Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Ένας μαθητευόμενος σεφ S01E04



Ενόσω οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν στην αίθουσα του «Συνδέσμου Μάγων Κατόχων Σπιτικών Ξωτικών» και δεν είχαμε ακόμα λευκό καπνό από τις διαπραγματεύσεις και στο ενδιάμεσο από την επιστροφή του Νέβιλ στο ριαλιτυ, η μικρή Τζέιν, η κόρη του Νέβιλ και της Λούνα θα πήγαινε στο Χογκουαρτς. Είχε φτάσει το πολυπόθητο γράμμα και είχε πάει παρέα με τον μπαμπά της στην «διαγώνια αλέα» για να αγοράσουν τα απαραίτητα σχολικά. Έφτασαν μπροστά από του Ολιβάντερ, ο Νέβιλ σήκωσε το βλέμμα στην επιγραφή πάνω από την πόρτα, άφησε έναν αναστεναγμό και μπήκε στο μαγαζί. 

Το κουδουνάκι που είχε τοποθετήσει ο Ολιβάντερ πάνω από τη πόρτα για να τον ειδοποιεί όταν έμπαινε πελάτης, ήχησε και ξάφνιασε κάπως τον Νέβιλ. Το μαγαζί ήταν όπως το θυμόταν, τεράστια σύνθετα έπιπλα αριστερά και δεξιά με εκατοντάδες ραβδιά στα σκονισμένα κουτιά τους και πίσω από τον πάγκο υπήρχαν άλλες τόσες προθήκες με ραβδιά, που χανόταν το μάτι σου. Το μαγαζί του Ολιβάντερ το είχαν διαλύσει η θανατοφάγοι, όταν έλεγχαν την διαγώνια αλέα αλλά είχε αποκατασταθεί πλήρως με την παρέμβαση του «νόμου για την επαναφορά της ευτυχίας» όπως καταχρηστικά είχε ονομαστεί το σύνολο των διατάξεων του Υπουργείου μαγείας μετα την  οριστική ήττα του Βόλντεμορτ.

Η μικρή Τζέιν ήταν κατενθουσιασμένη από την πλευρά της, είχε ήδη αγοράσει τα βιβλία της και είχε αποκτήσει και μια κουκουβάγια που δυσκολευόταν να την ονομάσει προς το παρόν. Μόνο το ραβδί έλειπε από τη λίστα της.

-          Καλημέρα μικρή Λονγκμπότομ. Είπε ο Ολιβάντερ, ο οποίος ήταν εμφανώς πιο κουρασμένος και γερασμένος από ότι τον θυμόταν ο Νέβιλ. «Γεια σου και σένα, Νέβιλ.». Συνέχισε, βραχνιασμένος .
-          Καλημέρα, κύριε Ολιβάντερ. Ανταπάντησε ο Νέβιλ με τη χαρακτηριστική του φωνή. Η Τζέιν δεν έβγαλε άχνα, απλά κοίταζε με τα δυο της πελώρια μάτια τα ραβδιά στα ράφια
-          Λοιπόν, μικρή Τζέιν, έφτασε η ώρα να πάρεις και σύ το ραβδί σου, για να δούμε…

Ανέβηκε στη σκάλα και κατέβασε ένα βυσσινί κουτί από το τρίτο ράφι της δεξιάς μεγάλης ραφιέρας. « Ξύλο οξιάς με καρδιά από φτερό παγωνιού». Το πήρε στο χέρι της η Τζέιν και την αμέσως επόμενη στιγμή το ραβδί ράγισε. «Μπα, όχι», είπε με έναν μορφασμό ο Ολιβάντερ. Το επόμενο που κατέβασε ήταν σε ένα γυάλινο κουτί και ήταν από ξύλο κερασιάς με μια σκαλισμένη σε σχήμα τριαντάφυλλου λαβή, ενώ είχε πυρήνα μια χορδή από την καρδιά ενός κινέζικου φλογοβόλου. Παραδόξως ούτε αυτό έκανε στην Τζέιν, αφού τη στιγμή που το άγγιξε κατεδάφισε τα μισά ραβδιά του μαγαζιού από τις θέσεις τους. Τρομαγμένη εκείνη το άφησε αμέσως πίσω στη θέση του. «Περίεργο», αναφώνησε ο Ολιβάντερ. «Αναρωτιέμαι αν θα σου έκανε αυτό». Της έδωσε ένα γκρίζο ραβδί από λεύκα, που για πυρήνα είχε μια χορδή από σοκολάτα. Το ραβδί ήταν προορισμένο για την Τζέιν, την ώρα που το έπιασε το πρόσωπο της έλαμψε. Το περίεργο ήταν πως όσο έλαμπε το πρόσωπο της μικρής Τζέιν, τόσο χανόταν το χρώμα από τα δυο μάτια του γέρο-Ολιβάντερ. Μετά από λίγο ο διάσημος ραβδοποιός κατέρρευσε. Τον σήκωσε ο Νέβιλ και τον έβαλε να καθίσει στον καναπέ.

