Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Το μοναστήρι της Γλασκώβης part 4



Ήταν μεσημέρι όταν επιστρέψαμε στα κεντρικά, στην Stewart street. Παρκάρα το Ford Focus της υπηρεσίας μπροστά από τη κύρια είσοδο, βγήκαμε έξω και κατευθυνθήκαμε προς το κτίριο που στέγαζε την καρδιά της σκωτσέζικης αστυνομίας.  Μιλάμε για ένα θλιβερό γαλάζιο-μπλε τετράγωνο κουτί σαν γιγάντιο κοντέινερ, που πιθανότατα σχεδιάστηκε από κάποιον μαστουρωμένο αρχιτέχτονα προς τιμήν του θεού της κακογουστιάς. Το να συνηθίσει το μάτι σου τη μετάβαση από τη θέα ένος πανέμορφου μοναστηριού της σκωτσέζικης εξοχής σε αυτό το αστικό τερατούργημα ήταν μια ισχυρή δοκιμασία.
«Πάω κυλικείο για καφέ, θες?», ρώτησε ο Ντέιβιντ. Απάντησα θετικά με ένα νεύμα.
«Διπλό εσπρέσσο σκέτο, έτσι?», το ηλίθιο χαμόγελο του Ντέιβιντ φανέρωνε ότι απολάμβανε τη σκέψη πως με γνωρίζει τόσο καλά. Κάποιος έπρεπε να του εξηγήσει πως το ότι πίνω διπλό εσπρέσσο σκέτο το γνωρίζουν εδώ μέσα μέχρι και τα πατάκια στις τουαλέτες.
«Ναι, ευχαριστώ.»
Άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά για να πάω στο γραφείο μου, στον δεύτερο όροφο. Ευτυχώς τα ρούχα μου είχαν αρχίσει να στεγνώνουν, αν και τα παπούτσια μου ήταν ακόμα υγρά και λασπωμένα, αφήνοντας ανεπαίσθητα καφέ ίχνη στη σκάλα. Δεν με ένοιαζε, πραγματικά.

Έξω απ' την πόρτα του γραφείου μου πέτυχα τη βοηθό μου, την Άλις. Βασικά, δεν είναι επίσημα βοηθός μου, η θέση της είναι στην αρχειοθέτηση φακέλων, απλά το γεγονός ότι εγώ αναλαμβάνω σχεδόν ολοκληρωτικά τα θέματα χαρτούρας του εγκληματολογικού τμήματος αναγκάζει την Άλις να απευθύνεται αποκλειστικά σε μένα, κερδίζοντας με το σπαθί της τον τιμητικό τίτλο της «βοηθού 45χρονου βαρετού και μετρίων ικανοτήτων ντετέκτιβ». Λεπτή, κοκκινομάλλα, 35 χρόνών και αρκετά όμορφη. Το μόνο κακό είναι ότι είναι γέννημα θρέμμα της πόλης Ινβερνές των Χάιλαντς, στοιχείο που επικυρώνει καθημερινά με τη βλάχικη προφορά της και τον αέρα της κέλτικης γονιδιακής γνησιότητας που ξεφυσάει στη μούρη σου σε κάθε ευκαιρία. Σύμφωνα με την Άλις εμείς οι Λόουλαντερς έχουμε υποταχθεί πολιτικά,πολιτιστικά, γενετικά, και γενικά με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί να υποταχθεί μια ανθρώπινη ύπαρξη, στους σατανικούς Άγγλους. Αν θέλετε τη γνώμη μου, θεωρώ ότι ο συνδυασμός των βουνών με τη Βόρεια Θάλασσα είναι ενδεδειγμένος για καμιά βδομαδούλα διακοπών, όμως σε περίπτωση παραπάνω έκθεσης σε αυτό το τοξικό περιβάλλον του βρετανικού βορρά βλάπτεται ανεπανόρθωτα ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Και νομίζω ότι εκπροσωπώ κάθε νότιο Σκωτσέζο που σέβεται τον εαυτό του.

