Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Αναμνήσεις σε μια πολυθρόνα, βράδυ Χριστουγέννων


Ανοίγω με τα κλειδιά και πέφτω όπως είμαι πάνω στην πολυθρόνα. Σκέψου ότι μέχρι και το φως δεν έκανα την κίνηση να ανάψω. Ουφ, ας κάνω λίγο πιο κει να ανάψω το λαμπατέρ. Αυτός ο πόνος στη μέση όλο και χειροτερεύει, αλλά να πω την αλήθεια μου γιατί να πάω στο γιατρό, όσο μπορώ με πρόφαση αυτόν τον πόνο να κάνω λιγότερες δουλειές στην υπηρεσία. Άλλωστε έδωσα πάνω από 40 χρόνια στο σώμα και πάντα ήμουν αρκετά καλός για να αξίζω την περίοδο πριν τη συνταξιοδότηση  μου να φεύγω νωρίτερα από τη δουλεία και να μην κάνω τις συνηθισμένες δουλειές εκεί που απαιτούν χρόνο από τη ζωή μου.


Είναι αργά το βράδυ στο Ρέικιαβικ, και η βιβλιοθήκη απέναντι με κοιτάζει να μου πει σήκω να περάσεις την ώρα σου όσο δεν θα τηλεφωνεί ακόμα ένα βράδυ η κόρη σου. Εντάξει δεν είμαστε όπως ήμασταν παλιά, αλλά θα έπρεπε να τηλεφωνεί. Αφού ξέρει ότι μεγάλωσα αρκετά πια για να με παίρνει στα σοβαρά στις παραινέσεις μου. Θα έπρεπε απλά να μου τηλεφωνεί για να μου πει ότι δεν έχει κάποια νέα να μοιραστεί μαζί μου. Την γέμιζα με εμπειρίες και βιβλία όταν ήταν μικρή, είχαμε πάει παρέα και ένα ταξίδι στην Αγγλία για να δει πως είναι από την εφηβική της ηλικία ακόμα κάτι ξέχωρα από το κρύο της Ισλανδίας. Και μάλιστα είχαμε πάει εκείνη την περίοδο που λόγω εκείνης της μεγάλης οικονομικής κρίσης είχαμε σνομπάρει τόσο πολύ την αποπληρωμή των αγγλικών τραπεζών που μετά την επιθετική πολιτική της Αγγλίας απέναντι μας, όλη η Ισλανδία την ειχε αναγάγει στον νούμερο ένα εχθρό. Εμείς πάντως θυμάμαι να χαμε περάσει καλά.

Σηκώνομαι μια στιγμή να αρπάξω τον κλόουν του Χάινριχ Μπελ να διαβάσω να περάσει η ώρα. Μ αρέσει ιδιαίτερα αυτό το βιβλίο. Νομίζω ότι το Ρέυκιαβικ κατά κάποιο τρόπο έχει την ίδια όψη με την γερμανική Μπον και κουβαλά ακριβώς την ίδια υποκρισία με αυτήν. Εμείς βέβαια, δεν νομίζω ότι το κάνουμε για να επιβιώσουμε οντάς καθολικοί σε ένα περιβάλλον που είναι όλοι σχεδόν προτεστάντες. Εμείς μάλλον το κάνουμε για να σώζουμε τους εαυτούς μας από μας τους ίδιους. Βλέπεις η απομόνωση λόγω γεωγραφικής θέσης δεν έχει και πολλά καλά. Το βραδινό Ρέικιαβικ ακόμα και τα Χριστούγεννα δεν έχει και πολλούς ανθρώπους, ακόμα και αυτοί που περπατάνε στους δρόμους σπάνια έχουν όλες τις αρετές των ανθρώπων της ηπειρωτικής Ευρώπης ή πόσο μάλλον των ομοπάτριων δανών. 

Η κόρη μου πάλι δεν παίρνει τηλέφωνο. Μάλλον εκείνη δεν αισθάνεται την ανάγκη να υποκριθεί πως νοιάζεται. Τουλάχιστον ελπίζω να νοιάζεται για τα παιδιά της. Έχει τελειώσει με τα άλλα καιρό τώρα αλλά ήταν μια περίοδος εκείνη με το σκελετό εκείνης της γυναίκας, τα ναρκωτικά και τον φίλο μου τον Σίγκουρντσον και το τσίρκο του που δεν θα με αφήσει ποτέ να σταματήσω να ανησυχώ για εκείνη και για το πώς ζει τη ζωή της. Την πήγαινα από μικρή σε εκείνο το τσίρκο. Ο Σίγκουρντσον ήταν συμμαθητής μου από το δημοτικό ακόμα. Ας βάλω ένα ποτήρι ουίσκι στον εαυτό μου. Έχω κόψει και τις καταχρήσεις εδώ και χρόνια αλλά δεν είναι τίποτα ένα μόνο ποτήρι έτσι. Της άρεσαν ιδιαίτερα τα ακροβατικά της μικρής, μα πάνω από όλα της άρεσε εκείνο το σόου του μάγου. Ίσως πρέπει να περάσω για λίγο από το μέρος που ταν το τσίρκο να θυμηθώ σε κάποια φάση εκείνες τις εποχές. Θα πήγαινα μέχρι σήμερα αν δεν είχε κλείσει καμιά 40αρια χρόνια τώρα. Εκείνη η αυτοκτονία του κλόουν τον είχε καταρρακώσει τον παλιό μου συμμαθητή και φίλο. Έκλεισε το σόου και πήγε να ζήσει στη Δανία με τον αδερφό του. Τηλεφωνιόμασταν για 2-3 χρόνια αλλά ξέρεις πως είναι αυτά, χάνεται η επαφή μετά από λίγο. Εδώ που τα λέμε και πολύ είχε κρατήσει. Μοιάζει σαν να προσποιούμασταν ότι νοιαζόμαστε και οι δύο αρκετά καλά.

Ήμουν από τους πρώτους που είχαν φτάσει στο τσίρκο μετά την ανακάλυψη του πτώματος. Η αλήθεια είναι ότι όλα όσα ακούτε για τους Ντετέκτιβ δεν είναι τόσο ρόδινα ή ακόμα και ρομαντικά όσο φαίνονται. Σπάνια η αστυνομία χρειάζεται κάποιου είδους ειδικές γνώσεις για να εξιχνιάσει ένα έγκλημα. Συνηθεστέρα, μας παίρνει σχεδόν ο ύπνος από τη ρουτίνα της δουλειάς. Ενώ όταν μας χρειάζονται σε κάποιου είδους σκηνή εγκλήματος, δεν είναι και ότι πιο όμορφο. Ακόμα και αν δεν υπάρχουν κάποιου είδους αποτρόπαια εκθέματα, το να βλέπεις κάποιο πτώμα δεν είναι καθόλου ευχάριστο, όταν μάλιστα το θέαμα είναι ακόμα πιο άσχημο μισώ τον εαυτό μου για την δουλεία [που κάνω. Όπως και εκείνη τη Δευτέρα στο τσίρκο. Ο κλόουν του τσίρκου είχε πέσει από το πιο ψηλό σημείο του και κείτονταν με σπασμένο κεφάλι και σχεδόν κάθε κόκκαλο του σώματος του σε μια λίμνη από αίμα στην μέση ακριβώς του πάλκου απέναντι ακριβώς από το ευμέγεθες κανόνι που πέταγε τον συμπαθέστατο νάνο σε ένα προστατευτικό δίχτυ στην άλλη μεριά του πάλκου μια ανάσα κυριολεκτικά από το εκστασιασμένο κοινό. 

