Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Όπου δεν υπάρχει τίποτα το όμορφο να δεις Part 8



Υπήρχε ένα συνεχόμενο, ενοχλητικό «τιν-τιν» πίσω από το αριστερό μου αυτί. Είχα μια ζαλάδα ιδιαίτερα έντονη και το άνοιγμα των ματιών μου ήταν ιδιαίτερα επίπονο και δύσκολο. Είχα μείνει αναίσθητη ήταν φανερό, για πολύ καιρό μάλιστα θα μπορούσα να πω. Θυμόμουν, βέβαια. Απλά με πείραζαν πάρα πολύ τα φώτα. Αυτά τα σχεδόν άψυχα φώτα του δωματίου που δεν μπορούσα ακόμα να αισθανθώ αν ήταν ο ήλιος από τα ανοιχτά παράθυρα ή ήταν βράδυ και ήταν αυτά τα νέον φώτα της οροφής. «Συνέρχεται», άκουσα μια φωνή να λέει. «θα φωνάξω το γιατρό, ησυχάστε κυρία Χρύση», είπε η ίδια φωνή. Πήγα να γύρω το κεφάλι μου προς τα εκεί που ερχόταν ο ενοχλητικός θόρυβος αλλά με πόναγε αφάνταστα. Σταμάτησα την προσπάθεια και επικεντρώθηκα στην προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου. 

Πέρασαν δύο γιατροί από πάνω μου. Ακόμα δεν ξεχώριζα σχήματα. Κάτι είπαν ότι θα μου περάσει σε λίγο πως γλίτωσα ως εκ θαύματος και πως είμαι ιδιαίτερα καλά δεδομένου του γεγονότος ότι γλίτωσα από έκρηξη βόμβας. Νομίζω πως μπορώ να κουνήσω όλα μου τα άκρα. Ιδιαίτερα καλό σημάδι αυτό. Αναγνωρίζω στην πόρτα μια φιγούρα με στολή μπάτσου. Ψελλίζω κάποια «ναι» και κάποια «όχι» σε κάτι ερωτήσεις που δεν πολυκαταλαβαίνω. Είχα μάθει από τις ταινίες και από τις σειρές πως τ κεφάλι σου πονάει πάρα πολύ σε κάτι τέτοιες περιστάσεις, πράγμα που δεν ισχύει τελικά αν μπορείς να μείνεις ακίνητος.

Σιγά σιγά, οι γιατροί την κάνουν. Εγώ, από την άλλη όλο και σχηματίζω καθαρότερα την εικόνα του δωματίου και των πραγμάτων που υπάρχουν σε αυτό. Από το άσπρο σεντόνι, στην αντανάκλαση του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, στον απέναντι άσπρο τοίχο. Πρωί ήταν τελικά ή έστω μεσημέρι. Όλα είναι άσπρα στο νοσοκομείο. Όλα είναι ουδέτερα. Όλα θέλουν να προσομοιάζουν μια λήθη. Ένα θεραπευτικό κενό. Κάπως, κατάφερα και φώναξα τον μπάτσο που βρισκόταν ακριβώς έξω από την πόρτα του δωματίου. Μπήκε μέσα, εμφανώς ντροπαλός έως φοβισμένος. Με κοίταξε επίμονα σαν να περίμενε μια διαταγή μου. Ένας μικρός μπατσάκος που θα ταν το πολύ 25, φρεσκοξυρισμένος γιατί έτσι έμαθε από τον βλάχο πατέρα του και από τον βλάχο διοικητή της ακαδημίας του. Ένας 25άρης που του είπε ο Πετρόπουλος να κάνει σκοπιά έξω από την πόρτα του δωματίου μου και τον υπηρέτη σε περίπτωση που χρειαστώ κάτι εγώ.

-          Ο Μιχάλης είναι καλά. ; ήταν η πρώτη ερώτηση μου.
-          Ναι. Απάντησε αυτός κοφτά αλλά και εμφανώς χαρούμενα που μπορούσε να φανεί χρήσιμος.
-          Πόσο καιρό είμαι αναίσθητη ;
-          Μιάμιση βδομάδα

Σώπα ! Αυτό δεν το περίμενα. Δεν μου χε περάσει από το μυαλό, Μου φάνηκε πάρα πολύς χρόνος αυτό το «μιάμιση βδομάδα». Θυμάμαι το δωμάτιο του Μεγάλη Βρετάνια, ακόμα και το χερούλι που δεν άνοιγε και μετά υπάρχει κενό μέχρι πριν από λίγη ώρα και τον ενοχλητικό θόρυβο από το μηχάνημα που μετρά τους χτύπους της καρδιάς το οξυγόνο και όλα αυτά που νοιάζουν τους γιατρούς και αγχώνουν τους ασθενείς.

-          Που είμαστε αστυνόμε ; Και ο Μιχάλης που είναι ;
-          Είμαστε στον Ευαγγελισμό και ο αστυνόμος Μιχάλης εδώ είναι. Έχει σηκωθει κιόλας εδώ και καιρό από το κρεββάτι, περνά κάθε μέρα και με ρωτά αν ξυπνήσατε. Φαντάζομαι θα έρθει και το απόγευμα
-          Ευχαριστώ αστυνόμε, άσε με στην ησυχία μου τώρα.