-          Τι συμβαίνει κύριε Ολιβάντερ είπε τρομαγμένος ο Νέβιλ
-          Οι αναμνήσεις. Σκοτώνουν οι αναμνήσεις κύριε Λονγκμπότομ !
-          Τι έγινε ; τι εννοείται ;
-          Ξέρετε, μόνο ένα ραβδί από λεύκα υπήρχε μέχρι τώρα στον κόσμο. Εκείνο της γυναίκας μου.
-          Δεν το ξέρα ότι είχατε γυναίκα. Δεν ήξερα ότι έχετε παντρευτεί.
-          Ήταν πολύ παλιά κύριε Λονγκμπότομ, απλά κράτησε για λίγο, μόλις ένα χρόνο. Ξεκίνησα εγώ το μαγαζί και εκείνη έπρεπε να φύγει. Έφυγε γιατί έπρεπε να πάει στη Νέα Υόρκη για το αμερικάνικο κογκρέσο. Και έφυγε σαν σήμερα κύριε Λονγκμπότομ. Σήμερα κλείνει ένας αιώνας χωρίς τη Σεραφίνα και να που η πραγματικότητα ξαναχτυπά. Νομίζω χτυπά και για τελευταία φορά.
-          Μα τι λέτε κύριε Ολιβάντερ, θα σας πάμε στο νοσοκομείο άμεσα.
-          Δεν γίνετε κύριε Λονγκμπότομ. Ακούστε με σας παρακαλώ. Είπε με ένα προστακτικό μα και γλυκό ύφος. «Ακουστέ ότι έχω να πω».

Σηκώθηκε λίγο και προσπάθησε να καθίσει καλύτερα στον καναπέ. Σήκωσε το βλέμμα του και προσπάθησε να ρουφήξει όσο περισσότερο μπορούσε από το μαγαζί του. Τα δύο σαν φεγγάρια μάτια του έβλεπαν όλες εκείνες της αναμνήσεις από την ζωή του να περνάνε μπροστά του. Το μαγαζί τώρα ήταν ολόκληρο μια κιβωτός αναμνήσεων για τον Ολιβάντερ. Όλη του η ζωή ήταν εκεί, όλες του οι αγαπημένες στιγμές, ίσως και οι άσχημες. Η Σεραφίνα Πίκερυ ήταν εκεί, για μια τελευταία φορά.

«Είναι ο πανικός, Νέβιλ. Κάθε μαχαιριά, το συνεχόμενο μούδιασμα . αυτό που η γη χάνεται. Ένα συναίσθημα μοναχικό. Λένε, πως ο έρωτας, είναι για δύο. Πως θέλει δυο ψυχές για να ευδοκιμήσει. Ψέμα. Είναι μοναχικός. Είναι το κρύο που σε χτυπά στα πλευρά. Είναι η σύγκρουση με την πραγματικότητα. φοράμε όλη την ώρα μάσκες. Ψάχνουμε να κοιταχτούμε σε παραμορφωτικούς καθρέφτες. Δείχνουμε αυτό που θέλουμε να είμαστε και ας είμαστε ένα άνθρωπος-ελέφαντας. Και τις νύχτες , ας κλαίμε γοερά για όλα μας τα λάθη. Η Μάσκα, υπάρχει. Είναι εκεί κολλημένη πάνω μας. Μόνο ο έρωτας, η αγάπη και όλα αυτά τα μικρά που θυμόμαστε κάθε τόσο, πως σταυρώνει κάποιος τα χέρια του, πως μας κοιτά, πως χαμογελά, μόνο αυτά μπορούν και σκίζουν τις μάσκες μας. Μόνο τότε είμαστε ανθρώπινοι.»