«Καλά, πως το ήξερες;». Δεν κατάλαβα την ερώτηση της.
«Μου έγινες και μετριόφρων τώρα; Έλα πες μου.» Με κοίταξε παιχνιδιάρικα. Ομολογώ ότι για κάτοικο Σκωτίας, σε καθημερινή βάση το χαμόγελο στα χείλη της είναι χαραγμένο πολύ περισσότερη ώρα απ' το γενικό μέσο όρο.
«Άλις, αλήθεια δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»
Ξεφύσηξε παραπονιάρικα.
«Ρε Ίαν, αμάν πια. Ξέχασες το μήνυμα που μου έστειλες προχθές;»
«Τι μηνυμ.....» Ευτυχώς μου έκοψε και σταμάτησα τη φράση. Έβγαλα το κινητό μου απ' την τσέπη του τζιν. Ήταν όλο το πρωί ξεχασμένο εκεί μέσα, παρ' όλα αυτά ήταν μυστηριωδώς στεγνό και άθικτο απ' την επέλαση της βροχής. Πάλι καλά. Πήγα κατευθείαν στα sms.

Είναι επείγον, θέλω να μου βρεις τον φάκελο για τον Τζέραλντ Τρουπ και να τον φέρεις στο γραφείο μου, μαζί με μια κόλλα αναφοράς. Να είναι η πρώτη σου προτεραιότητα.

Τόσες ώρες, δεν μου είχε περάσει απ' το μυαλό να τσεκάρω το κινητό μου. Γνωρίζω ότι δεν είμαι κανένας Σέρλοκ Χολμς, ωστόσο αυτή η αβλεψία με κάνει να νιώθω εντελώς ηλίθιος.

 Το  μήνυμα εστάλη την Tρίτη 6 Οκτώβρη, στις 8:15 μμ. Την ώρα που μάλλον βρισκόμουν αναίσθητος στα χέρια δυο απαγωγέων, αλλά αυτό είναι κάτι που η Άλις δεν χρειαζόταν να μάθει ακόμα. Ήταν πολύ εύκολο για τους  μαντράχαλους να βρούν και να στείλουν απ' το κινητό μου αυτό το sms στην βοηθό μου, μιας και στις επαφές την έχω καταχωρημένη ως «Βλαχάρα, αρχειοθέτηση φακέλων». Αυτό είναι κάτι που η Άλις δεν χρειαζόταν να μάθει ποτέ.

Σήκωσα τα μάτια απ' την οθόνη. Ήταν ακόμα χαμογελαστή, με μια δόση απορίας στο βλέμμα.
«Ίαν όλα καλά;» και χωρίς να περιμένει να πω κάτι συνέχισε λίγο πιο ψιθυριστά, με το παιχνιδιάρικα συνομωτικό, και γοητευτικότατο, υφάκι της. «Τώρα θα μου πεις πως τον σύνδεσες με την υπόθεση;»
Ακόμα δεν καταλάβαινα Χριστό.
«Άλις, είμαι απ' το πρωί έξω, δεν έχω επαφή με το τμήμα. Μπορείς να μου πεις τί έχει συμβεί γιατί μάλλον έχω χάσει επεισόδια;»
«Καταφέραμε να ταυτοποιήσουμε το δείγμα DNA που υπάρχει στα κόκκαλα. Βρήκαμε τη ταυτότητα του νεκρού στο μοναστήρι! Το απόγευμα λογικά θα γίνει επίσημη ανακοίνωση για την πρόοδο της υπόθεσης. Μετά ξεκινάει το πάρτυ!»
«Και γιατί ξεκινάει πάρτυ;». Η ταυτότητα του νεκρού είναι σίγουρα τεράστια πρόοδος. Ώστόσο ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί η Άλις αναφέρεται στο συμβάν με τέτοιο ενθουσιασμό. Εκτός κι αν ξεθάψαμε τον Τζίμι Χόφα.
«Γιατί ο σκελετός του μοναστηριού είναι ενός άντρα που υποτίθεται ότι έχει πεθάνει 10 χρόνια αργότερα από το συμβάν του μοναστηριού. Ίαν, ο νεκρός είναι ο Τζέραλντ Τρουπ, ο άνθρωπος που εσύ ο ίδιος προχθές μου έστειλες να σου βρω τον φάκελό του!»
Είχα μείνει άφωνος. Η Άλις επανέφερε τον συνομωτικό ψίθυρο.
«Θα μου πεις τώρα πως το ήξερες;»