Έμεινα να κοιτάω το ταβάνι. Μάλλον ήταν η πρώτη φορά που όλο μου το είναι περιστρεφόταν γύρω από το ποτέ θα περάσει ο Μιχάλης από το δωμάτιο. Για εκείνον αλλά και για το τι έχει γίνει αυτή τη μιάμιση βδομάδα που είμαι σε κώμα. Έμεινε ο μόνος που μπορώ να εμπιστευτώ. Η μόνη ασφαλιστική δικλίδα στα βαθιά νερά που μπλέξαμε.  Δεν ήταν ποτέ βαρετός τύπος. Απλά εγώ μάλλον βαριόμουν πολύ τους ανθρώπους για να μπορώ να εκτιμήσω πολύπλοκους χαρακτήρες. Ο Μιχάλης τέτοιος ήταν. Χαρακτήρας με βάθος σε ια εποχή που δεν χρειάζεται. Σε μια εποχή πολέμου. Σε μια εποχή πολέμου, κοινωνικού που μόνη σημασία έχει η επιβίωση, οι χαρακτήρες δεν πρέπει να έχουν βάθος. Ο Μιχάλης είναι φτιαγμένος για αχρείαστες συζητήσεις σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει χρόνος. Δουλεύουμε μαζί σχεδόν 7 χρόνια πλέον. Με έχει δει στα χειρότερα μου και εγώ στα δικά του.

 Παντρεύτηκε μικρός, για να χωρίσει μικρός από την ηλίθια γυναικά του. Ναι αυτή ήταν ηλίθια, νόμιζε ότι παντρεύτηκε έναν μπάτσο για να κάθεται σπίτι και να ασχολείται με τα παιδιά όσο αυτός θα έφερνε τα λεφτά. Ο Μιχάλης δεν ήθελε αυτό. Ο Μιχάλης ούτε το εγκληματολογικό έβγαλε όπως εγώ, ούτε ασχολήθηκε ποτέ με τη βαθιά φιλοσοφία. Στην ακαδημία ήταν από μικρός και απλά έγινε ντετέκτιβ γιατί ήταν πολύ έξυπνος για να γίνει Δίας ή απλός μπάτσος γραφείου. Ο Μιχάλης απλά σε όλη αυτή τη διαδρομή έμαθε από μονός του να παρατηρεί και να κάνει φιλοσοφία. Αυτή του δρόμου, αυτή των πράγματων, αυτή την μη αποκομμένη από τη ζωή. Αυτή την άχρηστη στο σήμερα. Αυτή που φτιάχνει χαρακτήρες ενοχλητικούς. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο του ελάττωμα. Ότι δεν ήταν βαρετός, όταν εγώ πλέον έχω παραδεχτεί ότι έχασα και θέλω να βαριέμαι και να κοιτάζω το ταβάνι. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο του προτέρημα στο σήμερα βέβαια και στην υπόθεση που ερευνούμε. Αυτός που μου έδειξε μάλλον μετα από καιρό ότι πρέπει να ξαναμπώ στο παιχνίδι, να δώσω μια τελευταία μάχη. 

Η ώρα πέρναγε γρήγορα κοιτάζοντας το ταβάνι ή μπορεί ο Μιχάλης απλά να πέρασε πιο νωρίς αφού θα έμαθε από κάποιον πως συνήρθα. Τον άκουσα να ανταλλάσσει μια δυο κουβέντες με τον φρουρό έξω από την πόρτα και μετά να ανοίγει την πόρτα για να μπει μέσα. Απλά πέρασε μέσα στο θάλαμο χωρίς να σέρνει κανέναν ορό και με τα φορώντας μια φόρμα και ένα φούτερ, μάλλον η αποθεραπεία του ήταν στα τελευταία στάδια. «Γεια σου Ντετέκτιβ», άκουσα να λέει περιπαικτικά. «γεια σου Μαγκάιβερ» ανταπάντησα. Πήρε μια καρέκλα την έσυρε δίπλα στο κρεββάτι. Έκανε να μου πιάσει το ΄χέρι αλλά το μάζεψε, τελικά έτεινα εγώ το δικό μου και τότε μόνο το έσφιξε κάπως αμήχανα. Ένιωθε περίεργα, φαινόταν από χιλιόμετρα και γω ένιωθα μια μεγάλη ανακούφιση πρέπει να πω. Kαμία σχέση με αυτό το μίγμα συναισθημάτων που ένιωθε ο Μιχάλης.

-          Τι θα γίνει θα πεις τίποτα ; Τον ρώτησα
-          Ναι ρε Έλλη, απλά δεν είμαι καλός με αυτά, δεν τα μπορώ τα νοσοκομεία. Χαίρομαι που σαι καλά. Φυσικά χαίρομαι που μια και γω καλά
-          Ποιος έβαλε τη βόμβα ;
-          Δεν ξέρουμε ακόμα… Έχουμε μια λίστα υπόπτων, δεν ήταν και πολύ επαγγελματική δουλειά να ξέρεις από ότι λέει η σήμανση. Το θέμα είναι πως χώθηκε και η αντιτρομοκρατική στην υπόθεση και γενικά έχει γίνει πανήγυρι. Τα έχουν γαμήσει όλα.
-          Κάτσε ρε δεν προχωρήσαμε καθόλου.
-          Όχι προχωρήσαμε αρκετά απλά ο Χατζηπέτρος λογικά θα την γλυτώσει… θα βάλουμε στη φυλακή περίπου 30-40 «αυτοφοράκηδες» και κάτι μικροστελέχη των εταιρειών του αλλά ο ίδιος θα βγει λογικά σαν αθώα περιστερά.
-          Εντάξει αυτό θα συνέβαινε, πάντα έτσι γίνετε. Ο Χατζηπέτρος είναι τεράστιο ψάρι για να τον πιάσουμε.
-          Ναι αλλά αυτός τα έχει κάνει όλα και δεν μιλάω μόνο για τις κομπίνες. Αυτός σκότωσε και την κόρη του. Είμαι σίγουρος
-          ΧΑΧΑΧΑ. Τι λες μωρέ ; Από που προκύπτει καταρχάς αυτό και επίσης δεν έχουμε πει ότι αυτή η υπόθεση έχει λήξει δεν το χούμε πει τόσες φορές.