Ο Μπορις, ο κλόουν δούλευε αρκετά χρόνια στο τσίρκο ίσως και καθ όλη την 12ετη του ιστορία. Παρόλα αυτά ήταν και εκείνος το αρχέτυπο του θλιμμένου κλόουν. Ενώ θυμάμαι πως είχαμε μάθει πως και εκείνη την περίοδο τον είχε παρατήσει η κοπέλα του. Όλο το πράγμα έδειχνε ξεκάθαρη αυτοκτονία, άλλωστε ποιος κλόουν μπορεί να έχει εχθρούς που να θέλουν το κακό του. Παρόλα αυτά εμείς έπρεπε να κάνουμε την δουλειά μας. Και το περίεργο ήταν πως κατά τη διάρκεια της έρευνας όλο και εξασθενούσε η θεωρία της αυτοκτονίας θυμάμαι. Υπήρχαν ίχνη από παπούτσια πάνω στο πάλκο που δεν θα έπρεπε να ήταν εκεί, εκείνη την μέρα, ενώ είχαμε συλλέξει και πάρα πολλά αν και μερικά αποτυπώματα από το σημείο της πτώσης. Είχαμε αποκλείσει φυσικά τους ακροβάτες αλλά παρόλα αυτά έμεναν ακόμα αρκετά που δεν μπορούσαμε να ταυτοποιήσουμε. Ενώ μάλιστα από τις καταθέσεις είχαν προκύψει αρκετά αντιφατικά πράγματα. Έπρεπε τουλάχιστον να το θεωρήσουμε ως πιθανή ανθρωποκτονία. Είχαμε ήδη συλλέξει αρκετά.

Ήταν περίεργος καιρός όμως. Η μικρή ήταν σε χάλια μαύρα και είχαμε επιτέλους αποφασίσει από κοινού να πάει σε μια κλινική για αποτοξίνωση. Και γω προσπαθούσα να ξεκόψω παράλληλα από την μικρή ασκούμενη γραμματέα που χε ο Γιοκαμπσον στο απέναντι γραφείο. Στην κλινική δεν μπορούσα να πλησιάσω και το μόνο που μου κρατούσε πλέον το ενδιαφέρον στην δουλειά ήταν αυτή ακριβώς η αίσθηση ότι μόνο στη δουλεία μπορούσα να το ρίξω. Ήταν σαν κάποιου είδους παρωπίδες για να περάσει ο καιρός. Υποκρινόμουν εγώ πρώτα ο ίδιος στη συνείδηση μου ότι μέσω της δουλειάς έτρεφα ελπίδες για καλύτερο μισθό, ανέλιξη, ένα μπεζ Βόλβο και όταν θα έβγαινε η μικρή θα ήταν όλα καλά στο νέο μας διαμέρισμα που δεν θα έσταζε νερό στην πλαϊνή κολόνα λόγω της αναθεματισμένης της υδρορροής.

Ο Σίγκουρντσον είχε κάνει μια πολύ περίεργη κατάθεση που όλοι στο τμήμα τελικώς υποτιμήσαμε. Ίσως και με προτροπή μου καθώς διαρκώς έλεγα πως ο άνθρωπος ήταν προφανώς επηρεασμένος από την όλη κατάσταση και για αυτό μπέρδευε την κατάθεση του, ίδρωνε και έπεφτε σε αντιφάσεις. Μας είχε πει πως ήταν θέμα χρόνου να τον απολύσει. Ο Κλόουν δεν απέδιδε, οι κριτικοί και το κοινό τον απεχθάνονταν. Έλεγε πως είχε χάσει την αλεγρία του. Είχε σταματήσει να ναι κλόουν. Θυμάμαι που μου είχε εκμυστηρευτεί και κάποιες εβδομάδες πριν πως ο κλόουν τον είχε δει να φιλιέται με την Κατερίνα, μια  ευχάριστη ουκρανή που είχε ο μάγος στο σόου του και πως από τότε τον εκβίαζε ο κλόουν. Πράγμα που δεν έκρινα σκόπιμο να συμπεριλάβω στην έρευνά μας καθώς θυμάμαι πως το είχα κρίνει ανάξιο λόγου. Δεν ήταν δυνατό να είχε δολοφονήσει άνθρωπο ο Σίγκουρντσον. Ξαναλέω ο μόνος εχθρός ενός κλόουν είναι ο εαυτός του, άντε και οι κριτικοί τέχνης. Όλοι αγαπούν τους κλόουν.

Να ήταν υποκινητής της αυτοκτονίας του, ο Σίγκουρντσον. Δεν μπορώ να το θεωρήσω πιθανό. Ο ίδιος το θεωρούσε αρκετά και είχε τύψεις για μεγάλο διάστημα αλλά αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε με ευαίσθητο χαρακτήρα σαν εκείνου. Άλλωστε δεν υπάρχει συναυτουργία ούτε άμεση ούτε ηθική σε μια αυτοκτονία. Η αυτοκτονία έχει έναν λυτρωτικό χαρακτήρα εξ ορισμού. Αν υπήρχε κάποιου είδους συμβουλευτική διαδικασία πάνω της πως θα μπορούσε να ναι λυτρωτική ; η αυτοκτονία είναι μια πράξη μοναχική αλλιώς μιλάμε για φόνο ή ακόμα χειρότερα για μια αυτοκτονία άνευ νοήματος μιας και δεν υπάρχει εξιλέωση από τον εαυτό του αυτόχειρα.