Ο Νέβιλ τον άκουγε σοβαρός και η μικρή Τζέιν δίπλα του τον κοίταγε με τα πελώρια της μάτια. Δεν ήθελαν να τον διακόψουν. Όλο αυτό είχε μια αίσθηση μυσταγωγίας, κάτι το μαγικό. Το πραγματικά μαγικό, χωρίς ξόρκια και ραβδιά, απλά μόνο με την ήρεμη φωνή ενός ανθρώπου που έφτανε στο τέλος του. 

«Βλέπεται, δεν επιλεγεί ο μάγος το ραβδί αλλά το ραβδί τον μάγο. Αυτό που ξέρουν όμως ελάχιστοι, είναι πως δεν επιλέγει ο άνθρωπος τον έρωτα αλλά ούτε και ο έρωτας εκείνον. Είναι η πραγματικότητα που επιλέγει τον ερωτευμένο. Είναι εκείνη που του ανοίγει τα μάτια. Ο κόσμος κύριε Λονγκμπότομ, είτε είστε μαγκλ, είτε μάγος είναι διπλός. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο αλήθειες, μια στο κεφάλι σας και μια πραγματική. Ο έρωτας λοιπόν, είναι αυτό το πράγμα που σχεδόν με ταχύτητα φωτός φέρνει το κεφάλι σας σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Ο έρωτας είναι μια δύναμη που συνήθως δεν ελέγχεται εσείς αλλά το αντικείμενο του πόθου σας πρώτιστα αλλά και ο ίδιος ο κόσμος σε δεύτερο βαθμό. Το μόνο όμως που γνωρίζεται για αυτόν και βασικά, είναι και το μόνο σίγουρα παρήγορο, πως τουλάχιστον με τον καιρό θα σας έχει μείνει μια γλυκιά ανάμνηση. Και ολόκληροι πλανήτες να σας χωρίζουν, πάντα θα θυμάστε κάτι από αυτό, έστω κάτι ανεπαίσθητο. Κάτι που ίσως μόνο εσείς θα μπορείτε να αναγνωρίσετε και θα υπόσχεστε πρώτα στον εαυτό σας ότι θα πεθάνετε αν χρειαστεί προσπαθώντας να ξαναβρεθείτε.»

Ξανασταμάτησε λίγο τον μονόλογο του ο Ολιβάντερ, κοίταξε με τα διαπεραστικά του μάτια την Τζέιν και της χαμογέλασε. 

«Ξέρετε, η ζωή μας έτσι προχωρά, με αυτές τις υποσχέσεις και αυτές τις αναμνήσεις. Αν δεν τα αποθηκεύαμε αυτά στην δικιά μας κιβωτό, στο παλάτι του μυαλού μας, η καρδία μας θα σταμάταγε την ώρα που γεννιόμασταν. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν ανήκουν σε κανέναν. Μπορεί να ανήκουν, αν ανήκουν κάπου σε κάτι πολύ ανώτερο από τον καθένα μας. Αλλά ακόμα και αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι, στο τέλος με αυτές τις υποσχέσεις και αυτές τις αναμνήσεις προχωράνε. Το σπαθί του Γκοντριγκ Γκριφιντορ δεν σας είχε έρθει ποτέ αν δεν είχατε γνωρίσει την Λούνα. Αν, δεν είχατε κάτσει δίπλα δίπλα στα σκαλιά που οδηγούσαν στους κοιτώνες σας, χωρίς να μιλάτε με έναν βαρύ και μόνιμο κόμπο στο λαιμό σας και την καρδιά σας, χωρίς να κοιτάτε και οι δυο τάχα αλλού. Φτάνει όμως δεν αντέχω πια άλλο. Πάρε το ραβδί σου μικρή μου Τζέιν και συγγνώμη για όλο αυτό κύριε Λονγκμπότομ. Μάλλον δεν έπρεπε να το υποστείτε. Στείλτε μια κουκουβάγια στο υπουργείο μαγείας με ένα μήνυμα πως πρέπει να ανοιχτεί η διαθήκη μου και να οριστεί άλλος στη θέση μου στο μαγαζί. Τέλος, μόνο αυτό. Να θυμάστε ότι έχουμε όλο το χρόνο του κόσμου μπροστά μας. Ακόμα και εγώ τώρα που φεύγω. Ακόμα και αν δεν ζήσουμε να δούμε την αυριανή μέρα. Αρκεί βέβαια, μόνο ένα πράγμα να κρατάμε σφιχτά κάθε φορά αυτές τις υποσχέσεις που δώσαμε, να μην ξεχάσουμε ποτέ αυτό το βάδισμα στην αμμουδιά.»