Αυτό το τελευταίο μάλλον, το είπα κάπως επιθετικά νομίζω. Γιατί εκείνος έδειξε να εκνευρίζεται , μου άφησε το ΄χέρι και έπεσε πίσω στην καρέκλα. Ήταν κάποια δευτερόλεπτα που νομίζω έβλεπε μια εικόνα που έδειχνε το μηχάνημα που μετρά τις ζωτικές ενδείξεις πίσω μου. Δεν ήθελα ακριβώς να τον ξυπνήσω από αυτό. Απλά ο Μιχάλης κάτι έχει και είναι ο πιο κοντινός μου άνθρωπος. Ο μόνος ίσως κυματισμός , στη θάλασσα αυτού του κόσμου, που πραγματικά αναγνωρίζω. Η προοπτική του θανάτου στο ίδιο μέρος την ίδια χρονική στιγμή μάλλον δένει τους ανθρώπους με έναν πολύ βαθύ συγγενικό δεσμό.

«Ξέρεις Έλλη.» Έκανε να μιλήσει. Δεν προσπάθησα αν τον σταματήσω. Απλά, κόμπιασε λίγο, σαν να περίμενε από μένα να του ΄δώσω την άδεια να μιλήσει. Του έπιασα το χέρι και το έσφιξα λίγο πιο δυνατά από την άλλη φορά. Το ένιωσε, κοίταξε λίγο προς την κατεύθυνση των μπλεγμένων χεριών μας και άρχισε να μιλά.

«Η τελευταία φορά που έμεινα τόσο πολύ καιρό σε νοσοκομείο ήταν τον Οκτώβρη και λίγο από τον Νοέμβρη του 89.» Είπε σε απολογητικό τόνο και όσο πιο σοβαρά μπορούσε για να κρύψει τον συναισθηματισμό του. « Ήμουν 9 χρονών και η μητέρα μου νοσηλευόταν στα τελευταία της. Πέθανε το βράδυ της 9ης Νοέμβρη, όταν έπεφτε το τοίχος τους Βερολίνου. Το μόνο πράγμα που θυμάμαι πλέον πολύ καθαρά από εκείνη, είναι εκείνες οι μέρες. Αυτές οι περίπου 20 μέρες που ακούγαμε παρέα στο ραδιόφωνο για τις εξελίξεις στο Βερολίνο και εγώ ξάπλωνα στο στήθος της. Από τότε, από τα 9 μου δεν έχω μείνει σε νοσοκομείο πάνω από μερικές ώρες. Τότε, ξέρεις, έγινα αυτό που είμαι. Γιατί το μόνο που ήθελα ήταν να απαντήσω σε αυτό το «γιατί» που έβλεπα παντού μπροστά μου όταν πέθανε η μάνα μου. Δεν έτυχε λοιπόν, εκείνα τα χρόνια τα παιδικά να μπορώ να σκεφτώ άλλο επάγγελμα για να απαντάω στα γιατί από εκείνο του μπάτσου, του επιθεωρητή, του ντετέκτιβ, πες το όπως θες Τελοσπάντων. Καθώς έπεφτε τ τοίχος έπεφτε και σε μένα το βάρος αυτού του «γιατί» και του τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου από εκείνη τη στιγμή και μετά. Για αυτό επιμένω τόσο στις ανοιχτές υποθέσεις. Για αυτό πρέπει να πληρώσει ο Χατζηπέτρος. Για τον Μελισόπουλο, για την απάτη με το Ταβαριν. Για όλη την γαμημένη ελληνική αστυνομία που δεν μπόρεσε να βρει τίποτα στον ΟΛΠ και στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, για τη δολοφονία της Κατερίνας της κόρης του και τη δολοφονία του πατέρα σου. Για να μπορώ στην τελική να απαντήσω εγώ, στον 9χρονο εαυτό μου «γιατί»».

Είχα μείνει να τον κοιτάζω αποσβολωμένη, Δεν ήξερα ότι ο Μιχάλης μπορούσε να πει όλα αυτά τα πράγματα από την καρδία του, να συγκινήσει και να συγκινηθεί τόσο. Κάθε φορά που πιέζαμε ο ένας τον άλλο εκνευριζόμασταν απλώς από τις επίμονες και επίπονες ερωτήσεις μας που σταματάγαμε την συζήτηση στη μέση. Τώρα, ήθελε να τα πει όλα και τα είπε. Του χρώσταγα σίγουρα μια συγγνώμη και μάλλον και μια υπόσχεση. Άφησε το χέρι μου και ξαναχώθηκε στην  καρέκλα, μπλέκοντας πάλι τα χέρια του. Πέρασε περίπου ένα λεπτό έτσι. Χωρίς να βγάζει κανείς άχνα.