Υπήρχε βέβαια και το παπούτσι. Το αποτύπωμα που είχαμε βρει και δεν θα έπρεπε να ναι εκεί. Το αποτύπωμα το χα εγώ στο γραφείο μου μέχρι να εξαφανιστεί από εκεί. Νομίζω ότι είχε χαθεί ένα βράδυ που χαμε μείνει μόνη μας με την βοηθό του Γιοκαμπσον για να μελετήσουμε την υπόθεση. Προφανώς και δεν την είχαμε μελετήσει. Θυμάμαι πάντως ότι ήταν κάποιου είδους μπότα νούμερο 44, ακριβώς όπως και τα δικά μου παπούτσια εκείνη την περίοδο. Ύποπτο και αυτό μιας και θα έκανα τα πάντα για να βοηθήσω τον Σίγκουρντσον σε μια δύσκολη του υπόθεση αλλά πράγματι νομίζετε ότι είμαι δολοφόνος ; Ήταν αυτοκτονία. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Αλλά και να μην ήταν ποιος νοιάζεται; Ας αφήσουμε τον κλόουν, επιτέλους στην ησυχία του.


Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Κάθε φορά που σε βλέπω να έρχεσαι από μακριά


Συνήθως τα κείμενα ξεκινάμε δηλώνοντας τον τόπο, το χρόνο και περιγράφουν τους χαρακτήρες, τα μέρη και τις κινήσεις των ατόμων. Το πρόβλημα τώρα, είναι πως αυτό το κείμενο έχει να κάνει με μια γυναίκα και καταντά άχρονο και χωρίς τόπο. Ξεκινά σε μια γωνία που περιμένεις τρέμοντας, να διασχίσει τα λίγα μέτρα που σας χωρίζουν. Που στο κίτρινο φώς του πεζόδρομου διακρίνεις, το περπάτημα της, τα μαλλιά της, το πρόσωπο της να λάμπει. Υπάρχουν στιγμές που η τέλεια μορφή επιμερίζεται σε άλλα επιμέρους τμήματα ενός ανθρώπου. Η ομορφιά υπάρχει στο όλο και στην πιο μικρή λεπτομέρεια. Κρύβεται σε μια σιλουέτα και σε έναν κρεμασμένο κρίκο στο αυτί της. Στο ίδιο ποσό στην ίδια αναλογία στην ίδια τελειότητα.


Το περπάτημα της που δεν με νοιάζει που λαμβάνει μέρος ή σε ποιο χρόνο γίνεται. Είναι ξεχωριστό σε όλα τα μέρη και πέρα από το χρόνο. Θα το διέκρινα σε ένα κυκλικό χορό, σε ένα πανηγύρι σε κάποιο χωριό το μεσαίωνα, σε 100 χρόνια από τώρα ίσως σε κάποιο άλλο πλανήτη και στο σήμερα, την ώρα που στα χείλη της υψώνεται η διαμαρτυρία σε μια πορεία στο κέντρο της Αθήνας.

Τα μαλλιά της που φαντάζομαι πως τα χαϊδεύω σε μια άλλη ζωή. Σε μια ζωή ιδανική, ουτοπική και πάνω από όλα βαθιά ανθρώπινη. Σε μια ζωή που εκείνη ακουμπά το κεφάλι της στα γόνατα μου και κοιταζόμαστε στα μάτια για ώρα, μέχρι να μας διακόψει ένας όμορφος ήχος από παιδική φωνή. Μια ζωή που ο σκοπός της είναι ο ίδιος ο έρωτας. Τα μαλλιά της που όσο μεγαλώνει σκουραίνουν αλλά πάντα θα έχουν κάτι από τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα της, ένα περίεργο χρώμα, ένα ασυνήθιστο χτένισμα, ένα κοτσιδάκι. Κάτι που να λειτουργεί σαν παιχνίδι για τα χέρια μου την ώρα που της χαϊδεύω τα μαλλιά και την καρδιά μου που της ανήκει.

Το πρόσωπο της που χαμογελά αλλά και οργίζεται όλο μαζί, από τα χείλη της μέχρι το μέτωπο της, εκεί στην αρχή από τα καστανόξανθα μαλλιά της. Αυτό που όταν μιλά για πράγματα του σήμερα του αύριο αλλά και για άλλα που έχουν γίνει, για τέχνη, για ποίηση για οτιδήποτε κάθομαι σχεδόν μυσταγωγικά να πιάσω τις εκφράσεις του. Όταν σοβαρεύει και πιάνει τον «καθηγητικό» της ρυθμό με μια ελαφρά ειρωνεία στο τέλος αν θέλει να διαφωνήσει μαζί σου ή όταν διηγείται ένα παιδικό της παράπονο και κουνά μανιακά τα χέρια της, εκεί που τεντώνεται ο λαιμός της και αφήνει έναν ήχο κούρασης «πφφφ» κάθε φορά που αγανακτεί και αμέσως λάμπει πάλι από την αρχή για να σου μιλήσει για ότι μπορείς να φανταστείς με τον ίδιο ζήλο από το σοβαρότερο στο πιο ασήμαντο που για εμένα κάθε φορά που θα ειπωθούν από τα χείλη της είναι  κάτι το απίθανα σημαντικό.

Το χειρότερο από όλα αυτά είναι πως δεν ξέρει πως νιώθω. Πως δεν έχω το κουράγιο να της πω για αυτή τη ζωή που υπάρχει στα όνειρα μου, αυτά της νύχτας αλλά εκείνα τα ομορφότερα της ημέρας που σε καταπίνουν σε μιαν άλλη πραγματικότητα. Ομορφότερη και δικαιότερη που ο ακρογωνιαίος της λίθος είναι εκείνη. Τρέμω τόσο πολύ να γκρεμίσω αυτόν τον κόσμο, δεν μπορώ να τον κατηγορήσω για τίποτα σε αντίθεση με τον πραγματικό. Τρέμω να αναγκαστώ να τον χάσω. Προτιμώ να πνίγω τον εαυτό μου, τον δημιουργό του σε αυτόν και να κρύβω τα συναισθήματα μου στην πραγματικότητα. Πόσες φορές έχω προσπαθήσει να της μιλήσω και την τελευταία στιγμή μιλώ για κάτι άσχετο και όταν αποφασίσω να το κάνω τότε είναι που τα λόγια δεν θα βγαίνουν από το στόμα μου, θα τα κρατά σφιχτά με όλη της τη δύναμη η καρδιά μου. Την ώρα που τη βλέπω και ένα ρεύμα με διαπερνά από την κορυφή ως τα νύχια. Ένας πόνος στο στήθος, ένας κόμπος στο λαιμό και το μυαλό ήδη να τρέχει στα αστέρια μαζί της. 