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Γκάρικκ Ολιβάντερ. Η Τζειν τον κοίταζε ακόμα καθώς έκλεινε τα μάτια του και γύρναγε το κεφάλι στο πλάι. Ο Νέβιλ δάκρυσε και το μόνο που χε πλέον στο μυαλό του ήταν εκείνο το βλέμμα της Λούνα, μέσα στο μωβ της πουλόβερ όταν κάθισαν στα σκαλιά της μεγάλής αίθουσας, λίγα λεπτά αφότου σκότωσε τη Ναγκίνι.

Συνεχίζεται…

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Όπου δεν υπάρχει τίποτα το όμορφο να δεις Part 5



Ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητο και ξεκινάω για το σπίτι του Μελισόπουλου. Όλο αυτό με είχε ταρακουνήσει για τα καλά. Δεν περίμενα ποτέ, ότι όλη αυτή η υπόθεση του πατέρα μου και της Χατζηπέτρου θα εμφανιζόταν ακόμα και τώρα συνεχώς μπροστά μου. Η Αλήθεια είναι πως μόλις πέθανε ο πατέρας μου, δεν συμβιβάστηκα ποτέ με την ιδέα πως πέθανε από ένα λάθος κάποιου εκτελεστή της μαφίας. Ξεκίνησα, τότε από την αρχή την δικιά μου αυτόνομη έρευνα. Αλλά μέσα σε αυτή την έρευνα πήγα να χάσω το μυαλό μου, κόντεψα να τρελαθώ.

Έπαιρνα, τότε ένα ωραίο κοκτέιλ από βαρβιτουρικά, meth, για να μην κοιμάμαι και να συνεχίζω ασταμάτητα την έρευνα και στο τέλος έπαιρνα ένα Xanax μπας και κοιμηθώ. Διάβασα εκατοντάδες σελίδες από τα σημειωματάρια του πατέρα μου και έκανα η ίδια άλλες τόσες δικές μου σημειώσεις. Μου πήρε 6 χρόνια από τη ζωή μου όλο αυτό και το μόνο που κατάφερα, είναι να κλειστώ στον εαυτό μου και να χάσω όσους ανθρώπους αγαπούσα. Ήμουν σε μια δίνη από τη μια μεριά εγώ και από την άλλη ο Χατζηπέτρος και η οικογένεια του. Και μόλις άρχισα να βγαίνω ολοκληρωτικά από αυτή τη δίνη, με τεράστιο προσωπικό κόστος, όπως κλάματα, να μην βγαίνω από το σπίτι, ακόμα και σκέψεις αυτοκτονίας, ξανά μπροστά μου ο Χατζηπέτρος. Ξανά πίσω σε αυτή τη δίνη.

Έχει και απίθανη κίνηση ρε γαμώτο. Είναι και 11 το πρωί και όλα τα ραδιόφωνα έχουν πρώτο θέμα την αυτοκτονία. Πιάνουν και λένε μαλακίες που πουλάνε οι πηγές των δημοσιογράφων στη ΓΑΔΑ. Μόνο ο RED δεν παίζει την αυτοκτονία και έχει την ίδια playlist αλτερνατιβιάς που έχει συνεχώς τα τελευταία 5-6 χρόνια. Κατεβαίνω την Ποσειδώνος, στρίβω στην Αχιλλέως και μετά στην Αφροδίτης, όπου είναι το σπίτι του Μελισόπουλου. Ελπίζω, ο Μιχάλης να έχει φτάσει στα γραφεία της εταιρείας γιατί λογικά θα έχει ψωμί η υπόθεση εκεί. Απλά, φοβάμαι για αυτόν ρε γαμώτο. Έχει κολλήσει με την υπόθεση του πατέρα μου και φοβάμαι για εκείνον. Δεν πρέπει ο Μιχάλης να περάσει όσα πέρασα, είναι πολύ καλό παιδί για να πάσχει από μια τέτοια τρομερή ασθένεια, όπως αυτή της μη λυμένης υπόθεσης.

Έχω ένα θλιμμένο ύφος, μάλλον από την κούραση και το γεγονός πως με τον καιρό στη δουλειά αλλά και στην ίδια τη ρουτίνα της ζωής μου, έχω γίνει αρκετά κυνική. Μπαίνω στον κήπο του σπιτιού, προχωράω στο ψευτο-πλακόστρωτο μονοπάτι. Έχει αρκετό κόσμο το σπίτι ήδη. Μια μονοκατοικία με 2 ορόφους. Έχουν ήδη ειδοποιηθεί οι συγγενείς του και έχουν έρθει να συμπαρασταθούν στην γυναίκα του και τα παιδιά του. Χτυπάω το κουδούνι. Μου ανοίγει η γυναίκα του. Δεν κλαίει, δεν δείχνει καταβεβλημένη. Είναι μια γυναίκα μεγαλοαστικής καταβολής, καλοντυμένη και σοβαρή. Παγερή με αυστηρό ύφος.