Προσπάθησα να ξεφορτωθώ την Άλις λέγοντας κάτι δικαιολογίες του κώλου, τύπου κάτι είχε αναφερθεί απ' τους μοναχούς στο μοναστήρι τις προάλλες και τα λοιπά και τα λοιπά. Προφανώς δεν έστεκαν και η Άλις το καταλάβαινε. Μάλλον πίστευε ότι έκρυβα κάποιον άσσο στο μανίκι και περίμενα να κάνω εντυπωσιακές αποκαλύψεις στα πρότυπα των κλασσικών αστυνομικών έργων.«Οκ, δεν σε πιέζω άλλο. Έτσι κι αλλιώς, μάλλον έρχεται η στιγμή σου!» ήταν τα τελευταία λόγια της, προτού μου κλείσει πονηρά το μάτι και επιστρέψει στην δουλειά της.

Στα καπάκια εμφανίστηκε ο Ντέιβιντ, επίσης με όρεξη για κουτσομπολιό, έχοντας μάθει τα νέα στο κυλικείο. Του είπα ότι θέλω να σκεφτώ κάποια πράγματα και αντικατέστησα τον διπλό εσπρέσσο που βρισκόταν στα χέρια του με το κινητό μου. Του ζήτησα να πάει να το τσεκάρουν για τυχόν αποτυπώματα, λίγο διακριτικά αν γίνεται. Προσωπικό θέμα, του είπα, δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση.  Δεν νομίζω οι μπράβοι να ήταν τόσο ερασιτέχνες ώστε να αφήσουν ενοχοποιητικά στοιχεία πάνω στη συσκευή, αλλά έπρεπε να εξαντλήσω κάθε πιθανότητα.

Έκατσα στη καρέκλα μου και κοίταξα τον φάκελο του Τζέραλτ Τρουπ, που είχε φέρει η Άλις το πρωί. Ξεφύσηξα και γύρισα τη σελίδα, σε μια πρώτη απόπειρα να μάθω όσα περισσότερα μπορώ για τον άνθρωπο που, αν και νεκρός εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, έχει βαλθεί να μου κάψει τον εγκέφαλο.

Στην πρώτη σελίδα είχε μια ασπρόμαυρη αλλά κατά τ' άλλα πεντακάθαρη φωτογραφία του προσώπου του. Έμοιαζε πάρα πολύ με τον Τζόνυ Ντεπ, με λίγο πιο στρογγυλό πρόσωπο ίσως. Από κάτω είχε κάποια γενικά στοιχεία, τα περισσότερα απ' αυτά τα θυμόμουν από το βιαστικό ξεφύλλισμα που είχα κάνει στον φάκελο το πρωί, πριν φύγω για το μοναστήρι. 'Υψος, χρώμα ματιών, αριστερόχειρας, μπλα μπλα μπλα μπλα, και στο τέλος οι ημερομηνίες. Ημ.Γέννησης: 15 Οκτωβρίου 1947-Ημ. Ταυτοποίησης Θανάτου: 27 Μαίου 1993. Τώρα που ανακαλύψαμε ότι δεν πέθανε τότε αλλά περίπου μια δεκαετία νωρίτερα η ημερομηνία θα αναθεωρηθεί. Τι στο διάλο πήγε τόσο στραβά ώστε να έχουν κάνει τέτοιο τραγικό λάθος; Αυτό που με απασχολούσε περισσότερο όμως είναι γιατί οι απαγωγείς μου ήθελαν να με κάνουν να παρουσιάσω το θύμα ως θύτη; Οι σκατομαλάκες με βιντεοσκόπησαν να υποστηρίζω ότι το θύμα της δολοφονίας του μοναστηριού του Αγιου Ανδρέα ήταν ο δολοφόνος!

Έκανα πέρα τις σκέψεις για την όποια καριέρα μπορεί να μου στοιχίσει η διαρροή αυτού του γαμημένου βίντεο. Έπρεπε να μάθω όσα περισσότερα μπορώ για τον παλιόφιλο τον Τζέραλντ. Ξεκίνησα το διάβασμα.

Ο Τζέραλντ Τρουπ ήταν Βορειοιρλανδός. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Μπέλφαστ, έζησε αρκετά δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του, αλκοολικός και άνεργος τον περισσότερο καιρό, σκοτώθηκε σε καυγά έξω από μια παμπ το 1956. Η μητέρα του πέθανε από καρκίνο το 1961, αφήνοντας αυτόν και την κατά δυο χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του ουσιαστικά περιπλανώμενους στους δρόμους της πόλης.