Θα μπορούσα να ζω την καλύτερη και ευτυχέστερη ζωή, αν δεν ήμουν τρελός. Για εκείνη. Αν η ζωή που φαντάζομαι πως θα μπορούσα να ζω δεν ήταν καλύτερη και από τις ευνοϊκότατες συνθήκες που αντικειμενικά ζω. Αλλά πόσο αλήθεια είναι πως την ευτυχία δεν την φτιάχνει κανείς παρά μόνο η καρδιά μας. Κάθε ερωτευμένος είναι τρελός και ο πιο γενναίος άντρας είναι εκείνος που στη θέα της αγαπημένης του, την ώρα που τα γόνατα του τρέμουν και η καρδιά του πάει να σπάσει λέει εκείνο το πολυθρύλητο « Σε θέλω». Το πρόβλημα σε αυτό είναι πως η απόνιψη ή η ιδέα της πιθανής απόρριψης μαραζώνει την καρδιά τόσο που κανείς γίνεται βαριά άρρωστος και μονή παρηγοριά είναι εκείνη. Μόνο και μόνο η όψη της είναι φάρμακο για την καρδιά μου και όταν δεν βρίσκεται κοντά μου γυρίζω σε αυτή την κατάσταση τρέλας. Λένε πως δεν μπορεί ο τρελός να αναγνωρίζει την τρέλα του παρά μόνο οι γύρω του. Υπάρχουν παρόλα αυτά άνθρωποι που οδηγούνται από την καρδιά τους σε μονοπάτια που η τρέλα, η ενεργητικότητα, η φαντασία και πολλές φορές ο θάνατος συμβαδίζουν πλάι πλάι με μόνη ουσία να τους περιβάλει την εικόνα του αγαπημένου προσώπου τους.

Σε αυτή τη ζωή που υπάρχει στο μυαλό μου, όπως και στον πραγματικό κόσμο ζεις μια ζωή που συνηθίζεις τις συνήθειες του άλλου. Τα περίεργα γούστα της γίνονται δικά σου. Κομμάτι από τη σάρκα σου είτε τα ακολουθείς είτε όχι. Δεν πίνει καφέ, εσύ θα ξεχνάς συνέχεια να παίρνεις στο σουπερ μάρκετ. Δεν καπνίζει αλλά θα σου φέρνει καπνό κάθε φορά που θα περνά από το περίπτερο της πλατείας. Είσαι εκεί τυχαία, πάντα όταν σε χρειάζομαι πιο πολύ, μια περίεργη συνήθεια σου αυτή. Όταν περνάω τις πιο δύσκολες στιγμές μου πάντα θα ακούσω τη φωνή σου. Θα ζήσω για λίγο εκεί. Να ξεχάσω όλο αυτό το κακό τούτου του κόσμου. Να ζήσω για λίγο στη φωνή σου εκεί που πλάθεται ο νέος κόσμος, ένας κόσμος που μπορούμε να περπατήσουμε πιασμένοι χέρι χέρι στα αστέρια ένας κόσμος που υπάρχει η ευτυχία που αναζητά η καρδιά μου.

Όλο αυτό το θαύμα το κάνεις μόνη σου, εδώ σε αυτό τον κόσμο. Με κάνεις να μπορώ να  κάτσω στην Ανδρομέδα και να σε βλέπω να κοιμάσαι δίπλα μου να ταξιδεύεις εσύ τότε σε άλλο γαλαξία, γαλήνια, το ίδιο όμορφη στη Γή, στην Ανδρομέδα και στο Σείριο. Ο σημαντικότερος άνθρωπος για την καρδιά μου σε όλο το σύμπαν. Όλα αυτά που θέλω να σου πω, όλη αυτή η ζωή που θέλω να μοιραστούμε και φαντάζει ιδανική βρίσκεται εδώ. Κάθε φορά που με κοιτάς. Κάθε φορά που μου χαμογελάς. Κάθε φορά που σε βλέπω να έρχεσαι από μακριά. Πόσες και πόσες φορές ήθελα να φωνάξω αυτό το «σε θέλω». Χάνομαι, μια πνοή αφανισμού φτάνει από την καρδιά μου και με πνίγει. Δεν μπορώ άλλο, τα βάσανα του έρωτα είναι αφόρητα και όσο πιο πολύ τον γεμίζεις ελπίδα τόσο πιο μεγάλος είναι ο αφανισμός. Η καρδιά μου βρίσκεται στα χέρια σου, το μυαλό μου τρελαμένο σε μια εκστατική φαντασία που ζούμε μαζί και εγώ ο δειλός χάνομαι σε έναν χείμαρρο φόβου και ντροπής γιατί δεν μπορώ να σου πω πόσο σε θέλω.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Το μοναστήρι της Γλασκώβης Pt. 2


Ξύπνησα, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με υπερβολικό πονοκέφαλο και ένα μεγάλο καρούμπαλο, στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Δεμένος σε μια καρέκλα, το πρώτο που σκέφτηκα να κάνω ήταν να φωνάξω βοήθεια αλλά μετά αντιλήφθηκα πως βρίσκονται απέναντι μου, δύο, ιδιαίτερα εύσωμοι και δυνατοί άντρες. Με πλησιάζει ο ένας πάω τους δύο και μου εξηγεί πως έχει εντολή να μου δώσει ένα φάκελο και να σιγουρευτεί πως θα συμφωνήσω με τους όρους του φακέλου, ενώ, απολογείται  με επαγγελματικό θα χαρακτήριζε κανείς ύφος, για την ταλαιπωρία μου. Μου δίνει το φάκελο, καθώς μου ξετυλίγει τα χέρια και κάνει πίσω


«Το πτώμα στο μοναστήρι δε είναι
μοναχού. Ο ύποπτος είναι ο Τζεραλντ
Τρουπ που έχει πεθάνει ήδη 20 χρόνια
και είχε σκοτώσει άλλους δύο ανθρώπους,
ενώ τους είχε θάψει στον κήπο του.
Τέλος της αστυνομικής έρευνας.
Αν ανακοινώσεις αυτά, σε περιμένουν
στην κεντρική τράπεζα της Σκωτίας,
στην θυρίδα 27 10.000.000 στερλίνες»

Το διαβάζω και δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο κάποιος αστυνομικός, με τόσα χρόνια στο σώμα, πρώτον να μην δεχτεί τα χρήματα που του προσφέρουν και δεύτερον, γιατί να περάσει τέτοια ταλαιπωρία και να μην τον πλησιάσουν με πιο πολιτισμένο τρόπο. Αποδέχομαι ασυζητητί την πρόταση ενώ ο δεύτερος  μπράβος με βιντεοσκοπεί να το δηλώνω ρητά. Μου δένουν τα μάτια και με ανεβάζουν σε ένα βανάκι. Μετά από κάνα δίωρο με αφήνουν στον καναπέ του σπιτιού μου. Τη στιγμή που ακούω την πόρτα του διαμερίσματος να κλείνει ξεδένω το πανί που με εμπόδιζε να δώ.

