε γίνει χοντρός από τα γλυκά που του έδινε ο Μίκυ και δεν μπορούσε να μπει στην αίθουσα, έτσι αρκέστηκε να συμφωνήσει με τον Μίκυ που εντωμεταξύ ως άνθρωπος έλεγχε πλέον τα μεγαλύτερα κανάλια της οικουμένης όπως το FOX και είχε ως χαιλαιτ της καριέρας του το ότι έπεισε τον κόσμο ότι ο Σαντάμ είχε χημικά όπλα. Ήταν σειρά του πατερούλη Μπάρμπα Στρουμφ να πάρει το λόγο από το κομμουνιστικό S.m.u.r.f. :

« Εγώ θέλω να διαβάσω ένα απόσπασμα από την Πραβδα της 17ης Δεκεμβρη του 1936 «Η εκκαθάριση των τροτσκιστικών και αναρχοσυνδικαλιστικών στοιχείων έχει ήδη ξεκινήσει στην Καταλονία. Αυτό το έργο θα ολοκληρωθεί στην Ισπανία με την ίδια ενεργητικότητα  που επιδείχθηκε και στην ΕΣΣΔ». Νομίζω ότι το ίδιο έργο πρέπει να αναλάβουμε και εδώ έως ότου να είναι ώριμες οι συνθηκες για επανάσταση. Ήδη ξεκινήσαμε» είπε με νόημα καθώς κοίταζε τη Στρουμφιτα και τη Χιονάτη. 

«Ο Ντόναλντ ζει. Είναι κροκόδειλος στην Κρήτη.» Ακούστηκε  από τα ορεινά της αίθουσας που κάθονταν οι κοσινικοι, η αναρχική πτέρυγα του ΣΗΠ. Ο Αστερίξ και ο λούκι λουκ που είχαν πάρει και με το μέρος τους τον τροτσκιστή Ντόναλντ Ντακ άρχισαν να τραγουδανε τη Μαχνοβτσινα. Οι 7 νάνοι ακολούθησαν αφού ξύπνησε μέσα τους ο εργάτης, άλλωστε ήταν και οι 7 που πρωτοξεκίνησαν την κολεκτίβα ξυλείας στο σοβιέτ των του μαγεμένου δάσους, μαζί τους η χιονάτη που ταν τσιμπημένη με τον λούκι λουκ και μετά από λίγο και η Στρουμφιτα που ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Αστερίξ, ο ποιος παίζει να χε πάρει και ότι κινείτο στην επικράτεια των παραμυθιών με τις κλασσικές αναρχικές κοελιες του  τύπου « σημασία πάνω από όλα έχει ο άνθρωπος» και τις κλασσικές του βόλτες σε λόφους παραλίες κτλ. . Γενικά τον τελευταίο καιρό η εξαφάνιση του Ντόναλντ Ντακ μετά από το ραντεβού που είχε με τον λιχούδη και τον σκυφτουλη μέλη του SMURFS και όλα ήταν έτοιμα να τιναχτούν στον αέρα. Ο Λούκι λουκ έβγαλε το 45αρι κολτ από τη θήκη του ( έχει εξελιχτεί η τεχνολογία) και πυροβόλησε τη σκιά του μπάρμπα Στρουμφ τότε ο πλούτο έστειλε τα 101 102 πόσα είναι τέλοσπάντων σκυλιά της Δαλματίας καταπάνω τους. Ο οβελιξ όπως είχε συνηθίσει άλλωστε να δέρνει πραιτοριανούς απλά έβαλε τον ιντεφιξ και τον ρανταπλαν να γαβγίσουν και τα σκυλιά χεστηκαν πάνω τους και λούφαξαν πίσω από τον πλούτο. Τότε ο πλούτο έφερε μέσα το τέρας που από τότε που το παράτησε η πεντάμορφη για τον πρίγκιπα ενός αλλού παραμυθιού (γνωστή νυμφομανής εδώ που τα λέμε, σαν την Μαρία μεσσαλινα ένα πραμα) το χει ρίξει στο πότο και τους μπαφους. Αμόλησε λοιπόν δυο τρεις μπαφοκλανιες και στην τετάρτη την καθοριστική η αίθουσα είχε αδειάσει. Ο πλούτο που χε προλάβει να βάλει μάσκα του χτύπησε την πλάτη και του πε « μπράβο αγόρι μου και την άλλη φορά από το πάρκο της Ναβαρίνου να αγοράσεις»

Την άλλη μέρα η «παραμυθιακη αλληλεγγύη» που διεύθυνε ο δρυΐδης Πανοραμιξ και πρόσκεινται σαφως στους Κοσινικους είχε βγει με μια φωτογραφία από τον κροκόδειλο που χε βρεθεί σε ένα φράγμα στο Ρέθυμνο και είχε μήνυμα από τον εξόριστο πλέον και κυνηγημένο Ντόναλντ Ντακ που καλούσε σε πανπαραμυθιακό αντάρτικο πολης.

Και έζησαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.