-          Ο Χατζηπέτρος είναι και θα τον πιάσουμε τον καριόλη
-          Με πιστεύεις τώρα ; Ρώτησε διστακτικά
-          Σε πιστεύω, όπως πιστεύω και το ένστικτό μου, που μου το λέγε πάντα και εγώ το απέφευγα. Αλλά άκου Μιχάλη. Αν το κάνουμε αυτό, πρέπει να το κάνουμε σωστά. Τι στοιχεία έχουμε ; τι γίνετε ακριβώς με την υπόθεση του Μελισόπουλου. Πρέπει να φέρουμε τον μπάσταρδο για ανάκριση και δεν γίνετε με την αντιτρομοκρατική και όλους αυτούς τους βλάκες που έχουν μπλεχτεί στα ποδιά μας.
-          Οκ, δίκιο έχεις. Απλά, άκου τι γίνετε γιατί πρέπει να μάθεις και 1-2 ακόμα πράγματα. Πρώτα από όλα πρέπει να μάθεις πως οι δύο κολλητοί του Μελισόπουλου είναι μεταξύ των αγνοουμένων της αεροπορικής πτήσης που ερχόταν από το Παρίσι και έπεσε πάνω από την Αδριατική.
-          Έλα ρε φίλε, δεν γίνετε αυτό
-          Πριν πεις οτιδήποτε, απλά είμαστε άτυχοι νομίζω. Δεν θα διέλυε κάποιος μια πτήση για να μην γυρίσουν αυτοί οι δύο στην Ελλάδα που από όσο ξέρουμε μάλιστα είναι δύο πειθήνια σώματα στις υπηρεσίες του Χατζηπέτρου
-          Χμ, ενδιαφέρον αυτό με τα πειθήνια σώματα.
-          Τι εννοείς ;
-          Ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε συνέχεια την έκφραση «πειθήνια σώματα» για να περιγράψεις τις επιστολές του προς έναν αγαπημένο του φίλο, έναν τύπο που δεν έμαθα ποτέ ποιος ήταν τα παιδικά τους χρόνια στο ορφανοτροφείο του Αγίου Ανδρέα και το τι προσπαθούσαν να τους κάνουν εκεί οι δασκάλες και όσοι δούλευαν εκεί.
-          Ποιο ορφανοτροφείο του Αγίου Ανδρέα ; Αυτός τη Γλυφάδα ;
-          Νομίζω ναι. Γιατί;
-          Στη μανία του να ξεπλύνει χρήματα μέσω των ακινήτων που αγόραζε ο Χατζηπέτρος, αγόρασε και όλες τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, σε όχι τόσο εξωφρενικές τιμές σε σχέση με τα άλλα ακίνητα, μάλιστα. Λογικά αγόρασε και αυτό. Μου χε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση αυτή η παράλληλη αγορά όταν κοίταζα τους φακέλους.
-          Πιστεύεις ότι ο πατέρας μου με τον Χατζηπέτρο σχετίζονται κάπως ; Τραβηγμένο από τα μαλλιά ρε Μιχάλη.
-          Μπορεί. Αλλά εσύ η ίδια δεν λες και ξαναλές ότι η οικογενειακή σου ιστορία είναι σε μια δίνη μαζί με αυτή της οικογένειας Χατζηπέτρου. Γιατί να μην είναι για αυτό. Γιατί ο πατέρας σου με τον Χατζηπέτρο έχουν προϊστορία που πρέπει να την μάθουμε άμεσα. Είπε ο Μιχάλης σε εμφανή κατάσταση ενθουσιασμού, σαν αυτόν των μικρών παιδιών όταν ανακαλύπτουν ένα καινούριο παιχνίδι.
-          Έχεις ένα τσιγάρο ; Ρώτησα για πρώτη φορά εδώ και αρκετή ώρα με μια πιο ανάλαφρη διάθεση.
-          Έλα ρε Έλλη, σοβαρέψου, δεν γίνεται στο νοσοκομείο. Είπε για πρώτη φορά και ο Μιχάλης κάπως χαμογελαστός.
-          Αφού, στο τέλος θα μου δώσεις και θα ανάψεις και σύ ένα. Είμαστε οι δύο μας από εδώ και μπρος και πρέπει να συνωμοτούμε στα πάντα. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν άλλο. Δώσε μου ΄τώρα ένα γαμημενο τσιγάρο.

      Εκείνος χαμογέλασε κάπως αμήχανα. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και έβαλε ένα lucky strike κόκκινο στα χείλη μου. Στην μυρωδιά από λατέξ, χλωρίνη και αυτή την αηδία του αντισηπτικού χεριών που μυρίζει το δωμάτιο, η μυρωδιά του τσιγάρου θα ταν αναζωογονητική. Έβγαλε έναν μαύρο Bic του ενός ευρώ από την τσέπη του και άναψε το τσιγάρο. Πήρα μια γερή ρουφηξιά. Είχα να καπνίσω μιάμιση βδομάδα ή και έναν αιώνα με μια πιο ανθρώπινη χρονολόγηση. Ο καπνός από το τσιγάρο έφτασε στον ανιχνευτή που βρισκόταν στο ταβάνι και ένας ενοχλητικός και επίμονος συναγερμός άρχισε να χτυπά. Ο μικρός μπάτσος που βρισκόταν έξω από την πόρτα όρμισε τρομαγμένος μέσα. Ριγώ και ο Μιχάλης καπνίζαμε ήρεμοι και τον κοιτάξαμε με μια πραγματική απορία. Έβγαλα τ τσιγάρο από το στόμα. « Γρήγορα, αποκαλύφθηκε η συνομωσία μας, Μαγκάιβερ». Έπιασα τον εαυτό μου να ξεστομίζει.


Συνεχίζεται…
 
Prince Istar

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Το μοναστηρι της Γλασκωβης Part 5



Βγήκα απ' το κτίριο και καλωσόρισα το κρύο χαστούκι του αέρα. Το καλό με τη Γλασκώβη είναι ότι ανήκει στις πόλεις που μπορούν να υποστηρίξουν τη ψευδαίσθηση των πολιτών πως αναπνεύουν καθαρό οξυγόνο. Σχεδίαζα να κάνω έναν μικρό περίπατο στο τετράγωνο για να ξεσκάσω, μα στην πορεία αποφάσισα να περπατήσω λίγο παραπάνω.