Για κάποιο λόγο έχω καρφωθεί να κοιτάω στο σύνθετο έπιπλο απέναντι από τον καναπέ και πιο συγκεκριμένα την φωτογραφία της αδερφής μου, της Τζούντ. Η Τζούντ είναι τρία χρόνια μεγαλύτερη από εμένα και έχει δύο παιδιά, ενώ είναι παντρεμένη με τον παιδικό μας φίλο, τον Εντουαρτ . θυμάμαι, τις διακοπές που είχαμε πάει παιδιά με τους γονείς μας στη Σικελία. Τους τραβάγαμε συνέχεια, για να παίξουμε στις κούνιες ή χτίζαμε με την αδερφή μου κάστρα στην άμμο. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Μάλλον, όταν οι άνθρωποι κινδυνεύουν ξεφεύγουν στους οικείους τους, τους προστάτες τους, τα μικρά τους καταφύγια. Η Τζουντ πάντα ήταν εκεί, να με προστατεύει. Εγώ, πίστευα για χρόνια πως μπήκα στο σώμα για να προστατεύω την Τζούντ.

Όταν μεγάλωσα, το έκανα για να προστατεύω την Κλαιρ. Τώρα, μάλλον το κάνω για να την βρω, αφού την έχασα. Μια φορά είχαμε πάει διακοπές με την Κλαιρ. Τι διακοπές δηλαδή ;
Ένα road trip ως το Μάντσεστερ. Έβρεχε όλη την ώρα. Το μόνο που κάναμε ήταν να μείνουμε δύο μέρες μέσα στο δωμάτιο που είχαμε νοικιάσει, να πηδιόμαστε όλη την ώρα και να βάζουμε καφέ ο ένας στον άλλο. Νομίζω ότι η Τζουντ είναι η ροζ περίοδος της ζωής μου και η Κλαίρ η μπλε. Το πρόβλημα, όμως, όταν μεγαλώνεις είναι πως η ροζ περίοδος έχει περάσει ανεπιστρεπτί, ενώ η μπλε στερείτε αντικείμενου στην περίπτωση μου μιας και η Κλαίρ έχει φύγει. Έτσι, το μόνο που μένει είναι οι αναμνήσεις και από τις δύο περιόδους. Πρέπει να μαζευτώ, να πάω στο γραφείο αύριο.

Ξύπνησα την άλλη μέρα. Το κεφάλι μου πονάει ακόμα, αλλά ευτυχώς το καρούμπαλο έχει υποχωρήσει. Είναι πέμπτη 8 Οκτώβρη. Βάζω λίγο καφέ και ξεκινάω για το τμήμα. Το ραδιόφωνο λέει συνεχώς για την απειλή των τζιχαντιστών και δεύτερο θέμα είναι το σεξ του πρωθυπουργού της Βρετανίας με μια κακόμοιρη κατσικουλα στα φοιτητικά του χρόνια. Η αγαπημένη μας βασίλισσα έχει πέσει στο τρίτο θέμα των ειδήσεων. Δύσκολοι καιροί για το παλάτι. Βαρετή γηραιά Αλβιόνα. Φτάνω στο τμήμα. Με χαιρετούν όλοι. Δεν νοιάζεται κανείς για το ότι έλειψα δυο μέρες .

Πάνω στο γραφείο μου βρίσκεται ένας φάκελος που γράφει «Τζεραλντ Τρουπ». Τον έφερε η βοηθός σου το πρωί, μου λέει ο Νταίηβιντ από το απέναντι γραφείο. Έπρεπε απλώς να τον ανοίξω και να γράψω μια αναφορά για τον αρχηγό και τα 10 εκατομμύρια στερλίνες θα ήταν δικά μου. Ανοίγω τον φάκελο. Ο τύπος είναι αριστερόχειρας και έχει σκοτώσει δυο φορές επαγγελματικά με πιστόλι. Το θύμα είχε τραύμα από τον αριστερό λοβό στο δεξί αυτί με αιχμηρό αντικείμενο. Είναι σχεδόν αδύνατο να το έκανε αριστερόχειρας. Αριστερόχειρας, μάλιστα που έχει εκτελέσει δύο φορές με σφαίρα ανάμεσα στα μάτια. Ούτε 5% πιθανότητα να το έχει κάνει αυτός. Άλλωστε, δεν γράφεται και πουθενά για σχέσεις με το μοναστήρι η τον καθολικισμό γενικότερα. Από την άλλη όμως γιατί να μην πιστέψω τους παρολίγον δολοφόνους μου και προσεχώς ευεργέτες μου. Γιατί έγινα όμως, ντετέκτιβ ; Δεν γαμιέται ! 

-Νταίηβιντ, σήκω, πάμε να δούμε τον ηγούμενο του μοναστηριού
- Τι ; Τώρα;  Ψιθυρίζει
- Ναι τώρα, σήκω !


Συνεχίζεται…

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Το μοναστήρι της Γλασκώβης


Ούτε μια ώρα δεν έχει περάσει από την ώρα που έφτασα στο γραφείο και τρέχουμε τώρα σε ένα κωλομοναστήρι, μέσα στη βροχή να δούμε ένα σκελετό. Έχει ήδη φτάσει ο Γιόχαν και ο ιατροδικαστής και έχουν παρθεί και οι απαραίτητες φωτογραφίες. Τώρα, γιατί πρέπει να πάω και γώ ; ίσως έχει μείνει παράδοση από την εποχή του Σέρλοκ Χόλμς. Λες και ο ντετέκτιβ θα ανακαλύψει κάποιο έξτρα στοιχείο που δεν έχουν δει τόσοι αστυνομικοί, ο ιατροδικαστής, ο έτερος ντετέκτιβ και προπαντός όλοι οι ρεπόρτερ που έπεσαν σαν τα όρνια πάνω από το σκελετό.


Παραμερίζω τον κλοιό και μπαίνω στη σκηνή του εγκλήματος. Έχουν στήσει μια πρόχειρη τέντα από πάνω, για να μην βρέχεται ο σκελετός φαντάζομαι, μιας και οι μπάτσοι είναι αναλώσιμοι. Ο σκελετός είναι σε καλή κατάσταση αν εξαιρέσουμε το αιχμηρό αντικείμενο που διατρέχει το κρανίο από τον αριστερό λοβό έως το δεξί αυτί. Τείνω να πιστεύω πως αυτό μάλλον είναι το φονικό όπλο. Ώ ! Το επιβεβαιώνει και ο ιατροδικαστής . Αναρωτιέμαι μερικές φορές γιατί πληρωνόμαστε για να βγάζουμε τα ασφαλέστερα των συμπερασμάτων.