-              Γεια σας κυρία Μελισόπουλου. Συλλυπητήρια. Είμαι η Έλλη Χρύση, αστυνομικός που έχει αναλάβει την υπόθεση του άντρα σας, έχετε λίγο χρόνο να μιλήσουμε.

-              Περάστε μέσα. Μου απαντά τελείως ψυχρά.

Προχωράω προς τα μέσα, μπροστά μου στο τέλος του διαδρόμου, υπάρχει το σαλόνι, όπου έχουν μαζευτεί οι διάφοροι συγγενείς και φίλοι γνέφω από μακριά και ψελλίζω κάτι σαν «συλλυπητήρια», μου δείχνει να στρίψω αριστερά, όπου υπάρχει ένα δεύτερο δωμάτιο με 3 πολυθρόνες και ένα σύνθετο έπιπλο. «Έρχομαι αμέσως» μου λέει. Πάνω στο έπιπλο υπάρχουν 3 κορνίζες, μια που ναι ο Μελισόπουλος με την γυναίκα του σε φωτογραφία με φόντο τον πύργο του Άιφελ και άλλες δύο φωτογραφίες με τις κόρες του. Τις οποίες δεν είμαι σίγουρη αν είδα στο σαλόνι. Το σπίτι φαίνεται σαν ένα τυπικό μεσοαστικό σπίτι των νοτίων προαστίων, σε κλασσική διακόσμηση χωρίς να υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο. Όλη αυτή η ρουτινιάρικη καφέ συνήθως με άσπρους τόνους που συναντάς συνήθως στα περισσότερα ελληνικά σπίτια.

-              Θα θέλατε έναν καφέ ή κάτι να σας προσφέρω ; Μου είπε καθώς εμφανίστηκε η Μελισόπουλου στο κατώφλι του χολ.
-              Όχι. Απάντησα
-              Ωραία πείτε μου. Είπε και κάθισε στην απέναντι από εμένα πολυθρόνα
-              Ξέρετε μου είναι δύσκολο προφανώς, να σας ρωτάω για τον άντρα σας τόσο νωρίς, αλλά καταλαβαίνετε πως πρέπει να αποκλείσουμε κάθε πιθανότητα εγκληματικής δραστηριότητας. Είπα εμφανώς αμήχανα.
-              Μα δυστυχώς η πικρή αλήθεια είναι πως έχει αποκλειστεί. Άφησε σημείωμα πίσω του και η αλήθεια είναι πως όσο και αν θέλω να μην το πιστέψω το πλέον πιθανό σενάριο είναι αυτό που φαίνεται. Ξέρετε, ο άντρας μου πάντα ήταν ιδιαίτερα κλειστός άνθρωπος. Ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο έπασχε από κατάθλιψη, ενώ δούλευε σαν το σκυλί. Δεν θα άντεχε για πολύ την πίεση. Μου είπε περιέργως πολύ σοβαρά και αυστηρά.
-              Μάλιστα, υπάρχει κάτι που συνήθιζε να κάνει πάντα και δεν έκανε τον τελευταίο καιρό ;
-              Μπα δεν νομίζω. Μου απάντησε κοφτά.
-              Όσον αφορά την δουλειά του, είπατε ότι πιεζόταν πολύ. Γιατί το λέτε αυτό ;
-              Ο Θωμάς ήταν οικονομικός διευθυντής στην χρηματιστηριακή εταιρεία του Χατζηπέτρου από το 2011, τα τελευταία δυο χρόνια έγινε γενικός οικονομικός διευθυντής και στις 3 μεγάλες εταιρείες του Χατζηπέτρου αλλά και στις θυγατρικές του. Προφανώς αυτό αύξησε τα χρήματα που έπαιρνε αλλά και τις ώρες που ήταν στο γραφείο. Δούλευε κάποιες μέρες πραγματικά συνεχόμενα. Έκοψε από πολλά πράγματα. Από εμένα, τα παιδιά ακόμα και από τους δύο κολλητούς του. Μου απάντησε και για πρώτη φορά φάνηκε κάποιο σπάσιμο στη φωνή της.
-              Τους 2 κολλητούς του ;
-              Ναι, ο Θωμάς έχει δυο φίλους από το δημοτικό. Που έβγαιναν κάθε μα κάθε Παρασκευή, εκτός από τον τελευταίο χρόνο, τον χρόνο της κατάθλιψης και της εργασιομανίας.
-              Είναι εδώ αυτοί οι δύο ;
-              Όχι δυστυχώς, είναι στο Παρίσι και οι δύο αυτή τη στιγμή αλλά τους ειδοποίησα και έρχονται με το πρώτο αεροπλάνο. Ξέρετε ο Κώστας και ο Σπύρος δουλεύουν και αυτοί στην εταιρεία του Χατζηπέτρου, στο λογιστικό τμήμα.
-              Μάλιστα. Δεν θέλω να σας ενοχλήσω, άλλο και πρέπει αν σας αφήσω να στε και με τα παιδιά σας. Μια τελευταία ερώτηση μόνο. Πιστεύεται ότι υπάρχει ίσως κάποιος που να ήθελε το κακό του ; Από την εταιρεία ίσως ;
-              Όχι, κατηγορηματικά όχι. Όλοι τον αγαπούσαν ιδιαίτερα και του στάθηκαν… Μας στάθηκαν όσο περισσότερο τον τελευταίο χρόνο ακόμα και ο Χατζηπέτρος
-              Εντάξει ευχαριστώ πολύ, δεν θα κάτσω άλλο. Αν χρειαστώ κάτι άλλο θα σας ενημερώσω.
-              Ναι, μην διστάσετε. Ελατέ να σας βγάλω μέχρι έξω.