Το περπάτημα είναι ευεργετικό για μένα. Με βοηθάει να βάζω τις σκέψεις μου σε σειρά, να χαλαρώσω και στην τελική να ξεφύγω λιγάκι. Το να κινείσαι ανάμεσα σε αγνώστους που πάνε στη δουλειά τους, στα ψώνια τους, στη βολτα τους, να παρατηρείς την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα μιας πόλης εν κινήσει, σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πως στην τελική ότι γαμωπρόβλημα και να έχεις εσύ, υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω που θα συνεχίσει την όποια ρουτίνα του. Ξανά και ξανά και ξανά. Είναι μια σταθερότητα που ειδικά ως αστυνομικός καταλαβαίνω ότι είναι πλασματική και με πολλά παραθυράκια, ωστόσο νομίζω ότι ως άνθρωποι, στο χάος που μέσα του στροβιλιζόμαστε, έχουμε ανάγκη την αίσθηση μιας συλλογικής σταθερότητας, ένα σημειο να κρατιόμαστε για να μην μας πιάνει ναυτία. Εκτός αυτού, το περπάτημα αποτελούσε τη μοναδική μου επίσκεψη στον πλανήτη που λέγεται γυμναστική χρόνια τώρα. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πει το διάσημο ρητό «νους υγιής εν σώματι υγιεί.» Δεν έχω ακούσει πιο μεγάλη μπαρούφα στη ζωή μου.

Έστριψα αριστερά στην Cocaddens road, πέρασα απέναντι και μετά από καμιά διακοσαριά μέτρα έστριψα δεξιά στην West Nile street. Ο δρόμος αυτός δυο τετράγωνα παρακάτω διασταυρώνεται με τη Sauchiehall street, προέκταση ενός μεγάλου ανεστραμμένου Γ στον χάρτη που αποτελεί τον κεντρικό εμπορικό πεζόδρομο της Γλασκώβης. Είναι νωρίς το απόγευμα, ώρα αιχμής, και ο πεζόδρομος ήταν πλημμυρισμένος από ντόπιους και τουρίστες να πηγαίνουν πέρα δώθε σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια. Κάπου εκεί πήρα πρέφα το μαλακιστήρι.

Δεν ήταν περίεργο που τον πετύχαινα εκτός μοναστηριού. Οι μοναχοί γενικά βγαίνουν συχνά για να ψωνίσουν τα απαραίτητα η για κάποια εξωτερική δουλειά που μπορεί να προκύψει, ωστόσο οι δόκιμοι φέρουν το ελεύθερο να μετακινούνται, σε λογικά φαντάζομαι πλαίσια, εντός και εκτός μοναστηριού, αφού ακόμα δεν έχουν χριστεί επίσημα μοναχοί. Κανονικά, σύμφωνα πάντα με τη καθολική κανονικότητα, η διαδικασία για να μετατραπείς απο δόκιμος σε ορίτζιναλ μοναχό και αναπόσπαστο κομμάτι του μοναστηριού παίρνει τρία περίπου χρόνια, ωστόσο παρατηρείται ότι κάποιοι δόκιμοι χρίζονται μοναχοί ακόμα και μετά από λίγους μήνες, λογικά για να μη χάθει το λαβράκι.

Στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και δεν με είχε δει. Φορούσε τη στολή του δόκιμου κάτω από ένα γελοίο κόκκινο μπουφάν που πήγαινε ασορτί με τα σπυράκια στη μούρη του. Συνομιλούσε με έναν τύπο, ο οποίος ήταν γυρισμένος με πλάτη σε μένα. Κάνα φιλαράκι φαντάζομαι. Όλοι μας χρειαζόμαστε, ειδικά αν έχουμε τα ψυχολογικά που διέγνωσα στον μικρό τα τρία ολόκληρα λεπτά που συνομιλήσαμε στην πύλη του μοναστηριού. Το ξέρω, γίνομαι απόλυτος, αλλά αν αντιπαθήσω αντιπάθησα, αυτός είμαι. Τέλος πάντως, το μαλακισμένο κρατούσε μια μεγάλη σακούλα επώνυμου οίκου μόδας. Βγήκε για ψώνια το χρυσό μου.

Ο συνομιλητής του τον αποχαιρέτισε με ένα φιλικό χτύπημα στη πλάτη και απομακρύνθηκε προς τη γωνία όπου η Sauchiehall μετονομαζόταν σε Buchanan και συνεχιζε σχεδόν μέχρι το ποτάμι. Μιας και η ζωή μου πρόσφερε την ευκαιρία για μια ανακρισούλα εξωτερικού χώρου, στήθηκα υπομονετικά στο φανάρι περιμένοντας το πράσινο ανθρωπάκι να μου δώσει την άδεια να διασχίσω τον δρόμο. Όμως, επειδή η ζωή είναι πουτάνα, ο μικρός εκείνη τη στιγμή σταμάτησε ένα ταξί, μπήκε μέσα και εξαφανίστηκε. Τότε άναψε το πράσινο των πεζών. Εντάξει, δεν πειράζει, σιγά μην είχε τίποτα να μου πει, στην τελική και γω δεν ήξερα τί ακριβώς θα τον ρώταγα. Ωστόσο γούσταρα απλά και μόνο στην ιδέα να τον τρομάξω λίγο. Δεν ξέρω αν αυτό θεωρείται αστυνομική αυθαιρεσία. Όπως και να χει, παρέμεινα στο αρχικό μου σχέδιο και μετα από πέντε λεπτά περπάτημα βρέθηκα στο Iron Horse, την παμπ η οποία έχει την τιμή να έχει μπαρμαν το φιλαράκι μου τον Τζέιμς.