Δεν ξέρω γενικά τι πιστεύει ο κόσμος για τους ντετέκτιβ, με την ύπαρξη όλων αυτών τον νουάρ μυθιστορημάτων αλλά η αλήθεια είναι πως τουλάχιστον εγώ, ο Ίαν Ράσελ είμαι μάλλον βαρετός άνθρωπος. Ούτε καπνίζω, ούτε πίνω περισσότερο από το κανονικό. Ενώ όσον αφορά τις γυναίκες δεν είμαι ιδιαίτερα καλός. Δεν ξέρω ποτέ ακριβώς τι πρέπει να κάνω την κατάλληλη στιγμή και πάνω από όλα υπάρχει και θα υπάρχει πάντα εκείνη. Η Κλερ. Εκείνη που όσο  και να προσπαθώ να την πείσω πως δεν μπορώ μακριά της εκείνη δεν μπορεί να παραμερίσει λίγο από την ελευθερία της για να μείνει μονάχα μαζί μου. Όποτε θέλει εκείνη είμαι για αυτήν ένα παιχνίδι για να παίξει. Ρόλος που ισοδυναμεί με πραγματικό βασανιστήριο. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα την στιγμή που σηκώνεται από το κρεβάτι, και τραβά τα μαλλιά της στο πλάι, βάζει τα ρούχα της με τελευταίο γυμνό σημείο να μένει για λίγο παραπάνω ο λαιμός της, να γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι μπορεί να χρειαστεί και εξάμηνο μέχρι να τον ξαναφιλήσεις. Είναι ένα όμορφο αστέρι η Κλερ που δεν θέλει να σβήνει και να χάνεται στο ίδιο αντρικό σώμα συνεχώς. Χρειάζεται ένα ολόκληρο ουρανό να ταξιδέψει πρώτα. Είναι ένας ήλιος για πολλούς πλανήτες. Και εγώ ίσως ο μικρότερος και μακρινότερος από όλους με ελάχιστη ζωή πάνω μου.

Μια ζωή που περνά από πτώματα στη δουλειά, χαρτουρα και ανίερα αστειάκια με άλλους μπάτσους. Προτιμώ να κάτσω σπίτι να διαβάσω ένα βιβλίο, λίγο ποίηση για να θυμάμαι πόσο σημαντική είναι η ζωή, μιας και με τόσους φόνους και την τυπική αρχειοθέτηση τους το ξεχνάω. Ο κόσμος μου είναι χαρτιά και μελάνι, δεν είναι επ’ ουδενι ο τόπος της δολοφονίας για αυτό και σήμερα μπορώ να πω ότι μου είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό που προσπαθούμε να βρούμε το δολοφόνο σε μια δολοφονία που έγινε τριάντα χρόνια πριν.

Ένας μοναχός έσκαβε στο παρτέρι του σήμερα το πρωί και βρήκε τον σκελετό. Ωραία προφανώς κάποιος μοναχός πριν από τόσα χρόνια μάλωσε με τον γκόμενο του στο μοναστήρι και τον απείλησε ότι θα τα αποκαλύψει όλα, o άλλος νευρίασε και του έχωσε το σκαλιστήρι στο κεφάλι. Το πλέον πιθανό σενάριο μεταξύ μας αυτό είναι. Παρόλα αυτά πρέπει να βρούμε όσα πιο πολλά στοιχεία μπορούμε. Θα γίνει ανάλυση DNA μέχρι το βράδυ και θα μάθουμε ποιος είναι το θύμα. Οι ένορκες καταθέσεις από το μοναστήρι δεν βοήθησαν και πολύ. Άλλωστε ακόμα και ο ηγούμενος που ναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία και αυτός με τα περισσότερα χρόνια στο συγκεκριμένο μοναστήρι δεν έχει πάνω από 15 χρόνια που εγκαταστάθηκε εδώ. Πάντως όπως και να το κάνουμε δεν είναι εύκολο για τον καθολικισμό το σημερινό συμβάν. Ήδη θα ναι πρωτοσέλιδο αύριο στις εφημερίδες της Γλασκώβης.

«Ίαν» ακούστηκε, από το τέλος του γραφείου. Ήταν η βοηθός που ήθελε να μου πει για την σύσκεψη με τον αρχηγό του τμήματος και έναν όπως της φάνηκε σημαντικό θρησκευτικό παράγοντα της περιοχής. Το λογικό ήταν αυτό, να ενδιαφερθεί ο εν Γλασκώβη καθολικισμός για τον νεκρό τέκνο του στα όρια της δικαιοδοσίας του και κυρίως να εξασφαλίσει ότι δεν θα ανακαλυφθεί τίποτα που θα τον εκθέτει. Η σύσκεψη προφανώς και ήταν ανιαρότατη και κάθε λίγο και λιγάκι ο καθολικός βικαριος μας έλεγε πόσο σημαντικό είναι να μην διαταραχτούν οι θρησκευτικές ισορροπίες στην πόλη και γενικότερα πως με την θρησκεία δεν είναι εύκολο να μην αναλογιζόμαστε το κόστος που μπορεί να έχει στην ψυχή τον ανθρώπων ένα τυχόν σκάνδαλο. Πράγμα, που εμένα με αφήνει αδιάφορο μιας και η σχέση μου με τον θεό έχει διαρραγεί από την εφηβεία μου ακόμα. Βέβαια, όπως μου υπενθύμισε σχεδόν συνωμοτικά ο βικαριος και με άφησε ικανοποιημένο με την ψυχή μου θα έλεγα, η εκκλησία έχει τον τρόπο της να φροντίζει εμπράκτως και με υλικά μέσα για την ευημερία της ψυχής των πιστών της. 

Χαιρετηθήκαμε με τον Νταίηβιντ από το απέναντι γραφείο, είχε πάει και 3μιση η ώρα είχαμε κάνει και ολόκληρο ταξίδι μέχρι το μοναστήρι του Αγ. Ανδρέα που βρέθηκε το πτώμα και είπα να φύγω να γυρίσω σπίτι να δώ τίποτα στην τηλεόραση και να συλλογιστώ την Κλερ. Είναι πολύ όμορφη συνήθεια να προσπαθείς να σκέφτεσαι στρατηγικές για να την εντοπίσεις και να της πεις όλα αυτά που αισθάνεσαι. Νομίζω ότι κάθε φορά που οδηγώ για να γυρίσω από τη δουλειά σπίτι και μετά την ώρα που κάθομαι στον καναπέ μου, βάζω τα δυνατά μου και όσες στρατηγικές ντετέκτιβ ξέρω για να μπορέσω να βρω το στίγμα της και να προβάρω τα λόγια που θα της έλεγα και τον τρόπο που θα την κατακτούσα. Είναι μια διαρκής αναζήτηση μου για κάτι μερικώς εφικτό, εφικτό κάθε φορά που είναι στη Γλασκώβη και ταυτόχρονα ένα διαρκές άγχος για την μονιμότητα αυτής της προοπτικής. Είναι ο μόνος ίσως λόγος για τον οποίο συνεχίζω να επιμένω σε μια όσο το δυνατόν πιο τακτοποιημένη και ρουτινιάρικη ζωή.