Σηκώθηκα, ξαναπέρασα μπροστά από τους παρευρισκόμενους και κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Ψέλλισα ένα «Γεια σας». Βγήκα ξανά στον κήπο. Έχω μια αίσθηση πως σίγουρα δεν πάει κάτι καλά με αυτή την υπόθεση. Δεν είναι μια απλή αυτοκτονία αλλά από την άλλη έχω και την αίσθηση πως η οικογένεια του δεν μπορεί να ξέρει η ακόμα να φανταστεί κάτι. Χτυπάει το κινητό μου. Είναι ο Μιχάλης.

-              Έλα Έλλη πρέπει να μιλήσουμε άμεσα, μου φώναξε σχεδόν
-              Οκ, πάμε από το γραφείο.
-              Όχι, όχι στο γραφείο, ούτε σε κάποιο από τα σπίτια μας. Το βράδυ στο «καφεκούτι». Νομίζω κάτι βρήκα. Μου πε εμφανώς ταραγμένος.
-              Οκ το βράδυ τα λέμε. Είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.

Μπήκα ξανά στο αυτοκίνητο και άναψα την μηχανή…

Συνεχίζεται…
Prince Istar

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Όπου δεν υπάρχει τίποτα το όμορφο να δεις Part 4



Η Αθήνα είχε κυριολεκτικά «φρακάρει». Κάθε δρόμος, μικρός – μεγάλος, ήταν μποτιλιαρισμένος. Αφήσαμε το αμάξι σε ένα παρκινγκ στο ύψος της Πανόρμου και το πήραμε με τα πόδια. Ανεβήκαμε τη κατηφόρα της Κατεχάκης όσο γίνεται πιο γρήγορα. Παρά τα χιλιάδες ακινητοποιημένα αμάξια όμως, δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε κόρνες, ούτε γκρίνια από τους χιλιοταλαιπωρημένους οδηγούς. Τίποτα απολύτως… Λες και κάποιος είχε πατήσει το “mute” σε μια ολόκληρη πόλη και μάλιστα πρωτεύουσα. ‘Ήταν από τις λίγες φορές που έβλεπα τους Αθηναίους συντονισμένα βουβούς. Περιμένανε όλοι τους υπομονετικά, με τα ραδιόφωνα τους στο διαπασών. Πέρασα δίπλα από ίσα 100 αμάξια, κάθε φορά που έριχνα κλέφτικα ματιές μέσα σε ένα από αυτά, αντίκριζα την ίδια εικόνα. Το αίσθημα σοκ και απορίας ήταν βαθιά χαραγμένο στα μάτια όλων τους. Ήταν σαν να μπορούσα να εισχωρήσω στο μυαλό τους και να διαβάσω σαν ανοιχτό βιβλίο τις σκέψεις τους. Γεμάτες απόγνωση ήταν, συμπυκνώνονταν σε έναν οχετό από μίζερα και ματαιόδοξα ερωτήματα. Σαν αυτά που ακούς στα γιορτινά τραπέζια ένα πράγμα: «Αλβανία και Βουλγαρία, γίναμε εδώ γαμώτο;», «Είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα σε μια πολιτισμένη χώρα;». 