«Μπα» Αυτό είπε μόνο, καθώς γέμιζε ένα ποτήρι με Guiness για να σερβίρει στον μοναδικό πελάτη που καθόταν στο σκαμπό μπροστά απ' τη μπάρα εκείνη την ώρα, ακίνητος, κοιτώντας σταθερά με ένα κενό βλέμμα τον μακρύ καθρέπτη από πίσω. Το μαγαζί ήταν στην ουσία ένας μικρός αλλά στενόμακρος χώρος με μια μεγάλη μπάρα στη μια μεριά και έναν απλωμένο ξύλινο πάγκο, ουσιαστικά προέκταση της μπάρας, κολλημένο περιμετρικά στους τοίχους με τα απαραίτητα ξύλινα σκαμπό μπροστά. Στο βάθος υπήρχε μια τηλεόραση και μπροστά της δυο καναπεδάκια  μπροστά από ένα μακρύ τραπέζι, περιέργως όχι ξύλινο. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι κατακόκκινοι απ' άκρη σε άκρη δίνοντας μου πάντα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στο στομάχι μιας γιγάντιας φάλαινας, αν φυσικά τα στομάχια των γιγάντιων φαλαινών είναι όπως τα δείχνουν στις ταινίες.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα χαμογελαστός, πιάνοντας θέση δίπλα στον τύπο, ο οποίος συγκριτικά με μένα φαινόταν λίγο μεγαλύτερος και πολύ πιο μεθυσμένος.
«Σημαίνει πως και με θυμήθηκες; Πως περνάς τον χρόνο σου τόσο καιρό; Ξέρεις, εγώ έχω ζωή γενικά, και πολλούς φίλους. Εσυ νομίζω έχεις μόνο εμένα»
«Μαλακίες. Εξάλλου, άμα είχες ζωή δεν θα ξενέρωνες τόσο που σε έχω γραμμένο κάνα δίμηνο.»
Χαμογέλασε χαιρέκακα καθώς τακτοποιούσε κάποια φρεσκοπλυμμένα ποτήρια στον χώρο κατω απ' τα ράφια των ποτών. Ύστερα μου έδειξε την ανοικτή τηλεόραση στο βάθος του μαγαζιού, η οποία ήταν μόνιμα συντονισμένη στο BBC απ' την εποχή των Βίκινκς.
«Βλέπω δίνετε πάλι τροφή για ίντριγκες στα κοράκια». Ήταν το δελτίο ειδήσεων, και εκείνη την ώρα έδειχνε την ανακοίνωση της αστυνομίας για τον Τζέραλντ Τρουπ, ο σκελετός του οποίου βρέθηκε προχθες στο μοναστήρι, συνοδευόμενη από κάποιες φωτογραφίες του θύματος.
«Δολοφονία γκάνγκστερ σε καθολικό μοναστήρι, 30 χρόνια πριν.», συνέχισε ο Τζέιμς. «Παρελθόν, ανεξιχνίαστος φόνος, περιτυλιγμένος με θρησκευτική ατμόσφαιρα. Θα πουλήσει για κάνα τριήμερο, φαντάζομαι. Η απορία μου είναι, ένα έγκλημα 30 ετών ενδιαφέρει κανέναν σήμερα;»
Ήταν η σειρά μου να πετάξω ένα απλό «Μπα». Παραδέχομαι ότι ένας φόνος 30 χρόνια πριν δεν νομίζω να ενδιαφέρει πραγματικά κάποιον, εκτός από μένα με όλα αυτά που μου έτυχαν τις προηγούμενες μέρες.
Και την Καθολική Εκκλησία.

Η αναφορά στο μοναστήρι φαίνεται να τράβηξε κάποιον εγκεφαλικό μοχλό του κύριου Guiness δίπλα μου, ο οποίος, δείχνοντας για πρώτη φορά σημάδια νοημοσύνης, γύρισε αργά το κεφάλι και μας κοίταξε.
«Οι καθολικοί είναι λεχρίτες. Λεχρίτες σας λέω! Αυτοί τον σκότωσαν. Αυτοί το έκαναν, πιστέψτε με!» Μισό ποτήρι μαύρης μπύρας εξαφανίστηκε, σχεδόν ως δια μαγείας.
«Όλα αυτά τα αλητάκια οι Fenians, ήρθαν στο σπίτι μας από απέναντι για να μας φέρουν τον διάβολο. Τον διάβολο σας λέω! Τον διάβολο!» Κατέβασε και το υπόλοιπο ποτήρι. Μπορεί να μισούσε τους Ιρλανδούς, λάτρευε πάντως την εθνική τους μπύρα.
«Και ο καθεδρικός της Βιτεμβέργης ήταν ένας ναός κενός, ένας ναός βρώμικος, μέχρι να κολλήσει πάνω  του τις 95 εντολές ο Λούθηρος και να φέρει την κάθαρση. Τον αγιασμό! Τον αγιασμό, απέναντι στους δυνάστες του Ιησού. Απέναντι στους άθεους καπηλευτές του ονόματος Του». Ανέβαινε το επιπέδο.
«Οι καθολικοί είναι....» μεγάλη παύση. Μάλλον σκεφτόταν το αν θα συνέχιζε να μιλάει ή αν θα ξέρναγε ότι είχε φάει και πιει το τελευταίο 24ωρο. Τελικά επέλεξε το πρώτο.
«Σσσσσσατανικοί». Μετά από τέτοια παύση περίμενα κάτι πιο βαθυστόχαστο.