Έφτασα σπίτι, δεν μένω και πάνω από δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο από το τμήμα. Σήμερα το έκανα σε 12 και κάτι λογω της κίνησης που συναντά κάνεις καμιά φορά άμα φεύγει νωρίτερα από τη δουλειά του. Ψάχνω να βρω τα κλειδιά μου και μου πέφτουν στην είσοδο. Ανοίγω με τα πολλά. «ΓΚΝΤΟΥΠ». Πω, ρε γαμώτο! Ήταν δυνατό χτύπημα. Σκοτεινιάζει. Σωριάζομαι κάτω.


Συνεχίζεται…

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Από ένα όχι και τόσο, μακρινό μέλλον


Τέλειωσα τη δουλειά πάλι γρήγορα. Όμως, όπως θα έπρεπε δεν υπήρχε άνθρωπος στο δρόμο στις 8μιση. Μετά την απαγόρευση εξόδου που ξεκινά στις 8μιση, κανείς δεν μπορεί να είναι έξω, παρά μόνο όσοι έχουν ειδική άδεια γιατί δουλεύουν ως αργά, σαν εμένα. Θα πάω σπίτι να βράσω λίγο από τον αρακά της Agrogen.


Ήταν μερικά χρόνια πριν γεννηθώ, που τα φωσφορικά λιπάσματα εξαντλήθηκαν. Η τροφή δεν έφτανε για όλους. Έως την θαυματουργή μέρα που η Αgrogen δημιούργησε τους τροποποιημένους σπόρους της. Οι καλλιέργειες αυτές δεν χρειάζονταν ούτε νερό. Απλά φώς. Το οποίο μπορούσε να προέρχεται και από κοινές λάμπες. Η ανθρωπότητα είχε σωθεί. Για αυτό ο ΟΗΕ, ο οργανισμός των ηνωμένων εθνών τότε, δημιούργησε το συμβούλιο των αρίστων και τιμητικά όρισε τους ιδρυτές της Agrogen και όσους αυτοί θα επέλεγαν για συμβούλους, σαν ανώτατο όργανο όλης της ανθρωπότητας. Αυτό, φυσικά, δεν άρεσε στους εχθρούς της δημοκρατίας. Εκείνους που οδήγησαν τις μάζες να αλληλοσπαραχτούν εκείνα τα φριχτά χρόνια του πολέμου για την τροφή. Από τα 7,5 δισεκατομμύρια του 2083, το 2108 στο 1,5 δις, λόγω εκείνης της καταστροφής. Σήμερα, το 2130 ο ελεύθερος κόσμος έχει 800 εκατ. κατοίκους και περιορίζεται στα όρια της ηπειρωτικής Ευρώπης και του Ην. Βασιλείου. Η υπόλοιπη Γή είναι ένα τοπίο κόλασης. Κανείς δεν γνωρίζει αν υπάρχουν και άλλες κοινότητες ανθρώπων εκεί έξω. Ανησυχητικές ιστορίες ακούγονται πάντως, συνεχώς για παράνομους μετανάστες που προσπαθούν να περάσουν το τείχος του ατλαντικού ή αυτό της μεσογείου αλλά ο ηπειρωτικός στρατός τους σταματά.

Το συμβούλιο των αρίστων και οι πέντε εντολές του έσωσαν την ανθρωπότητα και τις αξίες της από τον αφανισμό. Υπερασπίστηκαν την δημοκρατία και την ελευθερία  με τα πέντε τους συνθήματα. Το χαμόγελο είναι αμαρτία. Η ιδιοκτησία ιερή. Ο θεός η μόνη ελπίδα. Η βοήθεια ανίερη και το συμβούλιο το μέλλον.

Με λένε Charlie Wolinski. Γεννήθηκα στο Λονδίνο και είμαι 33 χρονών. Ο μπαμπάς και η μαμά πέθαναν κάπου στον μεγάλο πόλεμο για το φαγητό. Φόνος ήταν μου είπαν αργότερα. Σήμερα ήταν άλλη μια συνηθισμένη μέρα στη δουλειά. Προσέχαμε τον καυστήρα λιγνίτη που κρατά το φωτισμό ανοιχτό στις καλλιέργειες αρακά της Agrogen. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι έγινε κάτι περίεργο. Εγώ, όσα χρόνια δουλεύω στην παραγωγή του Fulham δεν το έχω ξαναδεί. Ατύχημα είπε ένας γηραιότερος εργάτης. Ο Phillip έπιασε το χέρι του στο τρέιλερ που φέρνει το λιγνίτη. Του το έκοψε. Εκείνος ούρλιαξε και ήρθε η φρουρά και τον απομάκρυνε. Εγώ, εκείνη την ώρα φόρτωνα τον λιγνίτη. Συνέχισα να το κάνω. Ο γηραιότερος εργάτης κάτι είπε για απέλαση. Ο Phillip δεν ήταν αποδοτικός πια.

Η πόλη ήταν πολύ ήσυχη αυτή την ώρα, φαίνονταν από μακριά οι πύργοι του City. Και τα κεντρικά της Agrogen. Τα λύματα οδηγούνται όλα στον Τάμεση και μικρά γεφυράκια σε βοηθάνε να περάσεις από πάνω από τα φρεάτια που ξεκινούν από το περιφραγμένο με το φράχτη της ενότητας City και φτάνουν να χυθούν στον Τάμεση κοντά στις εργατικές κατοικίες.

Παίζω λίγο με τα κλειδιά στην τσέπη μου. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί, γιατί αυτοί οι θόρυβοι από τα φρεάτια δεν ελέγχονται από κάποιον, μάλλον, αρουραίοι θα ναι όμως. Η ώρα 9 και τέταρτο και επιτέλους έφτασα σπίτι, άνοιξα με τα κλειδιά, έφαγα, κοιμήθηκα. Άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος.

Πάλι, 8μιση και γυρίζω από τη δουλειά. Ξανακοιτάζω ψηλά, να ξαναδώ τους πύργους από το κέντρο αλλά έχει ομίχλη σήμερα, δεν φαίνετε τίποτα. -Βοήθεια- δεν μπορεί να άκουσα αυτή τη λέξη. Κοντοστέκομαι στο γεφυράκι, πάνω από το φρεάτιο, λίγο πριν το σπίτι. -Βοήθεια-. Ξανά, Τρίτη φορά. Όντως το ακούω. Μα απαγορεύεται. Πως τολμά κάποιος να το φωνάζει;  Μα τι κάνει η αστυνομία ; Δεν ελέγχει τα φρεάτια;

Πιάνω το σακουλάκι του αρακά που έχω στην τσέπη μου. Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, το χέρι μου δεν με υπακούει, δεν ακολουθεί το μυαλό μου. Πετάω το σακουλάκι προς το άνοιγμα του φρεατίου. Τρέχω. Τρέχω με όλη μου τη δύναμη. Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου, έχω πονοκέφαλο, τα αυτιά μου βουίζουν. Ο βλάκας τι έκανα; Βοήθησα. Θα φάνηκα και ύποπτος έτσι όπως έτρεχα. Πάει, θα απελαθώ. Χειρότερα, δεν θα απελαθώ, θα εκτελεστώ.