Το 1967, ύστερα από μια μίνι καριέρα μικροεγκληματία στο Μπέλφαστ, ο Τζέραλντ Τρουπ μεταπήδησε στη Γλασκώβη για να μεγαλουργήσει. Την περιοδο 1967-1984 εμπλέκεται σε άπειρες κακουργηματικές πράξεις, και στα τέλη της δεκαετίας του '70 είναι ήδη πασίγνωστος στον χώρο της νύκτας και του υποκόσμου της πόλης. Το παράδοξο είναι πως δεν είχε συλληφθεί ποτέ. Η αστυνομία τον γνώριζε χρόνια, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να τον στριμώξει με επαρκή στοιχεία. Κατά καιρούς επέστρεφε στο Μπέλφαστ, για μικρά χρονικά διαστήματα όμως. Η Γλασκώβη ήταν πάντα η έδρα του.

Η ημερομηνία ορόσημο της ιστορίας του Τζέραλντ Τρουπ είναι η βραδιά της 8ης Ιουλίου του 1984, όπου διέπραξε τη διάσημη διπλή δολοφονία που είχε απασχολήσει πολύ την κοινή γνώμη. Τα θύματα ήταν ένας 28χρονος Ιρλανδός δικηγόρος απ' το Γκαλγουέι, ο Άνταμ Ο' Κειν, και μια 25χρονη Ιταλίδα αρχαιολόγος, η Ντιάνα Γκουλινέλι, οι οποίοι μάλλον ήταν ζευγάρι που έκανε διακοπές στην Σκωτία. Το έγκλημα έγινε σε ένα αγρόκτημα ιδιοκτησίας της αρκετά εύπορης οικογένειας του Ιρλανδού, στα νότια περίχωρα της Γλασκώβης. Ο Τρουπ φύτεψε αρχικά μια σφαίρα στο κεφάλι τους και ύστερα έθαψε τα θύματα στον κήπο του αγροκτήματος, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να τα κρύψει, καθώς τα σημάδια ταφής ήταν εμφανέστατα και τα πτώματα βρεθήκαν εύκολα. Ο πατέρας του θύματος είχε παραδεκτεί ότι έλειπαν πράγματα, αν και δεν υπήρχε τίποτα υπερβολικά μεγάλης αξίας στο αναστατωμένο, η αλήθεια είναι, σπίτι. Όπως και να έχει η αστυνομία θεώρησε ότι κίνητρο του Τρουπ ήταν η ληστεία.

Για κακή τύχη του Τρουπ, εκείνο το βράδυ υπήρξαν έγκυρες μαρτυρίες που τον συνέδεαν με τον τόπο του εγκλήματος, κυρύσσοντας τον ταχύτατα νο1 καταζητούμενο της χώρας. Και κάπου εκεί ο Τρουπ εξαφανίζεται από προσώπου γης. Θυμάμαι ακόμα, ως μαθητής τότε, τη κατακραυγή που έτρωγε η αστυνομία για την ανικανότητα της να βρει και να συλλάβει έναν δημόσιο κίνδυνο τέτοιου βεληνεκούς. Χρόνια μετά, ενώ η υπόθεση έχει κάπως ξεχαστεί, στις 27 Μαίου του 1993 ξεβράζεται στις ακτές του Μπέλφαστ ένα πτώμα σε πολύ προχωρημένη αποσύνθεση. Η αστυνομία γρήγορα απεφάνθη ότι ο νεκρός είναι ο Τρουπ, καθώς στον λαιμο του υπήρχε το χαρακτηριστικό κολιέ μέ ένα χρυσό Ν που ήταν γνωστό πως φόραγε πάντα, αλλά κυρίως απ' το τατουάζ ενός κέλτικου σταυρού πάνω δεξιά στη πλάτη του, που ψιλοδιακρινόταν στο σαπισμένο απ' τη θάλασσα σώμα. Οπότε, κύριοι, εδώ έχουμε να κάνουμε με ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ εγκληματιών, βρήκαμε και τον παλιό καταζητούμενο μας, τέλος υπόθεσης. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Μέχρι να ανακαλύψουμε 24 χρόνια μετά ότι κάναμε λάθος.