«Ωραίος ο τύπος.», παραδέχτηκα, την στιγμή που ο κύριος Guiness αποχωρούσε τρεκλίζοντας απ' τη παμπ, μετά από ακόμα τρία ποτήρια και άπειρη προτεσταντική κατήχηση. Πάνω στη μπάρα είχε αφήσει ένα χαρτονόμισμα των δέκα λιρών. Σίγουρα χρωστούσε περισσότερα, ωστόσο ο Τζέιμς το μάζεψε και το έβαλε στο ταμείο χωρίς να πει κάτι.
«Κάθε ένας κουβαλάει μια ιστορία, Ίαν. Νομίζω ότι το καλύτερο εργαλείο για να καθαρογράψεις μέσα σου την ιστορία αυτή είναι το αλκοόλ. Εσύ σαν μπάτσος έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα.»
«Μπα. Νομίζω ότι εσείς οι τύποι πίσω απ' την μπάρα είστε καλύτεροι σε αυτά θέματα. Εσύ μαλάκα ασχολείσαι με χαμογελαστές κυρίες, βαρεμένους εργάτες και καμιά φορά με κανέναν απατημένο σύζυγο ή υπερχρεωμένο οικογενειάρχη που θα έρθει σε σένα γιατί η γνώμη σου και το φθηνό σου ουίσκι κοστίζουν λιγότερο απ' τον ψυχολόγο. Εγώ ασχολούμαι με πτώματα, με θλιμμένους-εξοργισμένους συγγενείς πτωμάτων και με φοβισμένους ύποπτους. Αν θες να παρουσιάσουμε την κοινωνία σαν κέρμα που κάποιος παίζει κορώνα-γράμματα, μαλάκα, εσύ πάντα χοροπηδάς στην πλευρά που κοιτάει ουρανό, ενώ εγώ ο κακομοίρης σε αυτή που πιέζεται στη λάσπη.»
«Και οι δυο πλευρές είναι ίδιες, βλάκα. Το κέρμα είναι κέρμα. Το μόνο που μετράει είναι η αξία του. Α, για να μη ξεχάσω, έχω προτασούλα. Ένας πελάτης χθες μου πούλησε μισή τιμή δυο εισιτήρια Ρέιντζερς-Σελτικς, για το ντέρμπυ του σαββάτου, επειδή τελικά δεν μπορεί να πάει. Οπότε, το δικό σου κερασμένο από μένα. Τι λες, πάμε να θυμηθούμε τα παλιά;»

Έφυγα απ' τη παμπ κάνα τρίωρο μετά, ελαφρώς μεθυσμένος και με αρκετά καλύτερη ψυχολογία. Είχε πάει 8.30, η κίνηση είχε πέσει αισθητά. Ξεκίνησα να βαδίζω προς το τμήμα για να πάρω το κινητό και το αμάξι μου και να γυρίσω σπίτι. Περπατώντας, είπα να κάνω μια σύντομη ανασκόπηση των γεγονότων.

 Βρίσκεται ένας σκελετός περίπου 30 ετών στον λαχανόκηπο του μοναστηριού. Δυο μπράβοι με απαγάγουν. Με δωροδοκούν να βγάλω γρήγορα ένα βιαστικό πόρισμα και με βιντεοσκοπούν να δέχομαι. Σε μία κρίση προσωπικής ηλιθιότητας και πείσματος που κρατάει μέχρι τώρα, αποφάσιζω να τους πάω κόντρα και πηγαίνω στο μοναστήρι, για να φάω πόρτα. Γυρνώντας στο τμήμα, μαθαίνω πως ο σκελετός είναι του Τζέραλντ Τρουπ, τον οποίο για κάποιο λόγο κάποιος είχε παρουσιάσει νεκρό στο Μπέλφαστ 9 χρόνια μετά τον πραγματικό του θάνατο. Κάποιος με αρκετή δύναμη και εξουσία, θα έλεγα. Και τώρα τα ερωτήματα. Τί σχέση είχε ο Τρουπ με το μοναστήρι του Άγιου Ανδρέα; Μήπως το ζευγάρι που δολοφόνησε είχε και αυτό κάποια σχέση με την υπόθεση; Ποιος είναι ο κακομοίρης που ξεβράστηκε νεκρός με το τατουάζ και το κολιέ του Τρουπ στο Μπέλφαστ το 1993; Γιατί συνέβη αυτό; Τι στον διάολο θα συμβεί μετά;

Είχα φτάσει στην γωνία της Coccadens με την Maitland street, όταν μια όχι τελείως άγνωστη φωνή πίσω μου αποφάσισε να απάντησει στο τελευταίο ερώτημα. «Ντετέκτιβ;»

Γύρισα αυθόρμητα το κεφάλι. Στο πεζοδρόμιο, μόλις 5 μέτρα πίσω μου, στέκονταν οι δυο τύποι που με είχαν απαγάγει προχθές. Φορούσαν μαύρα από πάνω μέχρι κάτω, αλλά δεν τους αδυνάτιζαν όπως τον υπόλοιπο κόσμο, ήταν ακόμα θεόχοντροι. Ο ένας είχε το δεξί του χέρι χωμένο σε μια μεγάλη τσέπη του παλτού του, πιθανότατα κρατώντας ένα απ' αυτά τα μικρά, αθόρυβα και πλήρως λειτουργικά για δολοφονίες από κοντινή απόσταση πιστολάκια. Χωρίς να βλέπω, ήμουν σίγουρος ότι η κάννη ήταν στραμμένη προς το μέρος μου.