Δεν κοιμήθηκα την νύχτα. Πώς να κοιμηθώ άλλωστε. Άκουγα το νυχτερινό ελικόπτερο και ήμουν σίγουρος ότι ήταν για μένα. Πήγα στη δουλεία. Τίποτα δεν συνέβη. Μάλλον θα περιμένουν να με συλλάβουν το βράδυ. Να μην γίνει φασαρία. Καλοσύνη εκ μέρους τους.  Το συμβούλιο είναι το μέλλον. Σίγουρα κάποιος θα με είδε να αφήνω τον αρακά της Agrogen στο φρεάτιο. Η βοήθεια ανίερη. Πάλι οκτώμισι. Χτυπάει το κουδούνι. Τέλος η δουλειά. Πάω προς το σπίτι.

«Ευχαριστώ». Ακούγεται από το φρεάτιο. Παγίδα θα ναι σκέφτομαι. Αλλά, γιατί ευχαριστώ; Παγίδα θα ναι. Δεν πιστεύω αυτό που κάνω. Κατεβαίνω από το γεφυράκι, πατάω σε νερά και ακαθαρσίες, πάω στο άνοιγμα του φρεατίου, να δω τι γίνεται. Θα με σκοτώσουν γιατί είμαι περίεργος. Ώ, θεέ μου. Υπάρχουν έξι, όχι εφτά άτομα εδώ. «Γεια», με πλησίασε διακριτικά ο ένας. Έκανα ένα νεύμα, έβγαλα το σημερινό σακουλάκι αρακά και του το έδωσα. Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση όλοι τους. Γιατί το κάνω αυτό. Η βοήθεια είναι ανίερη, το χειρότερο που μπορεί να κάνει άνθρωπος, είναι βλασφημία, απέναντι στο συμβούλιο. Με ευχαρίστησε ξανά. Ξαναέφυγα. Δεν μπορούσα να κάτσω άλλο εκεί κάτω. Μα γιατί το κάνω αυτό;  Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα. Ο θεός γιατί τους αφήνει να ζουν έτσι. Θυμάμαι τους γηραιότερους που λένε κάτι ιστορίες για το φαινόμενο της φτώχειας αλλά δεν υπάρχει στις μέρες μας. Τουλάχιστον στον ελεύθερο κόσμο μας. Μάλλον, θα βρήκαν τρόπο να περάσουν το φράκτη του ατλαντικού ή της μεσογείου. Μετανάστες. Ώ, θεέ μου, θα με εκτελέσουν, βοήθησα μετανάστες και αυτό το ελικόπτερο όλο βουίζει από πάνω.

Τα έβαλα με τη μόνη μας ελπίδα. Το θεό. Βοήθησα και η βοήθεια είναι ανίερη. Αλλά, πως ο θεός επιτρέπει να ζουν άνθρωποι τόσο άσχημα. Αν είχαν γεννηθεί εδώ και γνώριζαν τους νόμους του συμβουλίου, δεν θα είχαν κάποιο σπίτι, δεν θα είχαν μια ιδιοκτησία; δεν θα είχαν περιφράξει κάτι; Πολύ καλά κάνω, ένας τέτοιος θεός δεν είναι δίκαιος, δεν είναι ανθρώπινος. Νιώθω όμορφα. Ο πονοκέφαλος έφυγε. Καλύτερα από ποτέ είμαι, ακόμα και από τότε που πάω στα σπίτια της απόλαυσης που μας παρέχει η Agrogen.

Ξύπνησα. Πακετάρισα, ότι τρόφιμα της Agrogen υπήρχαν στο σπίτι. Είναι πολύ πρωί ακόμα. Έξι, δεν έχει ξημερώσει ακόμα, σκοτάδι έξω. Η απαγόρευση εξόδου δεν έχει λήξει ακόμα. Πάω όσο πιο ήσυχα και κρυφά μπορώ στο φρεάτιο. Κοιτάζω συνεχώς γύρω μου, δεν υπάρχει κανείς.

-Γεια σας, σας έφερα φαγητό.

-Ευχαριστούμε, είπαν όλοι με έναν πολύ αδύναμο ήχο.

-Είμαι ο Charlie.

-Yara, Rudy, Din, Camille, Helen, Emma, Tim 

-Ώ, θεέ μου. Εσείς είστε πολύ μικροί. Ο μεγαλύτερος ήταν δεν ήταν 16 χρονών.

-Μην μιλάς για το θεό, ο θεός δεν μας βλέπει εμάς εδώ κάτω. Μου είπε με ένα χαμόγελο η Εμμα.

Δεν είχα ξαναδεί χαμόγελο. Μοιάζει όμορφο, ανθρώπινο, φυσικό. Μάλλον ότι πιο ανθρώπινο και φυσικό έχω δει στη ζωή μου. Δοκίμασα και εγώ να χαμογελάσω, όμορφο ήταν δεν το είχα ξανακάνει ποτέ. Δεν ήξερα ότι γινόταν και πόσο εύκολο ήταν. Σαν ένστικτο μου βγήκε. Θα ήταν στο DNA μου. Από ένστικτο το έκανα. Πολύ ωραία στιγμή. Το ξανακάνω. Δεν χορταίνω να χαμογελάω. Πάλι χαμογελώ.

Ακούστηκαν κάτι φωνές από πάνω. Είχε πάει εφτά, είχε ξημερώσει. Ωχ, θα υπάρχει περιπολία. Ωχ, ακούω βήματα. Αυτό ήταν. Χαμογέλασα πριν έρθουν. Η βοήθεια είναι το μόνο ιερό, ρε κουφάλες. Η αλληλεγγύη ο μόνος ανθρώπινος νόμος. «Έι, εσείς εκεί» ακούστηκε από την άκρη του φρεατίου. Δυο χέρια με κράταγαν σφιχτά, ένας με χτύπησε με το γκλόπ στην πλάτη και άλλο στα πλευρά και μια κλωτσιά, ένιωσα στην κοιλιά. Οι άλλοι έτρεξαν, κυνήγησαν τα παιδιά προς το βάθος του φρεατίου. Είχε μαζευτεί κόσμος. Δεν πόναγα. Ένιωθα καλύτερα από όλες τις στιγμές που είχα περάσει σε αυτό τον πλανήτη. Με παίρνουν μακριά. Αλλά στάσου. Ο κόσμος. Ο κόσμος, μου χαμογελά. Οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί, μου χαμογελούσαν. Τώρα, επιτέλους είμαι άνθρωπος.