Αυτή είναι περιληπτικά η ιστορία του παλιόφιλου του Τρουπ, έτσι όπως παρουσιάζεται στον φάκελο που έχω μπροστά μου. Αυτό που μπορώ να ομολογήσω είναι το εξής. Για την αστυνομία και τον Τύπο η ταυτοποίηση του νεκρού  είναι ένα μεγάλο βήμα προς την επίλυση της υπόθεσης, για εμένα όμως, που είμαι ο αστυνομικός που έχει αναλάβει να ξεδιαλύνει το μυστήριο, δεν με βοηθάει καθόλου. Δεν μου έσβησε ούτε ένα απ' τα ερωτηματικά που έχω στο κεφάλι μου, αντίθετα που δημιούργησε δεκάδες άλλα. Κοίταξα το παράθυρο. Τα σύννεφα άνοιξαν προς στιγμή, αφήνοντας τον ήλιο να χαιδέψει για λίγα δευτερόλεπτα την πόλη, πριν τον κρύψουν πάλι. Και εγώ συνειδητοποίησα για πρώτη φορά το τελευταίο τριήμερο την κατάστασή μου. Είμαι υπερβολικά εξαντλημένος, υπερβολικά αγχωμένος, υπερβολικά τρομοκρατημένος.

 Έπρεπε επειγόντως να κάνω κάτι να ξεσκάσω. Έβαλα το χέρι στη τσέπη για να βγάλω το κινητό αλλά αμέσως θυμήθηκα ότι το είχα δώσει στον Ντέιβιντ. Δεν πειράζει, δεν θα πάθω τίποτα αν μείνω λίγη ώρα μακριά απ' τον φορητό δυνάστη της ανθρωπότητας. Άρπαξα το αδιάβροχο μου και βγήκα απ' το γραφείο, κλείνοντας δυνατά την πόρτα.

Συνεχίζεται.......                                                                                                                 
                                                                                                                                      Little Blaine

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Το μοναστήρι της Γλασκώβης part 3



«Ιαν, να σε ρωτήσω κάτι;», είπε ο Ντέιβιντ, με το κεφάλι κολλημένο στο παράθυρο του συνοδηγού, χαζεύοντας το απέραντο, μονότονο και αυθεντικά βρετανικό πράσινο τοπίο.
«Ρώτα»
«Έχουμε ένα σκελετό τριάντα χρόνων, έτσι;»
«Ναι, απ' ότι λένε τα στοιχεία, ναι.»
«Γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω σε αυτή τη μίζερη γωνιά του κόσμου 40 χρόνια τώρα. Ξέρεις, μου προκαλεί εντύπωση ότι ποτέ δεν αναφέρθηκε κάποια εξαφάνιση στο μοναστήρι.»
Το σταμάτησε εκεί, απλά περίμενε από μένα την επιβεβαίωση ότι είχε δίκιο. Αν αποδεχόμουν το παραμύθι με τον Τζέραλντ Τρουπ δεν θα χρειαζόταν ποτέ αυτή η άβολη βόλτα. Ας μην μιλήσω για τις 10 εκκατομύρια στερλίνες της θυρίδας 27. Γαμώτο, τι ακριβώς επεδίωκα;
Λογικά φταίει η περιέργεια. Δεν με καταβάλλει κανένα αίσθημα αξιοπρέπειας, δικαιοσύνης, ηθικής και λοιπές πίπες. Απλά γνήσια, ανθρώπινη περιέργεια που μάλλον στη  πλάστιγγα που είναι ενσωματωμένη στον εγκέφαλο μου ζυγίζει λίγο βαρύτερα απ΄ότι το όποιο ρίσκο. Είμαι μαλάκας; Το πιθανότερο. Ωστόσο, που θα βρισκόταν τώρα η ανθρωπότητα αν στο δίλημμα περιέργεια-φόβος για το άγνωστο επέλεγε κατά κόρον το δεύτερο; Κι ας λένε ότι η περιέργεια σκότωσε την γάτα. Και ας έχουν δίκιο τις περισσότερες φορές.
«Ίαν;».  Έπρεπε να βγω λίγο απ' τις σκέψεις μου, ένας συνάδελφος εκεί έξω ήθελε συζήτηση.
«Κοίτα, η ιστορία έχει αποδείξει ότι πολλές φορές πράγματα που γίνονται εντός μιας θρησκευτικής κοινότητας δεν βγαίνουν ποτέ προς τα έξω. Βέβαια, Ντέιβιντ, υπάρχει και η πιθανότητα ο νεκρός να μην έχει άμεση σχέση με το μοναστήρι.» Βλέποντας το απορημένο βλέμμα του Ντέιβιντ να αποσπάται  επιτέλους απ' το παραθυρο και να καρφώνεται πάνω μου κατάλαβα ότι έπρεπε να ολοκληρώσω τη σκέψη μου.
«Προφανώς το γεγονός ότι θάφτηκε εκεί σίγουρα φανερώνει ότι κάποιος μέσα στο μοναστήρι έπαιξε κεντρικό ρόλο αν όχι στη δολοφονία, τουλάχιστον στην συγκάλυψη της. Ξέρουμε και οι δυο ότι δεν μπαίνεις εύκολα σε ένα καθολικό καστράκι. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο νεκρός ήταν μοναχός ή είχε κάποιο ρόλο στο μοναστήρι. Μπορεί να ήταν ο οποιοσδήποτε. Κάποιος εξωτερικός που μπήκε για κάποιο λόγο στο μοναστήρι και δεν βγήκε ποτέ. Πολλά μπορεί.» Η εκδοχή αυτή ταίριαζει αρκετά και στην προκατασκευασμένη ιστορία του Τζέραλντ Τρουπ, αλλά αυτή καθ' αυτή δεν ήταν απίθανη σαν γεγονός όπως και να έχει. Για την ακρίβεια, μου φαινόταν η πιθανότερη εκδοχή.
«Καλά ναι, προφανώς και παίζει αυτό» Έκανε μπαμ ότι αυτή η σκέψη δεν είχε περάσει καν απ' το μυαλό του Ντέιβιντ, και αυτός για να μη φανεί ερασιτέχνης παρίστανε τώρα ότι την είχε επεξεργαστεί. Προφανώς δεν είναι βλάκας ο Ντέιβιντ. Αυτο βέβαια δεν σήμαινε ότι είναι και ιδιαίτερα έξυπνος.
«Αλλά και πάλι», συνέχισα, «γιατί να κάψουμε τώρα τα κεφάλια μας για ένα έγκλημα που έγινε πριν 30 χρόνια;»
Έλα ντε, γιατί;