Δεν έχασα χρόνο. Άρχισα αμέσως να τρέχω, στρίβοντας στην Maitland street ελπίζοντας ότι θα έφτανα έγκαιρα στο τμήμα. Θα ήταν κρίμα να πεθάνω 200 μέτρα απ' τα κεντρικά της σκωτσέζικης αστυνομίας, προς θεού, τι θα πει ο κόσμος αύριο; Ταυτόχρονα έβαλα το χέρι στη ζώνη ψάχνοντας το υπηρεσιακό μου περίστροφο, και περισσότερο ένιωσα παρά είδα τους πρώην απαγωγείς μου να ξεκινάνε να με καταδιώκουν. Όπως ήταν λογικό, σύμφωνα με τον τρίτο νόμο κακομοιριάς του Νεύτωνα, το περίστροφο μου ήταν ξεχασμένο στο συρτάρι του γραφείου. Έτσι είναι, θυμήθηκα να πάρω το αδιάβροχο, οπότε κάτι έπρεπε να ξεχάσω. Ενώ γνωρίζω ότι είμαι μπλεγμένος σε μια περίεργη υπόθεση. Κυρίες και κύριοι, το βραβείο Νόμπελ Αθεράπευτης Μαλακίας 2017 απονέμεται στον Ίαν Ράσελ! Χειροκροτήστε τον όσο προλαβαίνετε, γιατί σε πέντε δευτερόλεπτα το πολύ θα πιτσιλιστείτε απ' τα χυμένα μυαλά του!

«ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ!»

Ο δρόμος ήταν έρημος. Κανένας δεν βρισκόταν έξω αυτή τη ώρα να μοιραστεί μαζί μου τις ευχάριστες στιγμές. Μονάχα εγώ, οι γορίλλες και οι γραφικοί φανοστάτες των βρετανικών δρόμων, απ' αυτούς που λατρέυουν οι τουρίστες, οι οποίοι έριχναν το χαρακτηριστικό θαμπό κίτρινο φως στο στενό και δημιουργούσαν την ιδανική ατμόσφαιρα για τη δολοφονία ενός μπάτσου. Στις πολυκατοικίες δεξιά και αριστερά μου, πίσω απ' τα κλειστά παράθυρα, κόσμος θα χουχούλιαζε στον καναπέ η το κρεβάτι του, θα έτρωγε, θα καθόταν στον υπολογιστή, θα έβλεπε τηλεόραση, θα διάβαζε,θα έπινε, θα έκανε σεξ, και απ' αύριο θα είχε μια ωραία ιστορία να πει στις παμπ και στα χριστουγεννιάτικα τραπέζια. Ναι φίλε, ακριβώς, ο μπάτσος που είχε αναλάβει την υπόθεση του μοναστηριού του Άγιου Ανδρέα ψόφησε στην εξώπορτα του σπιτιού μου. Γάμησε τα αδερφέ, δεν κάνω πλάκα χα χα! Ο κακομοίρης! Τρεις ώρες μας πήρε να καθαρίσουμε το αίμα απ' το πλατύσκαλο. Κάτσε να σου στείλω φώτο!

«ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ!»

Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα. Μπορεί να είμαι 25 χρόνια μπάτσος, αλλά πιστέψτε με, όσο περίεργο και αν σας φαίνεται, ποτέ δεν είχα βρεθεί σε σημείο να φοβάμαι πραγματικά για τη ζωή μου. Έχω συνυπάρξει με πολλά πτώματα, δεν συνύπηρξα ποτέ με το ενδεχόμενο να είμαι εγώ το πτώμα.  Κοίταξα αστραπιαία πίσω μου, οι διώκτες μου ήταν μόλις στα 15 μέτρα. Τρέχανε γρήγορα για συνολικό βάρος 250 κιλά μαφίας. Ήμουν ακόμα στο πεδίο βολής, αλλά αν κέρδιζα λίγα μέτρα ίσως είχα μια ελπίδα. Αν φυσικά έχουν το όπλο τσέπης που φαντάζομαι, το οποίο χάνει αρκετά σε ακρίβεια σε αποστάσεις μεγαλύτερες των είκοσι μέτρων. Αν έχουν άλλο μεγαλύτερο όπλο την έχω κάτσει. Σημεία καλύψης στον δρόμο δεν υπήρχαν, προσπαθούσα να κάνω λίγο ζιγκ ζαγκ ώστε να δυσκολέψω λίγο στην στόχευση, σε γενικές γραμμές πάντως φαντάζομαι πως ήμουν εύκολος στόχος.

Σιγά σιγά, ένα παράξενο μίγμα αδρεναλίνης και πανικού ανέλαβε ολοκληρωτικά τα ηνία του μυαλού και του σώματος μου, σβήνοντας κάθε σκέψη εκτός από μία. Μια σκέψη που ορθωνόταν σαν πινακίδα νέον, με γράμματα τόσο φωτεινά και μεγάλα που φαίνονται απ' την σελήνη. Γαμώ τη γκαντεμιά μου, δεν θέλω να πεθάνω ρε πούστη μου! Δεν θέλω να πεθάνω ρε πούστη μου! Δεν θέλω να πεθάνω ρε πούστη μου! Δεν θέλω να πεθάνω ρε πούστη μου!

Τότε. δυο εκκωφαντικοί πυροβολισμοί μαζί με το μουγκρητό μιας δυνατής μηχανής αυτοκινήτου διέκοψαν την ησυχία ενός κατά τ' άλλα όμορφου φθινοπωρινού βραδιού, στα πέριξ του κέντρου της Γλασκώβης.


Συνεχίζεται...                                    
                                                                                                                                   Little Blaine