Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Τα γηρατειά και η μεταμόρφωση


Καθόταν μόνη της σε μια στάση στο μεταξουργείο. Σκυμμένη μπροστά από το βάρος των χρόνων της κι της καμπούρας που χε μαζί της. Το κεφάλι ανάμεσα στα ασημένια πόδια του πι της. Τα μαλλιά της είχαν έναν περίεργο χρωματισμό του καστανού, όσα είχαν μείνει τουλάχιστον, αρκετά ανακατωμένα και εμφανώς παραμελημένα. Είχε μια τρομερά δυνατή φωνή παρόλα αυτά. Μπάσα με βραχνάδα, σχεδόν απόκοσμη και κάτι που δεν περίμενες από ένα πλάσμα σαν αυτό. Γυναίκα. Ηλικιωμένη. Χτυπημένη από τουλάχιστον δυο αρρώστιες. Μια η μοναξιά. Μια η φτώχεια.


Μου φώναξε να κάτσω, μόλις είχε περάσει το λεωφορείο είπε με αυτή τη βραχνάδα που έκανε τους ήχους από το στόμα της να βγαίνουν μπερδεμένοι αλλά σίγουροι συνάμα. Αποφασιστικοί. Τα δάχτυλα της υπερβολικά λεπτά με μια κλίση προς τα αριστερά, στραβά σαν να τα χε πατήσει κάποια πρέσα. Εμφανή σημάδια αρθρίτιδας. Είχε βάλει τα λίγα της υπάρχοντα σε μια περίεργη θήκη που χε φτιάξει πάνω στο πι της. Ένα μπουκαλάκι νερό και κάτι χαρτομάντιλα. Με ρώτησε το όνομα μου, της απάντησα και συστήθηκε ως Ελενίτσα.

Η Ελενίτσα ήταν σαράντα χρόνια στη Γερμανία. Είχε πάει με τις δυο ξαδέρφες της στο Ντίσελντορφ. Δούλεψε σε μια μικροβιοτεχνία κλωστοϋφαντουργίας. Ήταν μπροστά από μια ραπτομηχανή σίνγκερ επί 30 χρόνια. Κάνω ασυναίσθητα εικόνα τη δικιά γιαγιά μου μπροστά σε μια αντίστοιχη σίνγκερ να μπαλώνει τα γόνατα από όλες τις φόρμες που χα καταστρέψει στο δημοτικό. Η γιαγιά μου στο μυαλό μου είναι ίδια από τότε, άντε λίγο μεγαλύτερη και πιο κουρασμένη. Η Ελενίτσα όπως με διαβεβαίωσε δεν είχε αρρωστήσει ποτέ σαράντα χρόνια στη Γερμανία. Γύρισε στην Ελλάδα και αρρώστησε. Δεν ξέρει τι έχει. Για εκείνη, της φτάνει που δεν έχει ζάχαρο και καταριέται τους τρεις γιατρούς που έχει πάει που της δίνουν κάτι βιταμίνες. Για εκείνη μία είναι η απάντηση στην αρρώστια που δεν την αφήνει να περπατήσει χωρίς το πι και της πονάνε τα πόδια. Η φτώχεια της. Αν είσαι φτωχός δεν τον νοιάζει τον γιατρό. Έτσι λέει η Ελενίτσα με πόνο αλλά και με μια περηφάνια που δεν έχω ξαναδεί. Ίσως μόνο στη γιαγιά μου, όταν απαριθμεί τα επαγγέλματα που έχει κάνει στη ζωή της.

Οι δυο της ξαδέρφες είναι στο Ντίσελντορφ. Θαμμένες. Είχαν παντρευτεί η μια έναν τούρκο και η άλλη έναν γερμανό. Εκείνη δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν έκανε παιδιά. Το μόνο που της έχει απομείνει είναι ο αδερφός της που είναι στο βόλο. Πέρασε ο αιγύπτιος που έχει το καφενείο με τα φαλάφελ λίγο πιο κάτω και την χαιρέτισε, χαιρέτισε και εκείνη, πολύ καλό παιδί μου είπε μετά. Με παρακάλεσε να την σηκώσω να σταθεί λίγο στα πόδια της, λέει είχαν μουδιάσει, δεν ήταν η παλιά Ελενίτσα. Αυτό την πλήγωνε πιο πολύ. Είχε μεταμορφωθεί, δεν ήταν η ύπαρξη που ήταν κάποτε, όταν πρωτοέφυγε από την Ελλάδα, στους γάμους των ξαδέρφων της και όταν γύρισε στην Ελλάδα. Το γήρας και η χρόνια ταλαιπωρία μπροστά στη σίνγκερ την είχαν μεταλλάξει σε ένα άλλο είδος, μια ασθενική, ταλαιπωρημένη, κουρασμένη μορφή του εαυτού της. Η Ελενίτσα δεν ζούσε πια. Μονάχα στις μνήμες της. Περήφανη να στέκεται εικόνα στα μάτια της. Να γεμίζει με περηφάνια την ηλικιωμένη Ελενίτσα για το ποια ήταν.

Κάθε μέρα εκεί κάπου το απόγευμα έβγαινε από το διαμέρισμα της στην πολυκατοικία και καθόταν στο παγκάκι της Πλαταιών, να βλέπει τα λεωφορεία και τα αμάξια να περνάνε και τα γέλια από τα παιδιά της γειτονιάς της. Αυτό έκανε για να ξεχνιέται λίγο τώρα το καλοκαίρι. Λέει το χειμώνα έχει μια φίλη στο διπλανό διαμέρισμα που πάει και της κάνει λίγη παρέα. Εκείνη τα τελευταία χρόνια έχει άνοια και δεν την αφήνουν να βγει από το σπίτι μήπως και χαθεί. Παρόλα αυτά την θυμάται την Ελενίτσα μου λέει περήφανα. Εκεί θα πάει και τώρα.

Φτάνει το 813. Μου λέει θα το χάσω και να φύγω επιμένει να φύγω. Της λέω να κάτσω λίγο, να της κάνω παρέα, της λέω να πάμε μαζί να κάνουμε τα ψώνια της. Επιμένει να φύγω, λέει δεν έχω χρόνο αυτή έχει όσο θέλει. Ήδη απομακρύνεται ενώ μου εύχεται ότι ευχή μπορεί να σκεφτεί.

Νομίζω είναι η ομορφότερη γυναίκα που γνώρισα ποτέ.