Χαμένος σε αυτές τις σκέψεις, μετά από μια απότομη στροφή και ένα σύντομο πέρασμα μέσα από μια μικρή συστάδα κωνοφόρων, αντίκρυσα για δεύτερη φορά σε αυτο το γαμημένο τριήμερο το μοναστήρι του Αγιου Ανδρέα.

Η Σκωτία γενικά είναι μια προτεσταντική χώρα. Η Καθολική Εκκλησία στα εδάφη μας επιβιώνει χάρις στους οπαδούς της Σέλτικ και σε όσους είναι οπαδοί της Σέλτικ χωρίς να το έχουν καταλάβει ακόμα. Ήτοι ενα 16-17% του πληθυσμου, σύμφωνα με μια απογραφή που είχα δει κάπου στο ίντερνετ ένα απ' τα πολλά μοναχικά σπιτικά βράδια που προσπαθούσα άσκοπα να βρω κάτι να κάνω για να μη σκέφτομαι εκείνη. Ωστόσο, μπροστά στο διάσημο μοναστήρι του Άγιου Ανδρέα, δεν γινόταν να μη ξαναθαυμάσω την αρχιτεκτονική του. Πιστεύω ότι η αρχιτεκτονική είναι η μοναδική ανθρώπινη τέχνη η οποία μεγαλούργησε κάνοντας συνδιαλλαγές με τους ουρανούς. Και ο κυρίαρχος πρέσβης του βασιλείου αυτού επί γης, η Καθολική Εκκλησία, όπου έχει πατήσει έστω και λίγο το πόδι της, έχει χαρίσει μεγαλοπρεπείς, επιβλητικούς ναούς και κτίσματα, για να εισπράττει θαυμασμό από όλα εμάς τα παράσιτα του κήπου της Εδέμ και να μας υπενθυμίζει ποιος είναι ο μπαμπάς μας. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. 