Δεν τους κατηγορώ, ποτέ δε το έκανα. Μήπως και γω αν δεν ήμουν μπάτσος τα ίδια δε θα έλεγα; Δεν είναι εύκολο, σκέφτηκα, να μην αναδειχθούν αυτά τα ερωτήματα στην επιφάνεια όταν ξαφνικά και από το πουθενά σπάει η γυάλα και η πόλη σου, εμφανίζει το πραγματικό της πρόσωπο. Άλλωστε, αν δεν είσαι μπάτσος ή εγκληματίας δεν ξέρεις την πραγματική Αθήνα. Έτσι είναι καθόλα λογικό να σοκάρεσαι εύκολα, όταν απλά ακολουθώντας την καθημερινή σου ρουτίνα, διαπιστώνεις πως αυτή η πόλη είναι γεμάτη από. Ούτε για μένα ήταν εύκολο βέβαια, χρειάστηκαν πολλά χρόνια στην αστυνομία μέχρι να συνειδητοποιήσω και να παραδεχθώ στον εαυτό μου, πως η Αθήνα δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τις πρωτεύουσες του εγκλήματος και της μαφίας. Το ματωμένο από τις εκτελέσεις μαφιόζων Σικάγο, τα βουτηγμένα στη πρέζα στενά του Μπρούκλιν, το «σκοτεινό» λιμάνι της Μασσαλίας , δεν μου προκαλούσαν σχεδόν κανένα ενδιαφέρον πλέον. Τα είχα όλα στα πόδια μου, απλά μέχρι να μπω στην ΕΛ.ΑΣ. τα αγνοούσα επιδεικτικά.
Με τα πολλά φτάσαμε στη γέφυρα. Περιπολικά, πυροσβεστική, ασθενοφόρα και προπαντός τα κανάλια… Μάταια αμούστακα μπατσάκια προσπαθούσαν να προστατέψουν τον αστυνομικό κλοιό, οι φωτορεπόρτερ και οι δημοσιογράφοι μόνο που δεν είχαν σκαρφαλώσει πάνω στην γέφυρα για κάνα πανοραμικό πλάνο. Το πτώμα ήταν ήδη φορτωμένο στα βανάκι του ιατροδικαστή, κατευθυνόμασταν προς τα εκεί μέχρι που μας σταμάτησε μια βραχνή φωνή σε ψηλό τόνο.
-          Που πάτε εσείς ρε;
-          Ελλη Χρύση από το εγκληματολογικό της ΓΑΔΑ, είπα κοφτά καθώς έβγαζα την ταυτότητα μου.
-          Μάλιστα, μουρμούρισε καθώς με κοίταξε υπεροπτικά από πάνω έως κάτω.
-          Μπορούμε να ερευνήσουμε τώρα; Ποιος είναι υπεύθυνος εδώ; Ρώτησα κάπως πιο επιθετικά.
-          Εγώ είμαι, Κώστας Κόλλιας ΑΤ Αμπελοκήπων. Ότι θέλετε κάντε, πάντως δεν έχει και πολλά να δείτε, ο τύπος αυτοκτόνησε, άφησε και σημείωμα. Είχε εδώ και ένα χρόνο κατάθλιψη σοβαρή.