Το μοναστήρι είχε κτιστεί πριν από 8 αιώνες περίπου από το τάγμα του Άγιου Βενέδικτου, σε ένα σχετικά  επίπεδο σημείο στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου που δέσποζε πάνω απ' τη λίμνη Λοχ Λόμοντ.   Αυθεντικό μοναστήρι-φρούριο μεσαιωνικού τύπου, περιστοιχισμένο από έναν πέτρινο τοίχο ύψους 5 μέτρων, αποτελούσε από μόνο του, εκτός από καλαίσθητη τουριστική καρτ-ποστάλ της μισής λίρας, μια αποκομμένη, ξεχωριστή πολιτεία. Ή ζωή εντός των τοιχών ήταν πολύ οργανωμένη, γενικά  όλες οι ανάγκες που μπορεί να προέκυπταν καλύπτονταν στο εσωτερικό του. Έφτιαχναν μέχρι και δική τους μπύρα, η οποία διανέμεται σε επιλεγμένες παμπ της Γλασκώβης και του Εδιμβούργου, και οφείλω να παραδεκτώ ότι πίνεται πολύ ευχάριστα.

 Άφησα το αυτοκίνητο σε μια μικρή άπλα δίπλα στη κύρια είσοδο του μοναστηριού, πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα την πόρτα. Ο Ντέιβιντ με μιμήθηκε. Σύμφωνα με την αρχαία σκωτζέζικη παράδοση, ενώ απ' το τμήμα αποχωρήσαμε με έναν λαμπερό ήλιο πάνω απ' τα κεφάλια μας, με το που βγήκαμε απ' την ασφάλεια του αυτοκινήτου άρχισε να βρέχει. Και σύμφωνα με τη αρχαία προσωπική μου παράδοση, είχα ξεχάσει πάλι το αδιάβροχο στο τμήμα. Ο μόνος που έσπασε τις αρχαίες παραδόσεις σήμερα είναι ο Ντέιβιντ. Παίζει να είναι η πρώτη φορά που ξέχασε να φέρει ομπρέλα στο αμάξι τα τελευταία 20 χρόνια που τον γνωρίζω.

Μου άνοιξε ένας πιτσιρικάς όχι πάνω από 20 χρονών, με φορεσιά δόκιμου μοναχού, Πάντα μου προκαλόυσε θλίψη η σκέψη ότι νέα παιδιά στερούνται τις χαρές της ηλικίας τους και αφιερώνουν την ζωή τους στον οποιονδήποτε ουράνιο πατέρα. Από την άλλη σκέφτομαι ότι αν αυτοί οι νεαροί όντως καταφέρουν να μανατζάρουν τον εγκέφαλο τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να φτάσουν στο υπέρτατο επίπεδο ψυχικής γαλήνης που στοχεύουν, σίγουρα θα γίνουν πιο ευτυχισμένοι από μένα.
«Αστυνομία, καλημέρα. Μπορώ να συναντήσω τον ηγούμενο;»
«Λυπάμαι κύριε. Ο ηγούμενος δεν μπορεί να μιλήσει. Εεε, ξέρετε, είναι αρκετά αδιάθετος σήμερα»
«Είναι τόσο αδιάθετος ώστε να μην μπορεί να απαντήσει 2-3 ερωτήσεις; Αφορά τη προχθεσινή ανακάλυψη, μικρέ, καταλαβαίνεις. Χρειάζομαι τη βοήθεια του.»
Δεν ξέρω αν ο εκνευρισμός μου αποτυπωνόταν στη φάτσα μου, πάντως μια σκιά ανησυχίας  φάνηκε στο γεμάτο σημάδια ακμής πρόσωπο του πιτσιρικά. Φαινόταν αρκετά πιεσμένος, είχε την εικόνα ανθρώπου που ήθελε να διακτινιστεί από το σημείο που βρισκόταν για οπουδήποτε αλλού στο σύμπαν. Ωστόσο παρέμεινε σταθερός στη θέση του.
«Λυπάμαι πολύ κύριε, δεν μπορείτε να δείτε τον ηγούμενο σήμερα. Θα τον ενημερώσω για την επίσκεψη και θα επικοινωνήσει αυτός μαζί σας, να είστε σίγουρος». Μιλούσε και έτρεμε.
«Υπάρχει κάποιος έστω εκεί μέσα που να μπορώ να μιλήσω για 5 λεπτά;» Δεν θα το άφηνα έτσι εύκολα.
«Σ-συγνώμμη κύριε, αλλά αυτή τη στιγμή όλοι έχουν τις υποχρεώσεις τους. Δεν υπάρχει κάποιος αρμόδιος να σας βοηθήσει. Λυπάμαι» Το πιτσιρίκι λογικά έχει χοντρό θέμα διαχείρισης άγχους. Τώρα είναι κάτασπρο, στα όρια της λιποθυμίας.
«Οκ. Μπορώ να περάσω λίγο μέσα τουλάχιστον:» Είπα αρκετά απότομα. Τώρα δεν με ένοιαζε να φαίνεται ο εκνευρισμός μου.
«Λ-λ-λυπάμαι κύριε, αλλά για να το κάνετε αυτό πρέπει να δείξετε ένταλμα έρευνας»