Το εσωτερικό του βαν ήταν σαν ένα μικρό – κινητό νοσοκομείο. Μύριζε ναφθαλίνη έντονα, ενώ η λάμπα φθορίου ακριβώς πάνω από το σκεπασμένο πτώμα σε συνδυασμό με τις αμέτρητες ενέσεις και τα χειρουργικά εργαλεία δίπλα από αυτό, ολοκλήρωναν ένα σκηνικό βγαλμένο από τα πιο σκοτεινά θρίλερ. Άνοιξα το σάκο, δεν είχαν προλάβει να τον γδύσουν καν ακόμα. Ήταν ένας κλασσικός 40άρης γιάπης, ντυμένος κυριολεκτικά στη τρίχα. Ατσαλάκωτο μεταξωτό παντελόνι, άσπρο βαμβακερό πουκάμισο, στιλάτη γραβάτα. Δίπλα του παρατημένα, ένα ζευγάρι ιταλικά μοκασίνια  και ένα άψογο σκούρο μπλε κουστούμι. Μάλιστα, τι πιο φυσιολογικό από έναν χρόνια καταθλιπτικό, να σηκωθεί ένα πρωί να ντυθεί στην εντέλεια, πιθανότατα με τα ρούχα της δουλειάς του, και μετά να κρεμαστεί στη γέφυρα της Κατεχάκης; Το δαιμόνιο είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα μου, δεν είπα τίποτα στο Μιχάλη. Ήταν άλλωστε πολύ νωρίς ακόμα να αμφισβητήσω όλα τα στοιχεία και να αρχίσω τις υποθέσεις. Φώναξε μου τον Κόλλια, είπα στον Μιχάλη καθώς βγαίναμε από το βαν και βγάζαμε συντονισμένοι και οι δύο τα τσιγάρα μας.

-          Ξέρουμε όνομα, δουλειά, διεύθυνση, οικογένεια;
-          Βεβαίως, είπε ειρωνικά ο Κόλλιας και συνέχισε. Θωμάς Μελισόπουλος ετών 46, οικονομικός διευθυντής στην Εταιρεία του Χατζηπέτρου, του εφοπλιστή.
Ένιωσα το αίμα μου να παγώνει στάλα – στάλα, άκουγα τη καρδιά μου να κοπανάει με όλη της τη δύναμη στο στέρνο μου και τη πλάτη μου να ιδρώνει με ταχύτητα φωτός. Κοίταξα το Μιχάλη. Με κοίταζε με το στόμα ανοιχτό, αποσβολωμένος. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να ξαναβρώ τη φωνή μου. Ευχαρίστησα τον Κόλλια, ανταλλάξαμε τηλέφωνα για τυχόν ενδεχόμενο και έτρεξα με τον Μιχάλη να πάρουμε ένα καφέ  από το φούρνο της γωνίας. Δεν ήμουνα έτοιμη να ανοίξω και πολλές πολλές κουβέντες μαζί του. Έτσι λοιπόν, βρήκα ένα σχέδιο «διαφυγής». Θα τον απασχολούσα με τις υποψίες μου για το συμβάν. Του διηγήθηκα τις ανησυχίες μου με όσο το δυνατόν πιο γλαφυρό τρόπο μπορούσα.
-          Για πες ρε Μιχάλη, πως ξέρουμε πως είχε όντως κατάθλιψη ο τύπος;
-          To έγραψε ο ίδιος, στο σημείωμα αυτοκτονίας που βρέθηκε στο σακάκι του, μου το παν δύο συνάδελφοι που πέτυχα πριν στη γέφυρα.
-          Πάντως για καταθλιπτικός πρόσεχε πολύ τον εαυτό του. Ήταν λουσμένος, καθαρός, με αψεγάδιαστο πρόσωπο που σίγουρα περιποιόταν. Δεν είναι ακριβώς έτσι οι καταθλιπτικοί να ξέρεις.

Όπως και ο πατέρας μου, συνήθιζα να φεύγω το συντομότερο από τις σκηνές του εγκλήματος. Άλλωστε, οι αχρείοι την είχαν λεηλατήσει τη συγκεκριμένη. Το σημείωμα στάλθηκε στην ΓΑΔΑ, ανάθεμα και αν χρησιμοποίησαν γάντια για να το πιάσουν. Από το σημείο που κρεμάστηκε, πρέπει να πέρασαν δεκάδες αστυνομικοί ποδοπατώντας κάθε πιθανό στοιχείο.
Με τον Μιχάλη χωριστήκαμε, ότι έπρεπε για να μην σχολιάσουμε καθόλου αυτό που απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι.
Εγώ θα πήγαινα να δω την οικογένεια του στο Παλαιό Φάληρο και ο Μιχάλης στα γραφεία της εταιρείας του.  Το ξέραμε και οι δύο πολύ καλά, αν βλέπαμε πως κανένας από τους κοντινούς του ανθρώπους δεν ήξερε ότι έπασχε από κατάθλιψη, αυτό αναπόφευκτα θα σημαίνει ότι η υπόθεση έχει πολύ δρόμο ακόμα. Προς το παρόν υπήρχαν πολλά κενά στη περίπτωση της αυτοκτονίας, δεν επαρκούσαν όμως για να την αποκλείσουμε.