Αμήχανη σιωπή και απ΄τους τρεις μας. Το μαλακισμένο. Σιγά μη ζήταγε πρωτοβουλιακά το ένταλμα αυτό το αρχιδάκι. Αυτό το κωλόπαιδο  φαίνεται πιο χαζό και άβουλο από μια λούτρινη κούκλα. Κάποιος τον είχε δασκαλέψει. Προφανώς. Με παρακολουθούν, τι πιο λογικό. Έτσι θα με άφηναν; Ξέρανε που κατευθυνόμουν, ξέρανε ότι δεν υπάρχει ένταλμα, και κινήθηκαν ανάλογα. Είμαι ηλίθιος, έπρεπε να το περιμένω. Θα μπορούσα να κολλήσω το κωλόπαιδο στη πόρτα και να πέρναγα, αλλα νομίζω αυτή η κίνηση δεν θα έβγαζε πουθενά. Η είσοδος στο μοναστήρι είναι απαγορευμένη για μένα. Προσωρινά τουλάχιστον.
Γύρισα και κοίταξα τον Ντέιβιντ. Τον αγαπάω τον τύπο, αλλά η ανέκφραστη φάτσα του και το απλανές βλέμμα του σε συνδυασμό με την ψυχολογική μου κατάσταση με έκαναν να θέλω να του προσφέρω ένα αξέχαστο μπουνίδι στα δόντια. Με τα χίλια ζόρια συγκρατήθηκα πάντως.
«Επιστρέφουμε» είπα μέσα απ΄τα δόντια. Δεν χρειαζόταν να το πω, καθώς ήδη κατευθυνόμουν προς την πόρτα του οδηγού, αλλά με τον Ντέιβιντ ποτέ δεν είσαι σίγουρος.

Στο μυαλό μου δεν χωράει αμφιβολία ότι πίσω απ' αυτή τη ιστορία κρύβεται η Καθολική Εκκλησία. Αυτό που δεν χωράει στο μυαλό μου είναι γιατί τόσο βιαστικά, ενώ είμαι στο σημείο μηδέν, χωρίς να έχω ξεκινήσει καν την έρευνα και χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο στα χέρια μου, έβαλε δυο πίθηκοειδή αρχικά με απαγάγουν και ύστερα να με δωροδοκήσουν τόσο γρήγορα και εύκολα; Γιατί δεν με αφήνουν έστω να πω δυο κουβέντες με τον ηγούμενο; Δεν φαίνεται απλά να μη θέλουν να λυθεί η υπόθεση. Φαίνεται ότι δεν θέλουν να ανοίξει καν. Ίσως η λεωφόρος που πάω να διασχίσω είναι τόσο βρώμικη ώστε ακόμα και η ασθενική φλόγα ενός σπίρτου να δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στα πλάσματα που καταχωνιάζουν στις σκιές της και είναι πλέον δαρβινικά προσαρμοσμένα και ασφαλή στο απόλυτο σκοτάδι. Ναι, τώρα μου είναι ξεκάθαρο. Αυτό είναι που με έκανε να αρνηθώ τη δωροδοκία. Αυτό είναι που με κάνει να παίξω το κεφάλι μου κορώνα γράμματα.
Θέλω να ανάψω το σπίρτο. Θέλω να αντικρύσω αυτά τα πλάσματα με τα μάτια μου.
Τι στον διάλο θέλουν τόσο πολύ να κρύψουν;
Γιατί φοβούνται τόσο πολύ έναν σκελετό 30 χρόνων;

Little Blaine